Γιώργο, γεια σου
Πέρασαν χρόνοι και καιροί και Πασχαλιές κι η νιότη, αλήθεια πότε γερνάει κανείς; Πότε φτάνει να σταματήσει να θέλει; Να αρνηθεί τη ζήση; Νομίζω είναι λίγοι εκείνοι που φτάνουν σε μαύρο τοίχο και δεν θέλουν να πάνε πάρα πέρα. Γιατί οι πόνοι – σωματικοί ή ψυχικοί – είναι ασήκωτοι και προτιμούν την άρνηση.
Αυτά δεν είναι γηρατειά. Ο άνθρωπος γερνάει όταν φτάσει να μην έχει ενδιαφέροντα. Όταν εγκολπωθεί την άρνηση ή την αδιαφορία. Και ξέρεις, υπάρχουν πολλοί που δεν έχει καμία σχέση η ηλικία με τα γεράματά τους, είναι οι άνθρωποι χωρίς σκέψεις και χωρίς αισθήματα. Περνάνε από τη ζωή χωρίς να μάθουν, χωρίς να πάρουν, χωρίς να δώσουν κάτι. Όμως να πούμε για φυσιολογικούς ανθρώπους, για τους πολλούς, πότε γερνάει κανείς. Καί πόσο κρατάνε και τα γηρατειά;
Κάποτε, κάπου υπάρχει και ένα τέλος. Σκέφτομαι εκείνη την ώρα, όταν το βλέπεις, το ξέρεις ήρθε η ώρα να πεις αντίο. Το σκέφτηκες ποτέ; Το αναφέρω έτσι φιλοσοφικά, φιλολογικά ας το πούμε. Δεν τα συζητάμε αυτά κι όμως είναι η μεγάλη ώρα που όλοι θα ζήσουμε. Πώς θα είναι; Είναι μια αναχώρηση μοναδική, αποχώρηση, αφανισμός, εγκατάλειψη ολοσχερής. Τα χάνεις όλα. Αυτό το χάνεις, όμως, πώς είναι, πώς το αντιμετωπίζει καθένας. Δεν είναι χάσιμο υλικό, δεν είναι ήττα, χάνονται τα πάντα και τα αγαπημένα και τα συμπαθή. Και συνήθειες και το τι είδες, το τι ξέρεις, το τι γνώρισες,η ζωή όλη.
Κι ακολουθεί η σκέψη, μετά; Τι γίνεται μετά; Μια περιέργεια που δεν ήρθε κανένας να μας πληροφορήσει. Σίγουρα υπάρχει συνέχεια, αλλά πως είναι από την από ΄κει μεριά; Εντάξει, σ΄ακούω να λες, δεν νομίζεις πως το πήγες μακριά; Καλά, ρε φίλε, λόγον είπα δεν έκοψα και δέντρο, που έλεγε κι η θεια η Παναγιώτα. Γιατί, δεν ζούνε όλοι με αυτή την απορία; Εγώ δεν μεμψιμοιρώ, εγώ ζω όπως ζούσα πάντα κι εφόσον ζω θάνατος δεν υπάρχει κι όταν έρθει δεν έχουμε θάμα να μας απασχολεί. Εγώ ζω με κείνο του Καβάφη… “σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος αποχαιρέτα την τυν Αλεξάνδρεια που χάνεις”.
Έχω κι ένα μεγάλο στεφάνι “ευχαριστώ” για την παρουσία μου στη ζωή. Έλα ρε φίλε, μη γκρινιάζεις, τρίτη ηλικία είμαστε, δεν παραπονιόμαστε, φιλοσοφούμε, θα πούμε και μια κουβέντα παραπάνω. Έλα, θα σου γράψω κι ένα ποιηματάκι, έτσι μια φθινοπωρινή εικόνα, όπως έρχεται κι ο χειμώνας είναι όμορφα. Όλες οι εποχές έχουν η κάθε μια την ομορφιά της, όπως και όλες οι εποχές της ζωής.
ΤΟ ΤΖΑΚΙ
Το κούτσουρο καιγότανε στο τζάκι/κι η μοναξιά αγκαλιαστή την ανεξαρτησία,
έπαιζαν με τις φλόγες σαν παιδιά./Το σπίτι είχε μιας μάνας τη στοργή
και η βροχή στο τζάμι/σιγοτραγούδαγε απαλά απ΄ το πρωί
απλά και σιγανά και συνεχόμενα./Πόσα τραγούδια αράδιασε,
μελωδικά τραγούδια./τραγούδια της παρηγοριάς,
της αντοχής τραγούδια./Είπαν γι΄ αυτοσυγκέντρωση,
είπαν για νοσταλγία/είπαν για περισυλλογή,
είπαν για καρτερία,/είπαν για χτες και για προχτές.
Για αύριο δεν είπαν./Και κάπου εκεί στα σκοτεινά,
στην άκρη εκεί κρυμμένο/ήταν το “δεδικαίωται”.
σαν κεκτημένο εύγε./Και στο παράθυρο το φως
έγραφε ένα αντίο,/ένα αντίο γκριζωπό,/χαιρετισμού μαντήλι.
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα καλέ φίλε,
Πολύ φιλοσοφημένο σήμερα το κείμενό σου και μού βάζεις δύσκολες ερωτήσεις. Πότε γερνάει κάποιος; Την απάντηση μού έδωσε η μάνα μου πριν πολλά χρόνια σε βαθιά γεράματα, όταν μού είπε ότι βαρέθηκε να ζει. Εχει βάση αυτό, γιατί έχω γνωρίσει νέους ανθρώπους που βαρέθηκαν να ζουν και ηλικιωμένους που δεν χορταίνουν τη ζωή, όπως εσύ ας πούμε. Ούτε είναι οι πόνοι και οι αρρώστιες αποκλειστικότητα τής τρίτης ηλικίας, γι’ αυτό έχουμε παιδικά νοσοκομεία, αλλά και νέοι άνθρωποι που υποφέρουν από αρρώστιες. Αλλωστε, αυτά λες κι’ εσύ για τον άνθρωπο που γερνάει όταν φτάσει να μην έχει ενδιαφέροντα, όταν εγκολπωθεί την άρνηση, ή την αδιαφορία.
Οταν λέμε πως “η ζωή είναι ωραία” δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά μια πραγματικότητα που απολαμβάνουμε ακόμη και στην τρίτη ηλικία, γιατί η ζωή είναι προνόμιο και γι’ αυτό την περασμένη Κυριακή τιμήσαμε τη μάνα που μάς χάρισε αυτό το προνόμιο. Εμείς μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας ωραία με χίλιους τρόπους, γιατί οι δυνατότητες είναι απεριόριστες αν το θέλουμε πραγματικά και μάλιστα δεν χρειάζεται να είναι κανείς πλούσιος για να χαρεί τη ζωή. Υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί που δεν ξέρουν πώς να χαρούν τη ζωή, όλοι μας ξέρουμε ακόμη και συνανθρώπους με αναπηρίες που δεν τους εμποδίζουν καθόλου να χαίρονται τη ζωή.
Βέβαια, υπάρχουν οι εξαιρέσεις και χθες στον “Κόσμο” δημοσιεύσαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα για τις αυτοκτονίες ηλικιωμένων, όμως πιστεύω πως αυτό είναι ένα πρόβλημα σχετικά άγνωστο στην ελληνική κοινωνία. Οι έλληνες ηλικιωμένοι ζουν μέσα στην ευρύτερη οικογένεια, έχουν τα ενδιαφέροντά τους και ακόμη στην τρίτη ηλικία βρίσκουν τρόπους για να ομορφαίνουν τη ζωή τους.
Ομως, αξίζει να ζούμε δυστυχισμένη ζωή, επειδή φοβόμαστε τον θάνατο; ‘Η μήπως πρέπει να βρούμε τρόπους για να βάλουμε τέλος στη δυστυχία μας; Ολοι μας έχουμε ζήσει δύσκολες στιγμές από αρρώστειες, από τον θάνατο αγαπημένων μας, από οικονομικές καταστροφές, αλλά επιβιώσαμε επειδή αγαπάμε τη ζωή και εκτιμούμε πόσο πολύτιμη είναι για την ύπαρξή μας.
Βέβαια και η υγεία -η σωματική και ψυχική- παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, γι’ αυτό πρέπει να την προσέχουμε σε όλες τις ηλικίες και προπαντός στην τρίτη, αλλά όσα χρόνια και αν ζήσει ο άνθρωπος, όσο υγιής αν είναι και δημιουργικός, αθάνατος δεν είναι. Ομως, γιατί μας τρομάζει ο θάνατος; Ισως επειδή δεν ξέρουμε τί θα βρούμε στην άλλη όχθη, ίσως επειδή φοβόμαστε την κόλαση αν είμαστε θρησκευόμενοι.
Για μένα ο θάνατος μπορεί να είναι το τέλος και ασφαλώς θα ήθελα να είμαι αθάνατος, όμως δεν είμαι μηδενιστής και σκέπτομαι πως ο θάνατος ίσως να είναι μια περιπέτεια, ένα ταξίδι στο άγνωστο, η αρχή μιας διαφορετικής ύπαρξής μου. Αν δεν επαληθευτούν οι προσδοκίες μου αυτές, δεν θα το καταλάβω στην ανυπαρξία, αλλά προτιμώ να φύγω με την ελπίδα παρά με τον φόβο…
Επειδή μού περισσεύει λίγος χώρος, φίλε μου, κατ’ εξαίρεση σήμερα θα δημοσιεύσω μερικούς στίχους για τη ζωή από τον Ναζίμ Χικμέτ σε απόδοση τού Γιάννη Ρίτσου:
Πρέπει να την επάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σα να πούμε,
ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι γιατί το θάνατο δεν θα τόνε πιστεύεις
όσο κι αν τον φοβάσαι
Μα έτσι γιατί η ζωη θε να βαραίνει
πιότερο στη ζυγαριά.
First published Kosmos Newspaper May 11, 2016 | photos: pixabay.com