Η Φιλιώ Πέτρου, πριν έρθει στην Αυστραλία εδώ και πέντε χρόνια, ήταν γύρω στα 37. Ο πατέρας της ναυτικός τις αφησε αυτή και τη μάννα της, όταν ή Φιλιώ ήταν μόλις τριών χρονών. Δέν ξαναφάνηκε στο Πειραιά, μά ούτε και κανένας τον ξαναείδε. Κάτι γνωστοί, πού ξέρανε την υπόθεση λέγανε πως τον είδαν στην “Αλεξάνδρεια. Είχε ανοίξει καφενείο στο λιμάνι, εκεί κοντά που δένουν τα καράβια. ‘Ομως κανείς δεν ορκιζότανε πώς τον είδε από κοντά ή του μίλησε. Η Κατερίνα Πέτρου, η μάννα της Φιλιώς μιά τετράπαχη κοντή γυναικούλα, σαν κατάλαβε πως ο άνδρας της την άφησε, και ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει στο σπίτι, έκλαψε φυσικά από ντροπή και στεναχώρια, αλλά δεν λύγισε.
Πρίν σωθούν τα χρήματα που είχε φυλαγμένα έπιασε δουλειά, σε ένα μαγειριό στην κουζίνα δέκα μέτρα πιό κάτω από το σπίτι τους. ‘Ηταν ακόμη νέα, δροσερή, αλλά πολύ παχειά και άγαρμπη η κυρά Κατερίνα. Κανένας αρσενικός δεν γύρισε να την κοιτάξει πονηρά. Αυτή όμως ούτε καν καταλάβαινε την αιτία. Κάθε τόσο έλεγε στις γνωστές της και γειτόνισες: «Είδες τι είναι να κρατάς την τιμή σου ψηλά», «Ποιός μπορεί να πει για μένα λόγο».
Αυτές χαμήλωναν το κεφάλι για να μη φανεί το πονηρό γέλοιο που πήγαινε να σκάσει στα χείλια τους. Το βράδυ σαν τάλεγαν στους άνδρες τους τα παινέματα της Κατερίνας εκείνοι έσκαγαν στά γέλοια.
– Μωρέ ποιός θα γυρίσει να δει αυτή την βαρέλα;
– Φώκια δεν λές καλύτερα;
Mά η Κατερίνα ήταν νέα, τριάντα χρονών. Μέσα της ώρες-ώρες κάτι λαχτάριζε. Κάποια ρίγη τήν έπιαναν. Μά δεν έδινε σημασία. ‘Ενα μεσημέρι του καλοκαιριού, τ’ αφεντικό της ο γέρο Νικόλας, την παρακάλεσε να τον βοηθήσει να ρίξουν λίγο νερό παραπάνω στην κουζίνα να σφουγγαρίσουν λιγάκι, ευκαιρία που δεν είχε κανένα το μαγαζί να φύγουν λίγες λίγδες από το πάτωμα.
-Μείνε Κατερίνα βοήθησε με και να σου δώσω κάτι.
-Εύχαριστώ είπε αυτή, να μείνω, δεν θέλω λεφτά.
-Οχι Κατερίνα θα πληρωθείς.
Κατέβασε τις πόρτες ο γέρο Νικόλας, 65ρης πρώην ναυτικός, άνδρακλας γερό σκαρί, σήκωσε τα μανίκια ψηλά του πουκαμίσου, άρπαξε την μεγάλη σκούπα και προχώρησε προς την κουζίνα.
Η Κατερίνα πήρε ένα κουβά και πήγε στην χαμηλή την βρύση. Τον γέμισε και άρχισε να το ρίχνει στο πάτωμα.
Το νερό όμως έβρεξε το φόρεμα της. Χωρίς να το σκεφθεί το τύλιξε και το σφιξε να φύγει το νερό. Mά καθώς το ψήλωνε ψηλά σκυφτή όπως ήταν άφησαν να φανούν μπροστά στα μάτια του γέρου ναυτικού τ άσπρα αφράτα μπούτια της.
Ο Νικόλας γύρισε από την άλλη τάχατες πως δεν είδε.
Ομως με τον δεύτερο κουβά το νερό της ξέφυγε και χύθηκε όλο πάνω της.
-Ανάθεμα είπε και έβγαλε μια φωνή απελπισίας.
Ο γέρο Νικόλας πήγε κοντά της. Τα μάτια του σπινθίριζαν.
-Ησύχασε Κατερίνα, ησύχασε. Τίποτα δεν έπαθες. Νερό είναι. Βράχηκες.
-Το ξέρω πώς είναι νερό και βράχηκα, αλλά τι γίνεται τώρα;
-Νά πήγαινε πάνω και βγάλε το. Απλωσε το να στεγνώσει.
-Και θα μείνω θεόγυμνη:
-Εχω κάτι δικά μου εσώρουχα, δοκίμασε αν σου γίνεται κανένα.
-Δεν είσαι με τα καλά σου μπάρμπα Νίκο να φορέσω τα δικά σου σώβρακα.
-Τι θες να σου κάνω;
-Τίποτε, άντε να τελειώνουμε τις δουλειές και στεγνώνουνε πάνω μου.
-Κατερίνα θα αρρωστήσεις.
Η Κατερίνα όμως πεισμάτωσε. Ενιωθε ταπεινωμένη, ντροπιασμένη. Το φόρεμά της είχε κολλήσει πάνω της και σχεδόν φέγγιζε το κορμί της από μέσα.
-Κατερίνα άσε να σε βοηθήσω.
Ο Νικόλας άφησε τη σκούπα. Πλησίασε την Κατερίνα, και άρχισε να ξεκουμπώνει νευρικά τα κουμπάκια του φορέματός της.
-Μά με γδύνεις μπάρμπα-Νικόλα με γδύνεις, είναι ντροπή.
-Κατερίνα σιγά μη φωνάζεις. Τι θες να κάνω σε γδύνω. Αφού έχεις βραχεί.
-Τα χέρια του ναυτικού χαμήλωναν κάτω και άρπαξαν το βρεγμένο φόρεμα της Κατερίνας. Εκείνη ψήλωσε τα χέρια της, έτσι που να βγει από πάνω της.
Εμεινε με το βρεγμένο μεσοφόρι. Το τράβηξε και αυτό ο ναυτικός.
Η Κατερίνα της ήρθε να μπήξει μια φωνή να αρπάξει τον Νικόλα από το λαιμό. Μά δέν τόκανε. Εμεινε μαρμαρωμένη. Γυρισμένη προς το τοίχο, είχε ακουμπισμένα τα χέρια της σε μια καρέκλα. Ενιωσε την ανάσα του Νικόλα στην ράχη της και το μουστάκι του να ακουμπά στο λαιμό της. Δέν μπόρεσε να αρθώσει λέξη. ‘Ετρεμε. Εσφιξε τα χέρια της πιο δυνατά πάνω στην καρέκλα καθώς ο Νικόλας συνέχιζε να την φιλά στην γυμνή της ράχη. Τα χέρια του μεμιάς της πέταξαν και το τελευταίο της ρούχο. Δεν γύρισε καθόλου. Εμεινε εκεί όρθια να κοιτά τον τοίχο ενώ τα χέρια της έσφιγγαν με δύναμη την καρέκλα. Περίμενε από στιγμή-σε στιγμή τον άνδρα να ακουμπήσει επάνω της. Τα πόδια της άρχισαν να λυγίζουν από την ταραχή. Τα δύο πελώρια χέρια του Νικόλα σφίχτηκαν στην μέση της, και την έκαναν να λυγίσει. Τα χείλη της στέγνωσαν και μισότρεμαν. Περίμενε…
Ξαφνικά τα μάτια της γούρλωσαν και με μια σβυσμένη φωνή προσπάθησε να πεί:
-Οχι εκεί Νικόλα όχι εκεί.
Mά το κορμί του άνδρα σφίχτηκε ποιο δυνατά πάνω της ενώ μέσα της κάτι σαν καφτό σίδερο την φλόγιζε και την πονούσε.
Ήταν η πρώτη της μεγάλη αμαρτία με τον Νικόλα μα όχι και η τελευταία.
Η Κατερίνα Πέτρου, στερημένη από χρόνια τα χάδια του άνδρα, δέχτηκε χωρίς απαίτηση να γίνει η κρυφή του φιλενάδα.
Στό χρόνο πάνω όμως ο Νικόλας την στεφανώθηκε. Έτσι η μικρή Φιλιώ, που τώρα πήγαινε στο δημοτικό γνώρισε καλύτερες μέρες, αφού η μαμά της μετακόμισε στο σπίτι του θείου Νικόλα.
Τα χρόνια περνούσαν, ο Νικόλας γερνούσε και άρρωστούσε όλο και πιο συχνά. Στα 72 του πέθανε ένα καλό πρωί καθώς καθόταν έξω στο πεζοδρόμιο και διάβαζε την εφημερίδα του. Η Κατερίνα κράτησε το μαγειριό, που ήταν πιά δικό της.
Στα 18 της χρόνια η Φιλιώ σαν τέλειωσε το Γυμνάσιο, αφού μάταια γύρεψε δουλειά, σκέφθηκε πώς θάταν καλύτερα να σταθεί και να βοηθήσει την μάνα της στο μαγειριό.
Η Φιλιώ έμοιαζε φτυστή η μάνα της. Στρογγυλό πρόσωπο, κοντούλα αφράτη, αλλά παχειά.
Τ’ αγόρια δεν την καλούσανε ούτε σε πάρτυ, μα ούτε βρέθηκε κανένας να της ζητήσει κρυφό ραντεβού.
-Μή στεναχωριέσαι κόρη μου. Τα τίμια κορίτσια ποτέ δεν χάνουνται.
Η Φιλιώ ήταν 23 χρονών, και δεν είχε γνωρίσει ακόμη τον έρωτα.
-Μάνα θα μείνω στο ράφι, να δεις θα μείνω στο ράφι, είπε μια μέρα στην μάνα της, κλαίγοντας.
-Μα τι έπαθες κοριτσάκι μου, τι λόγια είναι αυτά;
-Δεν βλέπεις μάνα, πόσο άσχημη και παχειά είμαι. Ποιός θα με θελήσει εμένα.
-Δεν είσαι καθόλου άσχημη κόρη μου. Λίγο στρουμπουλή εισαι. Μά και αυτό έχει τη κρυφή χάρη του.
-Βλακείες, έκανε η Φιλιώ. Να λες ότι τα πάχη έχουν και τη χάρη τους. Ποιά χάρη έχουν.
Εχουν κοριτσάκι μου έχουν, έκανε η Κατερίνα, και ξανάφερνε στο νου της εκείνο το μεσημεριανό του Αυγούστου οπού χύμηξε τότε σάν ταύρος ο Νικόλας πάνω της. Μα δεν μπορούσε να πει τέτοια κουβέντα της κόρης της Φιλιώς.
Ο Νικόλας είχε πολλούς συγγενείς στην Αυστραλία, αδέλφια, ξαδέλφια κ.α. Μερικοί κάποτε, όταν η Φιλιώ ήταν μικρή ήρθαν Χολινταίη στην Ελλάδα, και η Κατερίνα τους γνώρισε. Κανένας τους δεν έμοιαζε με τον Νικόλα, ήταν οι περισσότεροι κοντοί. Φαλακροί ασπροι σαν βαμβάκι, και οι κουβέντες τους όλο ξιπασιές για τα μεγαλεία της Αυστραλίας. Η Κατερίνα δεν τους έκανε κέφι. Μα κάθε χρόνο από τότε ανταλλάσανε τα Χριστούγεννα κάρτες. Το συνήθιζε η Κατερίνα ακόμη και μετά που πέθανε ο Νικόλας.
Μια βραδιά, μετά που κλείσανε το μαγειριό η Κατερίνα, πέταξε τάχατες μια κουβέντα αδιάφορη στην κόρη της.
-Πώς νάναι άραγε η Αυστραλία για τα νέα κορίτσια. Νάχουν καλύτερο μέλλον λές εκεί.
Η Φιλιώ που η μοναξιά της της είχε αλλάξει τον χαρακτήρα, της απάντησε απότομα.
-Πώς θες νά ξέρω, μήπως πήγα;
-Ναι λέω, είπε η μάννα, μήπως θα ήθελες να γράψουμε να ρωτήσουμε αν…
-Σταμάτα μάννα. Εγώ στην Αυστραλία δεν πάω. Δεν ξέρω κανένα. Ολοι είναι εκεί συγγενείς του δεύτερου σου άνδρα.
-Γιατί το λές αυτό;
-Γιατί έτσι.
Η Κατερίνα πήγε κοντά στην κόρη της και της χάϊδεψε τα μαλλιά.
-Ηρέμησε κοριτσάκι μου, ηρέμησε για κάθε τίμιο κορίτσι υπάρχει πάντοτε μιά τύχη καλή.
-Τίμια και άσχημη θες να πεις έ;
-Παιδί μου σταμάτα.
-Τι να σταματήσω, είμαι τώρα 27 χρονών το ξέρεις.
-26 είσαι.
-27 μάννα. Κατάλαβέ το 27, και θα μείνω γεροντοκόρη.
Η Κατερίνα έβαλε τα κλάμματα. Η Φιλιώ ξέχασε τον δικό της πόνο, έσκυψε πάνω της και της χάϊδεψε τον ώμο.
Ελα τωρα μην κλαις. Κουβεντιάζουμε. Εξ άλλου ψέμματα λέμε;
-Οχι κοριτσάκι μου, όχι. Θα δείς θα βρεθεί ένα καλό παιδί για σένα.
Αστα τώρα, έλα να κοιμηθούμε αύριο έχουμε πολλή δουλειά.
Στο μαγεριό της Κατερίνας και της Φιλιώς-έτσι τολεγαν όλοι-σύχναζε κάθε καρυδιάς καρύδι. Μά κανείς αρσενικός δεν βρέθηκε να λαχταρήσει την κοντούλα Φιλιώ. Την εκτιμούσαν, την σεβόντουσαν, αλλά δεν την επιθυμούσαν.
Μια νύχτα του Δεκέμβρη καθώς έγραφε τις κάρτες για τους συγγενείς στην Αυστραλία η Φιλιώ είπε στην μάννα της.
-Τι λες να γράψουμε του θείου του Αργύρη να μας στείλει μια πρόσκληση:
-Ναί γράψε του έκανε η Κατερίνα, γράψε του να σου στείλει μιά πρόσκληση.
-Οχι να μου στείλει. Δέν πάω μόνη μου κεί κάτω.
-Μά κοριτσάκι μου τι γυρεύω εγώ γρηά γυναίκα στην Αυστραλία;
-Τότε ξέχασε το.
-Καλά, καλά, γράψε του να δούμε τι θα μας πεί.
Η Φιλιώ πλησίαζε τα 35, όταν μια νύχτα, ή μάννα της η Κατερίνα, ένιωσε ένα παράξενο βάρος στην καρδιά.
-Κοριτσάκι μου δεν νιώθω καλά.
-Τι έπαθες μαννούλα.
-Κάτι σαν πέτρα στο στήθος, και νιώθω σαν να μου μπήγουν μαχαιριές.
-Νά φωνάξω τον γιατρό μαννούλα.
-Ετρεξε και της έφερε κολώνια, την έτριψε. Μά η Κατερίνα όλο και ίδρωνε, και κιτρινίζε.
-Κοριτσάκι μου της είπε, μισοσβυσμένα.
-Ναι μητερούλα έκανε η Φιλιώ προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
Μια συμβουλή θα σου δώσω. Μιά συμβουλή…
-Ησύχασε μανούλα, ησύχασε.
-Μια συμβουλή κοριτσάκι μου, ο άνδρας…που θα σε επιθυμήσει …μή τόν….
-Μητερούλα τι είναι αυτά που λές;
-Μή τον διώξεις… διότι… αυτός θάναι η …τύχη σου.
Η Φιλιώ τάχε χαμένα. Δεν φανταζότανε ποτέ ή μαννα της στα τελευταία της να της έλεγε τέτοιες κουβέντες.
Η Κατερίνα ζήτησε νερό. Ετρεξε η Φιλιώ να της φέρει, μα δεν την πρόλαβε. Η Μάνα της ήταν ακίνητη με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, στα χείλη της υπήρχε ένας παράξενος μορφασμός, που έμοιαζε με χαμόγελο. ‘Ολα πιά έσπρωχναν την Φιλιώ στην Αυστραλία Αγνωστη χώρα, άγνωστοι άνθρωποι, αλλά της έδιναν όλοι οι συγγενείς που τους έγραφε μιά ελπίδα, πώς εδώ στο Σύδνεϋ, τα πράγματα είναι τόσο διαφορετικά. Και έτσι η Φιλιώ τ’ αποφάσισε.
Ποιός ξέρει έλεγε μέσα της. Μπορεί εκεί κάτω να… Δεν ήθελε να προχωρήσει. Είχε τόσο απογοητευθεί από τη ζωή, πού ώρες-ώρες έπαυε νάχει και την παραμικρή ελπίδα. Πούλησε το μαγαζί και ένα βράδυ βρέθηκε στο μεγάλο αεροπλάνο που την πήγαινε στήν άγνωστη ξένη χώρα. Ηταν όμορφη πολύ όμορφη η ζωή στο Σύδνευ τις πρώτες μέρες. Ολοι οι συγγενείς του Νικόλα την προσκαλούσαν για τραπέζι και για να μείνει λίγες μέρες κοντά τους.
Μα όλοι εκείνοι οι καλοί άνθρωποι ήταν παντρεμένοι, οικογενειάρχες με παιδιά που εκτός από το να παινεθούν για τα σπίτια τους και τα έπιπλά τους τίποτε άλλο δεν μπορούσαν να της προσφέρουν.
Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες και η Φιλιώ, έμενε πότε στο ένα σπίτι πότε στ΄άλλο. Κάποτε έφτασε ο καιρός να βρει και αυτή δουλειά. Δεν δυσκολεύτηκε κάτι συγγενείς την πήρανε μαζί τους στο εργοστάσιο. Συνηθισμένη στην ορθοστασία ή Φιλιώ, βρήκε την δουλειά όχι και τόσο δύσκολη. Νοίκιασε ένα μικρό σπιτάκι και άρχισε να φτιάχνει το νοικοκυριό της. Οι συγγενείς του γέρο-Νικόλα δεν την εγκατέλειψαν. Την καλούσαν κάθε τόσο, πότε Κυριακή, πότε Σάββατο, γιά μεσημεριανό ή για καμιά εκδρομή με το αυτοκίνητο.
Ολα κυλούσαν με ένα τέτοιο τρόπο, που έδειχναν πως οι άνθρωποι εκείνοι, από αρχής παραδέχθηκαν πώς η Φιλιώ δεν είναι πια για παντρειά. Ποτέ δεν της έκαναν κουβέντα για γάμο. Λέγανε μεταξύ τους. Καλή κοπέλλα, αλλά λίγο μεγάλη πιά. Είναι η ευλογημένη και παχειά. Ακόμη και κάνα-δύο ζωντοχήροι που ζήτησαν να τη δούν χωρίς φυσικά να το πάρει χαμπάρι ή Φιλιώ- είπαν ευγενικά όχι. Η Φιλιώ όμως ήθελε πολύ να παντρευτεί είχε αδυναμία στα παιδιά. Γι’ αυτό κάθε φορά που την καλούσαν για φαγητό συγγενείς, εκείνη φορτωνότανε δώρα και παιχνίδια, για τα παιδάκια και τα εγγονάκια τους.
Η καλή δεσποινίς Φιλιώ», την λέγανε οι μικροί και την φιλούσαν. Και εκείνη συγκινημένη τα αγκάλιαζε και λαχταρούσε μέσα της να αποχτήσει κάποτε και αυτή τα δικά της παιδιά. Κάποτε μίλησε της Αννούλας, μιάς από τις ανηψιές του Νικόλα. Η Αννούλα ήταν παντρεμένη και είχε τρία παιδιά που όλη μέρα την τριγύριζαν και της τραβούσαν το φόρεμα.
-Αννούλα, με όλο το θάρρος θέλω να σε ρωτήσω κάτι.
-Τι είπε, εκείνη.
-Να θέλω να πω εδώ στο Σύδνεϋ, συνηθίζονται οι γάμοι με προξενιό.
-Ναι άμε, πως. Γιατί;
Η Φιλιώ κοκκίνισε, μά την πρόλαβε η Αννούλα.
– Ελα της λέει. Νομίζεις πως περιμένουμε να μας το πεις για να φροντίσουμε;
-Δηλαδή έκανε η Φιλιώ,
-Νά πώς να το πώ. Τόχουμε υπόψη μας καιρό τώρα, αλλά γυρεύουμε το κατάλληλο πρόσωπο. Πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις νάσαι σίγουρη για κάτι. Καταλαβαίνεις.
-Ναι έκανε η Φιλιώ, αλλά από μέσα της κατάλαβε πως δεν μπορούσε και να περιμένει αιώνια.
-Είσαι ακόμη νέα Φιλιώ.
Η Φιλιώ πήγε να την βρίσει, μά συγκρατήθηκε. Τι έφταιγε η κοπέλλα από ευγένεια τόπε.
-Οχι και τόσο νέα απάντησε, είμαι 40 χρονών.
-Καλά καυμένη σήμερα, οι γυναίκες οι ελεύθερες δεν έχουν ηλικία, γερνάνε μόνο κείνες οι παντρεμένες που βασανίζονται και κάνουν ένα τσούρμο παιδιά.
-Μωρέ ας κάνω και εγώ παιδιά, και ας γεράσω, έκανε η Φιλιώ και έβαλε τα γέλια.
Το βράδυ η ‘Αννούλα τόπε στον άνδρα της, την κουβέντα που έκανε με την Φιλιώ.
-Καλή κοπέλλα, είπε αυτός άλλα πώς να το πω πολύ παχειά για άνδρα.
-Τι εννοείς παχειά για άνδρα.
-Παχειά, να παχειά. Δεν την βλέπεις σαν φάλαινα είναι.
– Όχι και φάλαινα. Γεμάτη είναι.
– Ναι γεμάτη, πολύ γεμάτη έκανε αυτός και γύρισε από την άλλη μεριά και κοιμήθηκε.
Η καλή δεσποινίς Φιλιώ, συνήθιζε κάθε Σάββατο και Κυριακή φορτωμένη δώρα και παιχνίδια να πηγαίνει στους συγγενείς να αγκαλιάζει τα παιδάκια που ξέρανε πια πως κάθε φορά που θαρχόταν θα τα πλημμύριζε με ωραία πράγματα.
Οι γυναίκες την αγαπούσαν πολύ.
– Καλή κοπέλλα, χρυσή καρδιά. Αλλά να ατυχη. Να βρισκόταν κάποιος τέλος πάντων να την πάρει.
– Καλά ξέρεις και κάτι. Είναι ακόμη κορίτσι. Η Φιλιώ δεν γνώρισε ακόμη άνδρα. Η καϋμένη.
– Αλλά και εμείς που γνωρίσαμε τι καταλάβαμε. Και η κουβέντα γύριζε αλλού και ξεχνούσαν την καλή δεσποινίδα Φιλιώ.
Η Φιλιώ είχε μια φιλενάδα δίπλα της στο εργοστάσιο, της λατινοαμερικανίδα Χουανίτα. Η Χουανίτα ήταν παντρεμένη χωρισμένη δύο φορές.
Τα λίγα τους εγγλέζικα δεν τις εμπόδισαν να γίνουν φιλενάδες.
Η Χουανίτα ήταν σχεδόν στην ηλικία της Φιλιώς. Μά είχε ένα υπέροχο κορμί που ακόμη ξελόγιαζε τους άνδρες.
Η Φιλιώ την ζήλευε και την ρωτούσε κάθε τόσο:
– Μα τι τρως Χουανίτα και είσαι έτσι.
– Απ’ όλα έκανε εκείνη και ξεκαρδιζότανε στα γέλοια.
Η Φιλιώ πέθανε από την δίαιτα, μα δεν αδυνάτιζε.
Η Χουανίτα, κάποτε της είπε να πάει στο γιατρό και να φροντίσει τον εαυτό της.
– Στους άνδρες δεν αρέσουν οι παχειές.
– Το ξέρω της απάντησε η Φιλιώ.
Αδυνάτισε λοιπόν.
Η Φιλιώ πήγε στο γιατρό, φρόντισε την δίαιτά της και περιποιόταν περισσότερο τον εαυτό της. Καθώς περνούσαν οι μήνες είδε πράγματι πώς έρριξε μερικά κιλά.
– Δεν θα γίνεις εντελώς αδύνατη της είπε, ο γιατρός, αλλά θα πέσουν τα περιττά λίπη.
‘Αλλαξε λίγο το κορμί της. Ηταν γεμάτη αλλά όχι τόσο παχειά.
Η Χουανίτα δεν την άφηνε ήσυχη.
-Τα ρούχα σου Φιλιώ είναι «νό γκούντ».
-Τι εννοείς «νό γκούντ».
-Είναι «όλντ φάσιον» λάβ.
Η Φιλιώ κατέβηκε ένα Σάββατο με την Χουανίτα στο Σίτυ. ‘Αφησε την Χουανίτα να της ψωνίσει. Και η αλλη που ήξερε πως το κάθε ρούχο είχε την δική του γλώσσα να μιλά στους άνδρες διάλεξε για την παχουλή Φιλιώ το πιο ακριβό, φτάνει να την κάνει «σέξυ». Η Χουανίτα επέμενε πολύ στα εσώρουχα.
Μα αυτά είπε η Φιλιώ είναι για εκείνους που έχουν άνδρα.
– Αυτά τραβάν τους μπούφρέντς στιούπιντ.
Το βράδυ η Φιλιώ έκανε το μπάνιο της και φόρεσε τα μαύρα μεταξωτά εσώρουχα που αγόρασε και το άσπρο διάφανο νυχτικό της κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Χαμογέλασε του εαυτού της. Πρόσεχε πολύ τα ρούχα της η Φιλιώ. Σταμάτησε να ξοδεύει τα χρήματα της σε ανώφελα δώρα για τα παιδάκια των συγγενών της. Οχι φυσικά πως δεν τους αγόραζε παιχνίδια αλλά όχι πια τόσο συχνά. Τώρα τα χρήματα της σχεδόν όλα τα ξόδευε σε λούσα. Δεν ντυνόταν παρδαλά η Φιλιώ. Αντίθετα απόχτησε δικό της γούστο. Τα ρούχα της ήταν όμορφα και φροντισμένα. Καμάρωνε ώρες-ώρες τον εαυτό της στον καθρέφτη. Είχε κάπως αλλάξει. ‘Ερριξε αρκετά κιλά. Το ξανθό χρώμα που έβαφε τα μαλλιά της πήγαινε με την άσπρη της επιδερμίδα. Αναστέναξε λίγο, άρπαξε την τσάντα της και ξεκινούσε για τους συγγενείς. Και εκείνοι καταλαβαίνανε μια διαφορά στο ντύσιμο και στο κορμί της Φιλιώς και της το λέγανε.
– Καλέ, έχεις αδυνατίσει, και πώς σου πάει αυτό το πράσινο χρώμα.
‘Ενα Σάββατο κατέβηκαν πάλι στο Σίτυ να ψωνίσουν με την Χουανίτα. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα.
Η Χουανίτα σαν να πήρε το μάτι της κάτι.
-Τι χρώμα φοράς από μέσα;
Γιατί;
Tι γιατί, φοράς μαύρο ε;
-Ναι.
-Στιούπιντ. Είσαι στιούπιντ.
-Μαύρα αντεργουέαρ με άσπρο φόρεμα, στιούπινη γουώγκ.
**************
‘Ηταν μια λεπτομέρεια. Η Φιλιώ την νόμιζε ασήμαντη. Μα η Χουανίτα της έκανε ολόκληρο μάθημα για αυτό. Σαν κάτσανε σε ένα κάφυ η Φιλιώ κοίταζε την Χουανίτα καθώς κάπνιζε το τσιγάρο της και την ρώτησε σιγανά και πολύ δειλά.
– Χουανίτα πώς είναι οι άνδρες.
Η άλλη την κοίταξε παράξενα και έβαλε τα γέλοια.
– Τι στιούπιντ ερώτηση είναι αυτή.
– Χουανίτα μη γελάς, πες μου.
Η άλλη σταμάτησε να γελά και την κοίταξε παράξενα.
-Τι να σου πώ. Θέλεις να μάθεις τι νιώθεις όταν κάνεις σεξ;
Η Φιλιώ κοκκίνισε. Ντράπηκε για την αφέλειά της. Αλλά από μέσα της φθονούσε εκείνη τη γυναίκα γιατί ήταν χορτασμένη από την ζωή και τους άνδρες. Ενώ αυτή δεν γνώρισε ούτε ακόμη και αυτό το χάδι.
*****
“Η εξωτερική αλλαγή της Φιλιώς δεν πέρασε απαρατήρητη στο εργοστάσιο. Φυσικά δεν γύρισαν να την κοιτάξουν οι νέοι. ‘Ομως κάτι γέρικα κοράκια μυρίστηκαν μία εύκολη λεία. Ηταν ο Στέφαν ο Γιουγκοσλάβος που ξεφόρτωνε τα κασόνια. Γύρω στα 60 του αλλά γεροδεμένος άνδρακλας. Φυσικά παντρεμένος και με εγγονάκια. Εκτός από τον Στέφαν, ήταν και Τόμμυ ο θυρωρός με το καπέλλο, που έκανε νυχτερινή βάρδια. Μπορεί να ήταν πιο μικρός από τον Στέφαν, μα τα πάχη και η πελώρια του κοιλιά τον έδειχνε γέρο. Τέλος η Φιλιώ παρατήρησε να την κοιτά κάπως παράξενα και ο μπάρμπα Νικόλας ο κλήνας, που τελευταία όλο και μέσα στα πόδια της βρισκόταν. Ηταν και αυτός γύρω στα 58-60 ψηλός αδύνατος, αλλά όλο νεύρο.
Στα νειάτα του ήταν ναυτικός, λέγανε κάτι γυναίκες που τον κουβεντιάζανε.
Αλλες λέγανε ότι ήταν χήρος, άλλες πάλι ότι ζει η γυναίκα του και τον άφησε για ένα Λιβανέζο.
Κάθε μια έλεγε και μια ιστορία για τον μπάρμπα Νικόλα.
Αυτός σπάνια κουβέντιαζε τις γυναίκες. Στο λάντς-τάιμ καθόταν μόνος του αμίλητος και έτρωγε και ύστερα κάπνιζε και το ένα μετά το άλλο τα τσιγάρα.
Τον τελευταίο καιρό ο Νικόλας όλο και βρισκόταν στο μέρος της Φιλιώς. Τάχατες πώς έπεσε ένα χαρτάκι, τάχατες πώς εκεί θέλει ακόμη ένα πέρασμα με την σκούπα. Η Χουανίτα έμπειρη σε τέτοια, άρπαξε τις κινήσεις του κλήνα.
– Φιλιώ σου γουστάρει ο γέρος;
Η Φιλιώ την κοιταξε απορημένη.
– Ποιός ο Νικόλας ο κλήνας;
– Ναι.
– Νό, μη γίνεσαι στιούπιντ.
Ομως την κολάκευε η ιδέα πώς ένας άνδρας την πρόσεχε ιδιαίτερα.
**************
Ο Νικόλας σιγά-σιγά πήρε το θάρρος και την κουβέντιαζε. Την ρωτούσε πόσο καιρό ήταν στην Αυστραλία, αν έχει συγγενείς εδώ. Η Φιλιώ του απαντούσε τυπικά, και πότε πότε το μάτι της κρυφά έκλεβε την έκφραση στο πρόσωπο του. Ηταν ένα δυνατό αντρικό πρόσωπο, γερασμένο. Ομως η ματιά του έλαμπε, Ιδιαίτερα όταν της μιλούσε. Η Χουανίτα από μακρυά καμάρωνε την αλλαγή.
– Είδες της έλεγε πως έκανες τον γέρο να σε τριγυρίζει.
– Μα δεν είναι τόσο γέρος απαντούσε η Φιλιώ.
– Ο κεύ, δεν είναι, έλεγε η Χουανίτα και έσκαγε στα γέλια.
Εμαθε περισσότερα για αυτόν. Πώς πραγματι ήταν χωρισμένος από χρόνια από την γυναίκα του. Τώρα ζούσε με τον αδελφό του. Τα δύο παιδιά του ήταν στην Ελλάδα. Είχε και εγγόνια αλλά μόνο από τις φωτογραφίες τα γνώριζε. Στα νειάτα του ήταν ναυτικός, αλλά έπαθε ρευματισμούς και αρρώστησε. Ενα πρωί κατέβηκε από το βαπόρι στο Σύδνευ, και έκτοτε δεν ξαναπάτησε. “Ήταν μεγάλος για να μάθει τέχνη, για αυτό και μπήκε σε εργοστάσιο. Τάπε της Χουανίτας, η Φιλιώ αυτά.
-Μή πιστεύεις και πολλά από τους άνδρες της είπε εκείνη. Εγώ έμαθα ότι ζει με μια Αυστραλέζα, αλλά την βαρέθηκε.
-Τι θες να κάνω, της είπε η Φιλιώ.
-Αν τον θέλεις μπούφρεντ πάρε τον.
-Νο έκανε η Φιλιώ. Δεν ξέρω.
-Μά στιουπιντ, πώς θέλεις να τον γνωρίσεις όταν δεν γίνετε φρεντς;
O Νικόλας συνέχισε να της μιλά περισσότερο. Η Φιλιώ κάθε πρωί σαν άλλαζε φόρεμα κοιταζόταν στον καθρέφτη και καμάρωνε τον εαυτό της.
Ηξερε πώς κάποιος τέλος πάντων άνδρας θα την πρόσεχε. Mά τι γίνεται όμως. Δεν μπορούσε να του πει πρώτη να βγούνε έξω να γνωριστούνε . Εκείνος δεν της έλεγε τίποτα εκτός από γενικές κουβέντες.
Μιά Παρασκευή πληρώθηκαν και θα σχολνούσαν. Καθώς βάδιζε στην «λόκα» της είδε από μακρυά τον Νικόλα να την κοιτά. “Η ματιά του εκείνη
μιλούσε πολύ περισσότερο από τα λόγια του. Αναστατώθηκε λίγο ή Φιλιώ, καθώς κρατούσε το φακελάκι της πληρωμής. Τακούμπησε μέσα στήν λόκα, ύστερα αφηρημένη κλείδωσε και ξεκίνησε.
Οταν έφτασε στο σπίτι αντιλήφθηκε πώς τα χρήματα τάχε κλειδωμένα στην λόκα της. Δεν ήξερε τι να κάνει. Νά ξεκινήσει να πάει πίσω; Θάταν όμως
ανοιχτά; Νά περίμενε καλύτερα μέχρι την Δεύτερα; Σκέφθηκε καλά και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Ηξερε πώς δύλευαν μερικοί το βράδυ στις μηχανές
και η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή..
Οταν έφθασε στο εργοστάσιο, πράγματι είδε στο πάνω πάτωμα τα φώτα αναμμένα και την μικρή πόρτα νάναι ανοιχτή.
Προχώρησε στο διάδρομο μέχρι τις σκάλες. Κάτω στην τραπεζαρία ήταν σκοτεινά. ‘Ομως στην καφετερία είχε ένα μικρό φώς. Γύρισε περίεργα να δεί.
Ηταν ο Νικόλας μόνος στην άδεια εκείνη μισοσκότεινη γωνία να καθαρίζει. Την είδε και απότομα άφησε τη σκούπα.
– Καλησπέρα είπε, η Φιλιώ από μακρυά. Ξέχασα κάτι πάνω στην λόκα μου και ήρθα να το πάρω.
-Καλησπέρα, είπε, αυτός και συνέχιζε να την κοιτά.
Η Φιλιώ συνέχισε να ανεβαίνει τις σκάλες βρήκε το φώς τ’ άναψε και προχώρησε στον άλλο διάδρομο που ήταν ή λόκα της. ‘Ομως το φως της σκάλας δεν την βοηθούσε.
– Κάπου πρέπει να υπάρχει εδώ φως είπε.
Προχώρησε ψηλαφητά στο τοίχο. Καθώς όμως ήταν γυρισμένη στο τοίχο ένιωσε μια ανθρώπινη ανάσα πίσω της.
Κοκκάλιασε η Φιλιώ.
-Ποιός είναι, είπε, αγγλικά και η καρδιά της πήγε να σπάσει από την τρομάρα.
Εγώ Φιλιώ ο Νικόλας. Τόση ήταν η ταραχή της που δεν είχε την δύναμη να γυρίσει . Εμεινε με τα χέρια ακουμπισμένα στο τοίχο να τρέμει ολόκληρη.
-Με τρόμαξες, είπε.
Ο άνδρας σχεδόν την είχε πλησιάσει. Ενιωσε την ανάσα του να αγγίζει το λαιμό της. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να γυρίσει απότομα και να φύγει, να βάλει τις φωνές; Πρώτη φορά στη ζωή της της έτυχε να βρεθεί μόνη, ολομόναχη στο μισοσκόταδο με ένα ξένο άνδρα. Ενιωσε τα χέρια του άνδρα να ακουμπούν ελαφρά στην μέση της.
-Τι θέλεις από μένα-ψέλλισε. Σε παρακαλώ αφησέ με.
Μα η ανάσα του Νικόλα γινόταν όλο και πιο βαρειά, καθώς ανάπνεε πίσω της. Το ένα χέρι συνέχισε να της κρατά την μέση, το άλλο την χάιδευε απαλά, πάνω από το φόρεμά της. Η καρδιά της συνέχιζε να χτυπα, άλλα αλλοιώτικα αυτη τη φορά. Δεν τρόμαζε όπως πρίν, αλλά φοβόταν, φοβόταν, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τι. Την είχε κλείσει ο Νικόλας σαν τανάλια όρθια στο τοίχο που δεν μπορούσε να κινηθεί. Η Φιλιώ ήξερε από την πρώτη στιγμή πως δεν θα είχε την δύναμη να αντισταθεί. Παρακαλούσε να την αφήσει ο ίδιος μόνος του και να φύγε. Αλλά δεν το έκανε.
-Μείνε όπως είσαι Φιλιώ, τόν άκουσε να της λέει, ενώ τα λόγια βγαίναν και εκείνου τρεμουλιαστά από το στόμα του.
Δεν έκανε καμμιά κίνηση ή Φιλιώ να αντισταθεί. Εμεινε εκεί με τα χέρια άκουμπισμένα στο τοίχο να περιμένει την μοίρα της, την πρώτη της και
μοναδική μέχρι τώρα στιγμή της σάν γυναίκα. Αν ήταν έμπειρη θα μπορούσε να γυρίσει απότομα να τούσκαγε ένα δυνατό χαστούκι και να έτρεχε να φύγει.Mά η Φιλιώ δεν το έκανε αυτό. Δεν μπορούσε το πονεμένο απογοητευμένο εκείνο πλάσμα να βρει την δύναμη και την άγριάδα να ξεφύγει από τα δόντια του παθιασμένου αρσενικού. Σαν ένιωσε τα σκληρά δάχτυλά του να ξεφεύγουν από την μέση της και να χώνονται κάτω από το φόρεμα ακουμπώντας στην γυμνή της σάρκα αναστέναξε παράξενα. Ηταν ένα ρίγος που για πρώτη φορά τόνιωθε μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Πήγε να πεί κάτι μα δεν πρόλαβε, γιατί το έμπειρο χέρι του άνδρα, όλο και περισσότερο χάιδευε το διψασμένο από έρωτα κορμί.
Ενιωσε και την δική της αναπνοή να κόβεται. Το ένα χέρι του Νικόλα σφίχτηκε δυνατα στην μέση της έτσι που την έκανε να λυγίσει. Τα γόνατά της
άρχισαν να τρέμουν. Ο λαιμός της είχε στεγνώσει. Τα χείλη έτρεμαν. Περίμενε. Ξαφνικά ένιωσε ολόκληρο το κορμί του Νικόλα να σφίγγεται πάνω
της και μέσα της κάτι να την πονά και να την φλογίζει. Το μόνο που κατόρθωσε να ψελλίσει ήταν: πονώ, πονώ….
Στο μισοσκόταδο καθώς έφτιαχνε τα ρούχα της η Φιλιώ, θυμήθηκε τα τελευταία λόγια της μάνας της «Ο άνδρας που θα σε επιθυμήσει, μην τον διώξεις,
διότι αυτός θάναι η τύχη σου».
Ηξερε αργά ή γρήγορα πώς ο Νικόλας θα την στεφανωνότανε. Δεν μπορούσε πια να ξεφύγει από την μοίρα του.