Γιώργο, γεια σου,
Δεν ξέρω αν πρέπει να σε ευχαριστήσω ή να σου τραβήξω το αυτάκι, ή το αυτάκι του Γιάννη, για την προηγούμενη έκδοση. Δεν μου λες, παιδάκι μου; Το βιβλίο ήτανε της Γιώτας, την παρουσία έκανες εσύ, η δική μου φωτογραφία τι δουλειά είχε στην εφημερίδα; Με έχεις καταλάβει για φιγουρατζή; στο λέω δεν μου άρεσε, αλλά και δεν σου κρατάω κακία και θα σου μιλήσω για διατροφή, να κάνουμε μια σύγκριση με το σήμερα. Θα σου θυμίσω εκείνη τη μυρουδιά των φις εντ τσίπς στο λίπος, εκείνο τον πρώτο καιρό, διπλωμένα σε εφημερίδες, σαν τιμωρία. Αλλά ας μπούμε στο θέμα της διατροφής, να κάνουμε και μια σύγκριση με τη σημερινή ποικιλία.
Έβλεπα στην τηλεόραση μάθημα μαγειρικής σε τουρίστες στην Ελλάδα, πως γίνεται η σπανακόπιτα. Και μουσακά και παστίτσιο. Και σκέφτηκα τη διατροφή στην κάθε χώρα και θυμήθηκα και τα δικά μας όταν ήρθαμε. Η Αυστραλία όπως ξέρουμε ήταν μια χώρα απομονωμένη από τον γνωστό μας κόσμο, με τη ζωή ήρεμη κι’ ωραία φορμαρισμένη, εύκολη ζωή με λίγο πληθυσμό και πλούσια τη χώρα.
Είχαν καλό και φτηνό το κρέας και περιορισμένη την ποικιλία της διατροφής. Πριν τα μεγάλα κύματα των μεταναστών από την Ευρώπη η μαγειρική τους ήταν πολύ φτωχή. Βασικό ήταν το “στέκι”, η μπριζόλα. Ωραίες, μεγάλες βοδινές μπριζόλες που τις συνόδευαν με πουρέ πατάτας, αρακά και συχνά καλαμπόκι βραστό. Καμιά φορά έβλεπες και δυο αυγά τηγανητά πάνω στο στέκι. Και η σάλτσα “γκρέηβ”. Κάτι χαρακτηριστικό ήταν ότι δεν έτρωγαν πράσινο!
Τα χορταρικά τους, τα “βέτζιπλες” ήταν… τα κάτω από τη γη. Πατάτες, γλυκοπατάτες, πάσναπς, τέρναπς, καρότα, τέτοια. Πράσινο μπορούσες να βρεις σε καμιά μαρουλοσαλάτα, σε φασολάκια με τον πουρέ και τον αρακά και πράσινο στο τραπέζι είχαν τα τσόκος. Τα ξέρεις; Έχουν εξαφανιστεί, τα αντικατέστησαν τα κολοκυθάκια, τα περιζήτητα σήμερα τζουκίνι. Δεν τα ήξεραν, όπως δεν ήξεραν μελιτζάνες, αγκινάρες και πολλά άλλα. Ελαιόλαδο; Μόνο για…εντριβές, από το φαρμακείο! Σκόρδο; μακριά κι αλάργα….
Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια πήρα ένα μπετόνι λάδι από ελληνικό μαγαζί και με ρώτησε μια γυναίκα, “τι θα το κάνεις” νόμιζα ότι εννοούσε τόσο πολύ και της είπα “Κάνω μπάνιο μ’ αυτό”. Είδα την απορία στα μάτια της αλλά, από ευγένεια δεν έδειξε την …αηδία της. Σίγουρα θα σκέφτηκε, “γι΄ αυτό έχουν σκούρο χρώμα”. Πολλά τα ευτράπελα της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα με τη γλώσσα. Κάποιος πήγε να πάρει γραμματόσημο και άνοιξε τα χέρια του και βββββου για να εξηγήσει ότι ήθελε αεροπορικό γραμματόσημο. Ένας άλλος ήθελε μακαρόνια και με τη νοηματική γλώσσα του έφεραν… σπαρματσέτα, άσπρα κεριά. Τέτοια πολλά στην προσαρμογή, ανέκδοτα σήμερα, αγχώδη γι΄αυτούς που τα έζησαν. Και ανάμεσα πολλά τραγικά! Στο δικαστήριο, μια γυναίκα από ατύχημα λέει. “Ακουω μια βουή στα αυτιά‘’ και ο διερμηνέας της εποχής μεταφράζει. Ακούω the sound! Δηλαδή το αόριστο άρθρο (μια βουή) γίνεται οριστικό, δηλαδή (κούω τον ήχο) που αλλάζει το νόημα και συνεκδοχικά και την απόφαση.
Και είναι και εκείνη η αντίληψη πως αφού δεν μπορείς να εκφραστείς είναι επόμενο να είσαι και ανόητος, άξεστος, χωριάτης απολίτιστος. Μια Αυστραλέζα εκείνου του καιρού ρώταγε μια Ιταλίδα αν έχουν τραίνα στην Ιταλία. Στην Ιταλία που έχει τα καλύτερα τραίνα στην Ευρώπη. Κι εμένα με ρώτησε η προϊσταμένη μου αν έχουμε στα ελληνικά τη λέξη μπέιζικ=βασικό (basik). Και της εξήγησα ότι η λέξη είναι ελληνική. Βάση, βασικός, βάσιμος, βασίζομαι. Η ομορφιά της γλώσσας μας πού ρίζες και παράγωγα. Αλλά και στην αγγλική πολλές δικές μας που όμως δεν τις αναγνωρίζουμε με την διαφοροποίηση και την προφορά.
Η ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΑ ΠΟΛΗ
Οι κάβοι λύθηκαν,/οι ευχές στεφανώνουν τα ξάρτια μας
και τα όνειρα φουσκώνουν τα πανιά μας./Δεν έχει μεταμελημό
ούτε γιατί, ούτε θέλω./Ειναι η ελπίδα, πάει μπροστά
την πήραμε κατόπι./Ποιος να μας πει
και ποιος να τον πιστέψει/ότι δεν είναι διαμαντένια
η πόλη που μας καρτερεί,/χωρίς παλάτια αστραφτερά
και θησαυρούς κρυμμένους; /Και ποιος αλήθεια να το πει,
ότι ο ιδρώτας είναι/σύμβουλος και πράξη;
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη,
Τράβηξε το αυτάκι μου να ηρεμήσεις, επειδή δημοσιεύσαμε τη φωτογραφία σου, για να σε τιμήσουμε και όχι να σε διαφημίσουμε. Εξάλλου, ήθελα και να στολίσω τη σελίδα μας επειδή είσαι ο μόνος τακτικός συνεργάτης μας χωρίς τη φωτογραφία στα κείμενά σου. Πάντως σε καμαρώσαμε γιατί ήταν πολύ σημαντική η παρουσία σου στην τιμητική εκδήλωση για τη φίλη μας Γιώτα Κριλή.
Οσον αφορά στη διατροφή των Αυστραλών, όταν ήρθαμε τη δεκαετία τού ’50, ήταν όπως λες βασική με το “στέκι και τρία λαχανικά”, όμως με αυτή πλούτισαν χιλιάδες Ελληνες προπολεμικοί μετανάστες με εστιατόρια και μιλκμπαρ. Η πρώτη μου εμπειρία με τα pies, φις εντ τσιπς και σάντουιτς ήταν απογοητευτική, επειδή τα αυστραλογεννημένα εξαδέλφια μου τα έτρωγαν και τους άρεσαν πλημμυρισμένα με γλυκειά σάλτσα ντομάτας. Πρόβλημα είχαμε και με το αρνίσιο κρέας επειδή είχε βαριά μυρωδιά, μέχρι που το συνηθίσαμε, αλλά και επειδή η ρίγανη, το σκόρδο και το λεμόνι έκαναν το θαύμα τους! Γενικά, τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα δεν είχαν τη γεύση και το άρωμα που είχαν στην Ελλάδα και την Αίγυπτο, ή μήπως άραγε μάς έφταιγαν όλα επειδή υποφέραμε από ανίατη νοσταλγία τα πρώτα χρόνια τής ξενιτιάς; Θυμάσαι που οι πιο “παλιοί” λέγαμε στους νεοαφιχθέντες πως “τα πρώτα είκοσι χρόνια είναι δύσκολα και μετά συνηθίζεις την Αυστραλία;”
Κάποτε πήγαμε σ’ ένα γερμανικό νυχτερινό κέντρο όπου χόρευαν παραδοσιακούς χορούς και χοροπηδούσαν ντυμένοι με πέτσινα παντελονάκια. Οταν ήρθε το φαγητό στο πιάτο ήταν μια τεράστια μπριζόλα, ένα λουκάνικο, πατάτες με αρακά και καρότα, αλλά και μια φέτα… γλυκός ανανάς με ένα κερασάκι στη μέση!
Τον καιρό εκείνο για τους Αυστραλούς ήταν μεγάλη υπόθεση να πάνε σε κινέζικο εστιατόριο και το έλεγαν με πολύ καμάρι πως έφαγαν κινέζικα. Ευτυχώς, εγώ ήρθα οικογενειακώς και μαγείρευε η μητέρα μου, η οποία πολύ γρήγορα έμαθε την κηπουρική και φύτευε μελιτζάνες, κολοκύθια, ντομάτες κλπ., αλλά στο Αντελάϊντ ήταν πολύ δύσκολο εκείνα τα χρόνια να βρεις ελληνικά προϊόντα που μόνο ένα δύο ελληνικά μπακάλικα έφερναν από την Ελλάδα.
Με την μαζική μετανάστευση από την Ευρώπη, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται τα λεγόμενα ντελικατέσεν με προϊόντα από την Ιταλία, τη Γερμανία και φυσικά την Ελλάδα. Οι Αυστραλοί άργησαν να εξοικειωθούν με τις νέες γεύσεις και χαρακτηριστικά διάβασα στη Sydney Morning Herald μια επιστολή Αυστραλέζας που ρωτούσε αν το καλαμάρι ήταν… αφροδισιακό, όπως τής είπε ο πονηρούλης έλληνας φίλος της για να την πείσει να το τρώει.
Δυσκολεύτηκαν να μάθουν και το σκόρδο επειδή τούς βρωμούσε, αλλά τώρα τρώνε τα πάντα και γλείφουν τα χέρια τους γιατί οι… αγράμματοι new Australians δεν έφεραν μαζί τους μόνο τον πανάρχαιο πολιτισμό τους, έφεραν και την κουζίνα τους. Σήμερα, το steak and three vegetables έχει αντικατασταθεί από τους μουσακάδες, τις σπανακόπιτες, τους ντολμάδες, τα θαλασινά, την ελληνική σαλάτα, γευστικούς μεζέδες κλπ., ενώ τα σουβλάκια και ο γύρος έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα pies, pasties και saussage rolls.
Ομως, φίλε Γρηγόρη θα έλεγα πως για κάποιο λόγο η ελληνική κουζίνα δεν “έπιασε” όπως η κινέζικη, η ιταλική και γαλλική, αν και πρέπει να ομολογήσω πως τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει βελτιωθεί η κατάσταση με καλά ελληνικά εστιατόρια που είναι πολύ δημοφιλή στους ξένους.
First published: Kosmos Newspaper May 25, 2016 | photos: pixabay.com