Γιώργο, γεια σου,
Γεια σας μάλλον, γιατί ξέρω, τώρα που σου γράφω ότι είσαι μαζί με τον Γιώργο Μεσσάρη και δεν ρωτάω αν είσαστε καλά, μόνο ζηλεύω. Γιατί το φθινόπωρο στο Ιόνιο μου λέει ιστορίες και παραμύθια. Εκεί κοντά απέναντι έχω ζήσει πολλές αξέχαστες ημέρες, την παιδική μου και την εφηβική μου ηλικία. Και την παρεφηβική, την μετά την εφηβία, από το παρηβος, μια ωραία λέξη για να εκφράσει το τηνέιτζερ που πάει να… εγκατασταθεί στη γλώσσα μας, όπως και τόσα άλλα.
Το φθινόπωρο στο Ιόνιο έχει κάτι χρώματα στα δειλινά του και κάτι όμορφες βροχές που ξεχωρίζει. Κι όταν το αναλογίζομαι συνδιασμένο με την παρέα σας γίνεται… ας χαμηλώναν τα βουνά νά ‘βλεπα το Λεβάντε, νά ‘βλεπα την Κεφαλονιά και το ωραίο Ζάντε…
Γιώργο, σε κείνη την περιοχή μεγάλωσα, απέναντι από τη Ζάκυνθο, κι είναι τα χρώματα στα δειλινά του φθινοπώρου που ξεχωρίζουν στις νεανικές μου ονειροφαντασίες!
Κι έγραφα, που λες, τότε πάρηβος για την αγάπη:
Σε ζητησα στο μάκραιμα του ορίζοντα που σβήνει,
σε ζήτησα στου δειλινού τους μαγικούς πανσέδες,
στο Κάστρο που ερείπιο πια μοναχό εχει μείνει
και στ΄ άρωμα που σπάταλα σκορπούν οι μενεξέδες…
Τώρα που τα αναλογίζομαι τα νιάτα μου νοσταλγώ και το φθινόπωρο, το νοσταλγώ πολύ. Λές να γέρασα;
Όχι, παιδί μου έχουμε τόσα να κάνουμε. Έχω τον κήπο μου, έβγαλα τις κουκιές και τις μπιζελιές, φύτεψα ντομάτες, ξεβλαστώσαν τα ραδίκια κι ο μαϊντανός… δουλειές σου λέω με φούντες.
Ξέρεις κανένα συνταξιούχο που ξέρει κι αγαπάει τον κήπο, να με βοηθάει για λίγες ώρες, για καφεδάκι και, έ όλοι έχουμε ανάγκη για λίγο έξτρα χαρτζηλίκι. Αλλά τι κουβεντιάζω με σένα, εσύ από πράσινο και φυσική ζωή απέχεις πόρω!
Να σου πω όμως. Σε θαύμασα και σε χάρηκα στην περιγραφή της Σύμης! Ήσουνα γλαφυρός και λυρικός. Είδα δυο πράματα στην περιγραφή της Σύμης. Πρώτα την αγάπη που λουλουδίζει τη γλώσσα και δεύτερο ότι σε έχει αδικήσει η δημοσιογραφία! Αυτό το “πρέπει” και “επείγει” δε σ΄ αφήνει να περιγράψεις, να εκφραστείς άνετα. Πρέπει να πεις τα τεχθέντα σταράτα!
Πάντως η περιγραφή σου για τη Σύμη, ήταν λογοτεχνική και ευχαριστήθηκα. Και χαίρομαι το ότι συνεχίζουμε την κουβέντα μας σαν να μην έχεις φύγει από κοντά μας. Σε μακαρίζω και λέω πάντα το ταξίδι στην πατρίδα είναι αναβάφτισμα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη,
Νάσαι καλά μ’ έκανες πάλι να γελάσω, όταν ακούω να μού λες ότι γέρασες! Δεν γερνάμε από το σώμα, καλέ φίλε, από την ψυχή γερνάμε… Ασφαλώς τα χρόνια βαραίνουν το σώμα και μάς ταλαιπωρεί με ποναλάκια εδώ κι’ εκεί, γερνάνε τα μηχανήματα από ατσάλι και χαλάνε και τα πετάμε στα σκουπίδια επειδή δεν έχουν ψυχή. Αλίμονό μας αν αφήσουμε να γεράσει η ψυχή μας γιατί τότε θα είμαστε για τα σκουπίδια. Εχω δει νέους γερασμένους έτοιμους για τη χωματερή επειδή άφησαν τη ψυχή τους να ξεφτίσει και ξέρω κάτι αιωνόβιους με νεανική ψυχή.
Και θα το πάω λίγο πιο μακριά. Εχει πεθάνει ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης, ή ο Ελύτης για να αναφέρω μόνο λογοτέχνες; Αλλά ας μην μιλάμε για γηρατειά όταν ο ήλιος ακόμη λάμπει στην Ελλάδα Νοέμβριο μήνα και στην Αυστραλία μας που ετοιμάζεται για τα… καλοκαιρινά Χριστούγεννα!
Ο Γιώργος και η Νάταλη Μεσσάρη επέστρεψαν στην Ελλάδα ύστερα από έναν αξέχαστο μήνα στη Ρωσία, όπως ο ίδιος θα μάς περιγράψει τις εμπειρίες του. Τους υποδέχτηκα στο ξενοδοχείο και περάσαμε μια όμορφη βραδιά φιλοξενούμενοι τής κας Νίκης Καλτσόγια, μιας κλασικής ελληνίδας οικοδέσποινας.
Σήμερα θα τους συνοδεύσω στην Κεφαλλονιά όπου θα με φιλοξενήσουν μια βδομάδα και πρέπει να πω ότι έχω υιοθετήσει αυτό το νησί σαν δεύτερη ιδιαίτερη πατρίδα μου, όχι μόνο για τις ομορφιές του, αλλά για τους ανθρώπους του. Αλλωστε, ενώ στη Σύμη δεν γνωρίζω κανέναν, στο Αργοστόλι υπάρχουν αρκετοί που τους θεωρώ φίλους και τους αγαπώ. Περιττό να πω ότι, φυσικά, είναι φίλοι τού Γιώργου, ο οποίος έχει δημιουργήσει έναν κύκλο γνωριμιών από πολύ ενδιαφέροντα άτομα.
Είναι γεγονός ότι τα Επτάνησα διαφέρουν πολιτιστικά από τα νησιά τού Αιγαίου επειδή δεν έζησαν 400 σκλαβιάς κάτω από τους οθωμανούς, με μεγαλύτερη επιρροή από την Ευρώπη και κυρίως την Ιταλία.
Δυστυχώς, Γρηγόρη, δεν μπορώ να σε βοηθήσω στον κήπο γιατί εγώ μεγάλωσα στα μπαλκόνια τής Αλεξάνδρειας και αυλή μας ήταν οι δρόμοι, επειδή τότε δεν υπήρχαν τόσα πολλά αυτοκίνητα. Σαν παιδιά σπάσαμε πολλά τζάμια με τις μπάλες μας και ακούσαμε πολλές κατσάδες από τους γείτονες όταν κάναμε φασαρία που τους ενοχλούσε. Η μάνα μου, πάντως, είχε τρεις γλάστρες με γιασεμί που σκόρπιζαν το άρωμά τους όταν βράδιαζε, ενώ εγώ δεν μπορώ να κρατήσω δύο φυτά ζωντανά στο μπαλκόνι μου.
Χαίρουμαι που σού άρεσε το ρεπορτάζ μου για τη Σύμη που δεν προϊόν λογοτεχνικού μου ταλέντου, αλλά έκφραση αγάπης, γιατί η αγάπη έχει αυτή τη δύναμη – να σε κάνει και λογοτέχνη.
Σε κάποια συνομιλία μου με τον Αρχιεπίσκοπο κ. Στυλιανό τού είπα ότι η ποίηση με τρομάζει και μού έδωσε μια συνέντευξη για την Ποίηση, που πιστεύω ότι είναι η καλύτερη που έχω γράψει. Γι’ αυτό και όπως όλοι οι αναγνώστες μας απολαμβάνω τα ποιήματά σου.
Τώρα που έχω λύσει τα αρχικά τεχνικά προβλήματα που πολύ με ταλαιπώρησαν, η Ελλάδα όχι μόνο δεν με πληγώνει, αλλά επουλώνει τις πληγές τής ξενιτιάς, αν και θα διαφωνήσουν εκατομμύρια αδελφια μας εδώ, που ζουν τον εφιάλτη των Μνημονίων…
Προσωπική μου άποψη είναι πώς το μεγαλύτερο τίμημα πληρώνουν με τη δυστυχία τους οι αθώοι που δεν ευθύνονται για το κακό που βρήκε την πατρίδα μας, δηλαδή οι νέοι, οι ηλικιωμένοι και οι μεροκαματιάρηδες…
Αυτά, καλέ φίλε, μέχρι με την επόμενη Τετάρτη που θα σού γράψω για την επίσκεψή μου στην Κεφαλλονιά…
First published: Kosmos Newspaper 11/11/2016 Λεζάντες: Εξω από το οικογενειακό σπίτι, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου στη Σύμη (παλαιότερη φωτογραφία). Κεντρική φωτό: Με τον Γιώργο και την Νάταλη Μεσσάρη και τον Μιχάλη Κιτμηρίδη σε ταβέρνα τής Σύμης το 2014.