Τα πρόσφατα κρούσματα ηπατίτιδας Α στην Αυστραλία από κατανάλωση ανάμικτων μούρων εισαγωγής από την Κίνα, έρχονται να υπενθυμίσουν με τον πιό δραματικό τρόπο πως η Αυστραλία είναι μιά «ανοχύρωτη» χώρα σε ότι αφορά την προστασία του καταναλωτή από εισαγόμενα προϊόντα.
Το πρόβλημα έχει δύο σκέλη. Το ένα είναι πως μόλις το 5% των τροφίμων που μπορεί να παρουσιάσουν κινδύνους για την δημόσια υγεία ελέγχεται από γιατρούς, πριν επιτραπεί η εισαγωγή τους στη χώρα. Το άλλο είναι πως η νομοθεσία δεν υποχρεώνει τις βιομηχανίες που συσκευάζουν τα τρόφιμα, να αναγράφουν με ακρίβεια τη χώρα προέλευσης του προϊόντος. Έτσι έχουμε ετικέτες με την ταυτότητα του προϊόντος να γράφουν, «συσκευάστηκε στην Αυστραλία από Αυστραλιανά και εισαγόμενα υλικά». Ποιά είναι αυτά τα υλικά, από ποιά χώρα προέρχονται και ποιές είναι οι συνθήκες παραγωγής τους σε αυτή τη χώρα, είναι άγνωστα στον καταναλωτή. Έτσι ο καταναλωτής δεν έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει τι θα αγοράσει βασιζόμενος σε όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται. Μεγάλη αλυσίδα υπεραγοράς πουλούσε πορτοκάλια και η ετικέτα έγραφε, «Αυστραλιανά και εισαγόμενα πορτοκάλια». Ο καταναλωτής που θα ήθελε να αγοράσει μόνο Αυστραλιανά ή μόνο εισαγόμενα, δεν είχε τρόπο να τα ξεχωρίσει αφού ήταν όλα στο ίδιο ράφι. Επίσης η χώρα παραγωγής δεν αναγραφόταν στην ετικέτα. Με τον ίδιο τρόπο πωλούνται πολλά φρέσκα φρούτα και λαχανικά, τα οποία πιθανόν θα παρέμεναν απούλητα αν ο καταναλωτής γνώριζε τη χώρα προέλευσής τους. Το ίδιο πρόβλημα υπήρχε με τα θαλασσινά μέχρις ότου οι συχνές δηλητηριάσεις, ανάγκασαν την κυβέρνηση να κάνει υποχρεωτική την αναγραφή της χώρας προέλευσης των θαλασσινών. Αυτό αναγκάζει και τους εξαγωγείς από χώρες όπως η Ταϋλάνδη, το Βιετνάμ, η Μαλαισία και άλλες όπου οι συνθήκες δεν είναι στο επίπεδο της Αυστραλίας, να είναι πιό προσεκτικές, διότι αν υπάρχουν κρούσματα δηλητηριάσεων από τα προϊόντα τους, ο καταναλωτής δεν θα τα αγοράσει ξανά και καταστρέφεται το εξαγωγικό τους εμπόριο. Όταν όμως δεν αναγράφεται η χώρα προέλευσης, τότε όλοι κρύβονται πίσω από την ανωνυμία.
Είναι γνωστό πως η Αυστραλία έχει πολύ αυστηρούς κανονισμούς σε ότι αφορά την καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών και γενικά στη συσκευασία τροφίμων μέχρι και το σημείο που τελικά πωλούνται στον καταναλωτή. Για παράδειγμα, απαγορεύεται η χρήση καρκινογόνων φυτοφαρμάκων ή άλλων που μπορεί να μολύνουν τα υπόγεια η επίγει ποτάμια και τις λίμνες. Η μεταφορά ευπαθών προϊόντων, πρέπει να γίνεται με ειδικά μεταφορικά μέσα όπου διατηρείται η σωστή θερμοκρασία και στο σημείο λιανικής πώλησης υπάρχουν τα ψυγεία ή οι θερμοθάλαμοι που διατηρούν τη θερμοκρασία στο σημείο που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη βακτηρίων. Όλα αυτά προσθέτουν κόστος στο προϊόν και το κάνουν ακριβότερο αλλά προστατεύουν την υγεία του καταναλωτή.
Δυστυχώς η Αυστραλιανή κυβέρνηση δεν έχει πάρει κανένα μέτρο ώστε τα εισαγόμενα τρόφιμα να πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις που απαιτούνται από τον Αυστραλό παραγωγό. Απαιτείται γρήγορος συντονισμός με τις υπηρεσίες υγείας και η κατάρτιση ενός συστήματος προϋποθέσεων που απαιτούνται για να εισαχθεί ένα προϊόν στην Αυστραλία. Με αυτό τον τρόπο θα εκλείψουν φαινόμενα σαν αυτό που παρατηρείται με τα μύρτιλα (Blueberries), όπου οι Κινέζοι αγοράζουν ολόκληρη την παραγωγή της Αυστραλίας και δεν βρίσκει ο Αυστραλός εύκολα για τη δική του χρήση. Την ίδια στιγμή οι Κινέζοι εξάγουν τα δικά τους στην Αυστραλία, τα οποία ποτίζονται με μολυσμένα νερά και οι ίδιοι το γνωρίζουν και τα αποφεύγουν. Ο Αυστραλός καταναλωτής όμως τα αγοράζει ανύποπτος, διότι δεν ξέρει ούτε πως καλλιεργούνται ούτε από ποιά χώρα προέρχονται. Έτσι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ξεσπάσει μιά επιδημία από μολυσμένα τρόφιμα, που μπορεί να πάρει τεράστιες διαστάσεις πριν να εντοπιστεί το πρόβλημα. Η ηπατίτιδα τύπου Α, έχει περίοδο εκκόλαψης περίπου 7 εβδομάδων. Τα μολυσμένα μούρα πωλούνταν στις μεγαλύτερες αλυσίδες υπαραγορών και έχουν καταναλωθεί από χιλιάδες καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων μικρών παιδιών αφού χρησιμοποιούνται από τους γονείς αλλά και στους παιδικούς σταθμούς για την παρασκευή ροφημάτων με γάλα για τα νήπια. Επομένως τα κρούσματα ηπατίτιδας Α, θα αυξηθούν τις επόμενες εβδομάδες και αυτό όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την υγεία των Αυστραλών πολιτών αλλά αυξάνει την πίεση στο υγειονομικό σύστημα που με τις περικοπές που έχει κάνει η κυβέρνηση, δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις καθημερινές ανάγκες των ασθενών. Πόσο μάλλον αν χρειαστεί να αντιμετωπίσει επιδημία μεγάλης έκτασης από μολυσμένα εισαγόμενα τρόφιμα επειδή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προδιαγραφές και ο μηχανισμός ελέγχου.
Δεν είναι όμως μόνο τα τρόφιμα όπου θα πρέπει η κυβέρνηση να απαιτήσει τις ίδιες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα Αυστραλιανά προϊόντα και να αναγράφονται στην ετικέτα του προϊόντος. Το σύστημα πρέπει να επεκταθεί σε όλα τα εισαγόμενα για να αποφεύγονται φαινόμενα όπως στην οδοντιατρική, όπου ο Αυστραλός οδοντίατρος θα πρέπει να πάρει έγκριση από την Επιτροπή Έγκρισης Φαρμάκων για οποιοδήποτε υλικό χρησιμοποιεί στη δουλειά του. Αν όμως χρησιμοποιεί κάποιο εισαγόμενο ολοκληρωμένο κομμάτι, δεν απαιτείται κανένας έλεγχος και έγκριση.
Ο καταναλωτής δικαιούται να γνωρίζει τι αγοράζει και τις πιθανές παρενέργειες ή επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υγεία του. Θα μπορεί έτσι να αποφύγει την αγορά αμφιβόλου ποιότητας προϊόντων και ταυτόχρονα, οι Αυστραλοί παραγωγοί που αυτή τη στιγμή μειονεκτούν λόγω του ότι τα εισαγόμενα είναι φθηνότερα, θα αποκτήσουν πλεονέκτημα λόγω της ποιότητας των προϊόντων τους.
Είναι καιρός να προστατευτεί ο πολίτης από τους κρυφούς κινδύνους που απειλούν την υγεία του και η ευθύνη βαρύνει τόσο την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, όσο και τις Πολιτειακές κυβερνήσεις. Πολλά έχουν θυσιαστεί στο βωμό της ελεύθερης αγοράς. Ας μην θυσιάζουμε και ανθρώπους.
Source: Kosmos Newspaper 20/02/2015 | Φωτογραφία από Ulrike Leone από το Pixabay