Γιώργο, γεια σου,
Βλέπω πιαστήκαμε από το χέρι και ταξιδεύουμε στο χτες. Είναι τόσες οι αναμνήσεις, έχουμε ζήσει τόσα πολλά και τί να πρωτοθυμηθούμε! Όμως έτσι όπως γίνεται η κουβεντούλα μας, δημόσια, ας το πούμε, νομίζω είναι καλό να τη μοιραζόμαστε και με τους συμπάροικους που τα ζήσαμε μαζί, αλλά και τους άλλους, που δεν τα έζησαν να μαθαίνουν το χθες, την πορεία των παλαιότερων. Γιατί οι συνθήκες αλλάζουν και το σήμερα είναι τόσο διαφορετικό…
Θυμάσαι τα τηλεφωνήματα εκείνου του καιρού στην πατρίδα; Πηγαίναμε στο κεντρικό ταχυδρομείο και περιμέναμε να μας συνδέσουν, μέσω Λονδίνου. Και πότε κοβόταν η φωνή και..» μ’ ακούς;» Φωνές δυνατές! Και το θάνατο, κάπου πριν το ‘60 τον μάθαμε μετά μια βδομάδα με γράμμα. Αργότερα που είχαν κι εκείνοι τηλέφωνο στο σπίτι, έπαιρνα τη μάνα μου και ξαφνιαζότανε. «Τι είναι παιδάκι μου,είσαστε καλά;”
“Ναι, ρε μάνα, έτσι σε πήρα να σ΄ακούσω, να δω αν είσαι κι εσύ καλά”. Και το ‘90 που ήτανε στο νοσοκομείο ξέραμε κάθε ώρα την κατάστασή της.
Εκείνη την εποχή που ήρθαμε είχαμε τις λίρες, τα σελήνια και τις πένες. Και τα τραμ, εκείνα τα παλια τραμ, που τα χάζευα στην Αθήνα πριν τον πόλεμο, παιδάκι. Και πλήρωνα 4 πένες από Κένσινγκτον στο σήτι. Ένα τριπενάκι μικρότερο από τα πέντε σέντς και μια μεγάλη χάλκινη πένα. Τα θυμάσαι τα θρουπενάκια;, έτσι τα έλεγαν, θρούπενς.
Συγκρίνοντας το χτες με το σήμερα, μπορούμε να κατανοήσουμε κάποιες άλλες εποχές, κάποια δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς,τραγούδια όλο πίκρα και πόνο. “Πανάθεμά σε ξενιτιά με τα φαρμάκια πώχεις….” Και κείνο με το γυρισμό του ξενιτεμένου που δεν τον γνώρισε η γυναίκα του! «Σαράντα σίγλους έβγαλε, στα μάτια δεν την είδα κι απάνω στους σαράντα δυο τη βλέπω δακρυσμένη.
Γιατί δακρύζεις, Λυγερή….
Τον άντρα μου έχω στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνους. Κι ακόμα δυό τον καρτερώ στους τρεις το παντιχαινω κι αν δεν ερθεί κι αν δεν φανεί καλόγρια θα γένω….»
Τώρα δεν έχουμε ξενιτιά, έχουμε τόσο προσιτή επαφή, αφού και τηλεόραση ελληνική έχουμε στα σπίτια μας. Τότε το πανηγυρίζαμε να συναντηθούμε με πατριώτες, να μιλήσουμε τη γλώσσα μας, να επικοινωνήσουμε! Θυμάσαι όταν πρωτακούσαμε ελληνικά στο ραδιόφωνο; Ήταν η Φωφώ, η γνωστή Φώφη Τζέιμς-Δημήτρη, η πρώην Πασχαλίδου. Κάπου ένα τέταρτο της ώρας. Η φίλη Φωφώ, ένας άλλος ωραίος άνθρωπος που πέρασε από την παροικία. Δασκάλα από το Αρσάκειο δούλεψε για χρόνια στα σχολεία της Κοινότητας και στο ραδιόφωνο. Και στον Κήρυκα δούλεψε, η Γαλάτεια, αν θυμάσαι. Το πιο σημαντικό, όμως, νομίζω πως είναι το ότι τραγούδησε δίπλα στη Βέμπο και στον Γούναρη, στο Σύνδευ Τάουν Χωλ. Είχε μια ωραία και καθαρή φωνή και είχε και δίσκους παλιά από την Αίγυπτο.
Γιώργο, πόσες οι αναμνήσεις και πόσα μπορούμε να πούμε από τον περιορισμένο χώρο της εφημερίδας! Δεν πειράζει, όπως αρχίσαμενομίζω θα θυμηθούμε και θα θυμήσουμε πολλά από το χτες, από την δική μας, την παροικιακή μας ζωή.
Πιστεύω πως αυτή η έκδοση της Τετάρτης είναι η δική μας εφημερίδα, των χτεσινών νεομεταναστών, των ανθρώπων μιας κάποιας ηλικίας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι εσένα Γρηγόρη, νάσαι πάντα καλά να τα λέμε σ’ αυτή την εφημερίδα που ήδη αγάπησε η παροικία επειδή ήταν κάτι που έλειπε και το συμπληρώνει και με την πολύτιμη δική σου βοήθεια. Αν θυμάμαι λες τα τηλεφωνήματα στην πατρίδα; Κάποιος συμπάροικος τότε ανακάλυψε πως το τηλέφωνο σε δημόσιο τηλεφωνικό θάλαμο δεν λειτουργούσε κανονικά και μπορούσες να μιλάς όσο ήθελες με μερικές πένες. Το είπε στον φίλο του και αυτός στους συγγενείς του, με αποτέλεσμα ουρά οι Ελληνες έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο για να κάνουν φθηνά το τηλεφώνημά τους στην πατρίδα. Εναςάλλος είχε έναν φίλο υπάλληλο και τού έκανε δωρεάν σύνδεση με την οικογένειά του στην Ελλάδα.
Αργότερα πληρώναμε 2,5 δολάρια το λεπτό για ένα τηλεφώνημα στην πατρίδα, μάς έγδερναν κανονικά τότε οι τηλεπικοινωνίες, ενώ τώρα πληρώνουμε μερικά σεντ το λεπτό. Αλλά και τα ταξίδια στην Ελλάδα; Ούτε να το σκεφτείς μπορούσες τότε αν δεν είχες διαθέσιμες πολλές λίρες για να ταξιδέψεις με αεροπλάνο και χρόνο αν ταξίδευες με καράβι, Γι’ αυτό, για πολλούς από εμάς χρειάστηκαν δεκαετίες μέχρι να κάνουμε το πρώτο ταξίδιστα άγια χώματα τής πατρίδας, αλλά τώρα ποιός μπορεί να μάς σταματήσει με τα φθηνά ναύλα!
Πού θυμήθηκες τα θρούπενς, ρε Γρηγόρη; Αλλο πάλι αυτό! Οταν φτάσαμε στο Αντελάιντ, η θειά μας η Αννίκα μάς έλεγε να ψωνίζουμε από τα «ξιπενιάρικα» όπως λέγαμε τότε τα Woolworths και τα Coles επειδή πουλούσαν φθηνά αντικείμενα πριν γίνουν σουπερμάρκετ καιγίγαντες τής οικονομίας. «Ξιπενιάρηδες» λέγαμε και τους τσιγγούνηδες, τούς μίζερους. «Μην κάνεις σαν ξιπενιάρης!», συμβουλεύαμε κάποιον που προσπαθούσε να εξοικονομήσει μερικές πένες.
Τα χρήματα τότε με το αγγλικό σύστημα ήταν μπερδεμένα με την λίρα ν’ αντιστοιχεί με 20 σελήνια και ένα σελήνι να έχει 12 πένες, αλλά εκτός από την λίρα είχαμε την γκίνη που αντιστοιχούσε με μια λίρα και ένα σελήνι! Ολες οι τιμές στα ηλεκτρικά είδη ήταν σε γκίνις και ακόμη δεν ξέρω το γιατί, ίσως για να παίρνουν ακόμη ένα σελήνι…
Με ρωτάς αν θυμάμαι την η Φωφώ, ή Φώφη Τζέιμς-Δημήτρη, με την οποία δούλεψα στον Κήρυκα και όταν σαν «Γαλάτεια» δεν είχε γράμματα ν’ απαντήσει με παρακαλούσε να τής γράψω εγώ ένα δακρύβρεχτο γράμμα… Να σού θυμήσω πως μαζί πήγαμε στο διαμέρισμά της στο Eastlakes για να μού δώσει συνέντευξη και μάς αποκάλυψε πολλά, ακόμη και για την μεγάλη Βέμπο; Θυμάσαι το γέλιο που κάναμε με το χιούμορ της; Πέθανε, όμως, λίγο αργότερα, αξιοπρεπέστατη κυρία μέχρι το τέλος.
Ειλικρινά χαίρουμαι αυτό που αρχίσαμε σ’ αυτή τη σελιδα, αλλά λυπάμαι που διστάζουν να μπουν στη συντροφιά μας και άλλοι συμπάροικοι με τις δικές τους αναμνήσεις γιατί, όπως λέει το τραγούδι τής εποχής μας, «κάθε λιμάνι και καημός, κάθε καημός και πόνος» και κάθε μετανάστης έχει ζήσει τους δικούς του καημούς και υπέφερε τους δικούς του πόνους.
Ομως, ας μην ξεχνάμε ότι ζήσαμε και όμορφες στιγμές στα οικογενειακά γλέντια, στους γάμους και βαφτίσια αλλά και στούς «μεγάλους χορούς», ή τις «ετήσιες χοροεσπερίδες» των σωματείων μας, επειδή μάς ένωνε ο πόνος τής ξενιτιάς και η νοσταλγία, που τον γιάτρεψε ο χρόνος…
First published | Kosmos newspaper 260214