Κι’ αυτό, γιατί τότε δεν υπήρχαν κύκλοι διανοουμένων, μορφωμένων όπως θα λέγαμε ανθρώπων, που να μπορούσαν να δημιουργήσουν μεταξύ τους μια όμορφη ευγενική άμιλλα. Οι αληθινά καλλιεργημένοι μετριόντουσαν στα δάκτυλα. Λίγοι, πολύ λίγοι, ήταν οι απόφοιτοι Ελληνικών Γυμνασίων κι’ αν δεν κάνωμε λάθος υπήρχαν δυο γιατροί, δυο θεολόγοι και δυό-τρείς άλλοι επιστήμονες που σπούδασαν σ’ Ελληνικά Πανεπιστήμια,
‘Ηταν τότε ο χρυσός αιώνας των ημιμαθών, η εποχή, που κατά τη λαϊκή παροιμία, ανάμεσα στους στραβούς βασίλευαν οι μονόφθαλμοι. Και το λέμε με πλήρη συναίσθηση, γιατί αυτή ήταν η ωμή πραγματικότητα. Στα χρόνια του πολέμου σταμάτησε, φυσικά, το μεταναστευτικό ρεύμα που στρεφόταν κάπου – κάπου και προς τα δώ. Δεν έφθανε πιά ώς την ήπειρο αυτή η μπονάτσα κι’ η αιθρία της μακρινής Πατρίδας που θα μας έδινε καινούργια «πνευματική δροσιά και που θα δυνάμωνε τη λειτουργία της προσαρμογής. Η καχεκτική «πνευματική κίνησης των Ελληνικών παροικιών παρέμενε στείρα κι’ άγονη.
Καμμιά πρόοδος, καμμιά άνθηση.
Με τον καιρό και με το πέρασμα της καταιγίδας ή Αυστραλία συνδέθηκε πιο στενά με τον τόπο της καταγωγής μας. Και μαζί με τους πρώτους Έλληνες της υπαίθρου – τ’ αμόρφωτα παιδιά της επαρχίας που έρχονταν απ’ τα χωράφια και τα περιβόλια της Ελληνικής γης άρχισε να φθάνη και μια άλλη τάξη καλλιεργημένων ανθρώπων.
Η τάξη με τις πνευματικές αξιώσεις και προοπτικές. “Έτσι σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι οι παροικίες μας πήραν μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις τόσες άλλες της Αυστραλίας.
Δημιουργήθηκαν σχολεία με προσοντούχο προσωπικό, γράφτηκαν Ελληνικά βιβλία, ξεπήδησαν καινούργιοι σύλλογοι με μορφωμένους ως επί το πλείστον προέδρους και συμβούλους κι’ υποχώρησαν αναγκαστικά οι παλαιότεροι για να δώσουν τόπο στον κοινωνικώς καταρτισμένο νεομετανάστη. Η πιο αξιόλογη όμως μορφωτική κίνηση στους Ελληνικούς κύκλους της Αυστραλίας παρατηρήθηκε τελευταία στο Σύδνεϋ χάρις στην πρωτοβουλία της Επιτροπής Μορφωτικών Εκδηλώσεων της Ελληνικής Λέσχης που είχε την έμπνευση να χαράξη την αφετηρία μιας σειράς διαλέξεων από Έλληνας ομιλητάς.
Μια αρχή που την χειροκροτούμε ανεπιφύλακτα όπως, ασφαλώς, και η πνευματική εκείνη μερίδα της παροικίας μας που κυνηγά κάτι τέτοιες πνευματικές εκδηλώσεις για ανώτερη ψυχική απόλαυση. Μα δεν θα ολοκληρώναμε το θέμα μας αν δεν καταπιανόμασταν σήμερα, κάπως καθυστερημένα, και με τον κριτικό να των διαλέξεων, τον Γ. Χ. (Βαρθολομαίο), το κρυμμένο ώς τώρα ταλέντο της Ελληνικής φιλολογίας και βιβλιοκρισίας, της Ελληνικής Τέχνης γενικότερα σε όλη την έκταση και απεραντοσύνη. Παρακολουθήσαμε κατά την διαμονή μας στην Δυτικη Αυστραλία, την τελευταία εργασία του με τίτλο: «Διαλέξεις» και ομολογούμε χωρίς καθόλου να θέλωμε να τον κολακεύσωμε, ότι, για μια στιγμή, σε μερικά σημεία, νομίσαμε ότι διαβάζαμε μια κριτική κάποιου γερού Ακαδημαϊκού, κάτι που είχε Φτέρη και Παπανούτσο μαζί. Έκστασιαστήκαμε από την όμορφη Ελληνική γλώσσα, τα λαμπερά γλωσσικά πετράδια, τα σχήματα λόγου, το ρέον ύφος.
Προσωπικά δεν τον γνωρίσαμε τον «Βαρθολομαίο» εκτός από μια μονάχα φορά που ήλθε στα γραφεία μας για να μάς φέρη την πρώτη κριτική του μελέτη.
“Αναρωτηθήκαμε τότε τι τάχα να παρουσίαζε το «κατασκεύασμά» του και χωρίς καν να το εξετάσωμε, έτσι προχειρα, το παραδώσαμε στην συνεργάτιδά μας για το απαραίτητο κοσκίνισμα. Εν τω μεταξύ φύγαμε από το Σύδνεϋ και με το ταξείδι και τις εργασίες μας ξεχάσαμε και την κριτική και τον «Βαρθολομαίο».
Αλλά να που ήλθε το πλήρωμα του χρόνου!
Η απόσταση από τη μια μεριά, το ξεκάθαρο μυαλό απ’ την άλλη, μακριά απ’ την καθημερινή ρουτίνα της δουλειάς βρήκαμε την ευκαιρία να διαβάσωμε όχι μονάχα το πρώτο του σημείωμα αλλά και το δεύτερο και το τρίτο…
Και δεν θαταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο «Βαρθολομαίος» συνεπαίρνει με το βάθος της νοημοσύνης του και το αποστάλαγμα των στοχασμών του χωρίς να δεσμεύεται από συμπλεγματική προσήλωση και χωρίς να χάνη την φυσική του ατομικότητα.
Σταματήσαμε, πολλές φορές, σε μερικά χωρία των κριτικών του κι’ αναλογισθήκαμε πώς ένας άνθρωπος της ηλικίας του θα μπορούσε ναναι τόσο ώριμος και μυημένος όχι μονάχα στο έργο του Καζαντζάκη αλλά και στο πνεύμα του μεγάλου συγγραφέα.
Γιατί τα σημεία που έθιξε κι’ ανάλυσε με τόση τέχνη ο κ. Θ. Περογιαννάκης στην διάλεξή του, ο «Βαρθολομαίος» τα ξανααναλύει, τα ανασκευάζει και τα ξανακοσκινίζει κάτω από άλλο πρίσμα και διαφορετική σκοπιά.
‘Αλλ’ εκτός απ’ αυτό, εκείνο που πραγματικά εκστασιάζει είναι η αρχιτεκτονική, το δέσιμο κι’ η πλοκή των κριτικών του που την βρίσκει κανείς μόνο σε μερικούς γερους Γάλλους προζίστες.
Δεν ξέρομε αν διάβασε ποτέ Γάλλους συγγραφείς και κριτικούς αλλά κι’ αν όχι, τι μ’ αυτό;
Η τέχνη τον έκαμε δικό της πέρα για πέρα.
Και το λέμε αυτό γιατί «ο Βαρθολομαίος» έχει τον «φόβο του περιττού» και δεν ξοδεύει τον καιρό του σε άδειες έννοιες και κούφιες φράσεις που τις μεταχειρίζονται εκείνοι που θέλουν να καλύπτουν την απουσία των αποτελεσμάτων.
Θα επαναστατούσε η συνείδηση του Σατωμπριάν ζούσε και γνώριζε ότι «ο Βαρθολομαίος» βρίσκεται στην Αυστραλία και δουλεύει σε κάποιο… εργοστάσιο.
Ισως μάλιστα να του αφιέρωνε μια κριτική ο ίδιος ο πάνω στις δικές του κριτικές.
Κι’ ο Φτέρης, ο Παλαιολόγος;
Θα τον οίκτιραν ασφαλώς που διάλεξε τέτοια περιωρισμένα κι’ αφιλόξενα σύνορα για να καλλιεργήση ένα μεγάλο ταλέντο.
Σε συνοπτικώτερη κρίση μας χειροκροτούμε με ενθουσιασμό της κριτικές του, του εκφράζομε τα πιο ειλικρινή μας συγχαρητήρια κι’ ευχόμαστε ν’ ανέβη όλα τα σκαλοπάτια της τέχνης και να φθάση στην αξιοσύνη που του πρέπει.
Και κάτι άλλο:
Του ζητούμε να μας συγχωρήση που μεταχειριστήκαμε τον τίτλο του «ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ» για τίτλο μας μα δεν το κάναμε σκόπιμα, αλλά γιατί δεν βρήκαμε «καλύτερο» απ’ αυτόν.
Θ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ