Η δεύτερη σημαντικότερη περίοδος του ελληνικού παροικιακού θεάτρου θα έλεγε κανείς ότι ξεκινάει με την ίδρυση του καλλιτεχνικού συγκροτήματος υπό τη διαχείριση του Αιγυπτιακής καταγωγής καλλιτέχνη, Χρυσόστομου Μαντουρίδη. Είναι η εποχή που ο Μαντουρίδης αναλαμβάνει το δύσκολο έργο εξεύρεσης στελεχών για το θέατρο που οραματιζόταν. Ανάμεσα στους πολλούς αξιόλογους νέους που συμμετείχαν στις θεατρικές ομάδες ο Χρυσόστομος Μαντουρίδης διακρίνει το ταλέντο της θεατρικής δημιουργίας στα πρόσωπα του Πέτρου Πρίντεζη που είχε έρθει από την Ναύπακτο και του Ιωσήφ Καρουάνα από την Αλεξάνδρεια.
[Απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ της Κλειώ Δημοπούλου και του Αντώνη Λαμπρόπουλου για τα 50 χρόνια ελληνικού παροικιακού θεάτρου στο Σίδνεϊ. Οι συνεντεύξεις πάρθηκαν τον Μάϊο του 2004 σε Ελλάδα και Σύδνεϋ για λογαριασμό της CLEODEE Management & Productions και την οπτικοακουστική παραγωγή «Πέτρος Πρίντεζης – Ζοζέφ Καρουάνα, 50 χρόνια θέατρο» και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της παραγωγής αυτής. Ευχαριστούμε θερμά την εταιρία CLEODEE Management & Productions για την άδεια να δημοσιεύσουμε το υλικό στην ιστοσελίδα μας.
Ιωσήφ Καρουάνα
Ξεκινήσαμε από την Αλεξάνδρεια να φτάσουμε στη χώρα αυτή, που λέγεται Αυστραλία. Ο λόγος φυσικά ήταν -που έπρεπε να φύγουμε- λόγω αγγλικής υπηκοότητας. Ο πατέρας μου Μαλτέζος, η μητέρα μου Ελληνίδα, υποχρεωτικώς έπρεπε να φύγουμε από την Αλεξάνδρεια, μια φιλόξενη χώρα όπου και μεγάλωσα εκεί, φοιτώντας σε ελληνικό σχολείο, ο μόνος από τα επτά αδέλφια που εφοίτησε σε ελληνικό σχολείο. Τα άλλα μου αδέλφια πήγαν σε αγγλικό, γαλλικό και γερμανικό σχολείο. Η μητέρα μου θέλησε να κάνει έναν Έλληνα και μου έδωσε την ευκαιρία μέσω του σχολείου να αισθάνομαι Έλληνας.
Φτάνοντας στην Αυστραλία, το Σεπτέμβριο του 1956 σε μια χώρα αγγλόφωνη, πίστευα ότι με την παιδεία που είχα, της αγγλικής γλώσσας από το σχολείο, θα μπορούσα να προσαρμοστώ εύκολα. Λόγω της… ίσως να πει κανείς, τον τρόπο που μιλούν οι αυστραλέζοι, αισθάνθηκα κάπως μειονεκτικά, νομίζοντας ότι δεν έμαθα καλά την γλώσσα. Σιγά-σιγά συνήθισα και κατάλαβα ότι ήταν απλούστατα ένας τρόπος που μιλούσαν τη γλώσσα ενώ εγώ ήξερα πολύ καλά τα αγγλικά. Μέσα στις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε και το πρόβλημα του μετανάστη γενικά είχα και ένα άλλο πρόβλημα. Tο πρόβλημα το έμφυτο που είχα από μικρό παιδί, για το θέατρο.
Ξαφνικά ακούω -από τον αδελφό μου- ο οποίος ήταν ήδη εδώ στην Αυστραλία, ότι παίζουν ένα ελληνικό θέατρο, κάποιου Χρυστόστομου Μαντουρίδη στο Άνζακ Χάουζ. Κι άρχισε αμέσως μέσα μου να ζωντανεύει εκείνη η εικόνα που έφυγα, πιστεύοντας ότι εδώ θα βρω κάτι που θα μπορώ να εκφράσω αυτό που αισθανόμουνα γενικά για το θέατρο.
Και πήγαμε να δούμε την παράσταση «Το Άσπρο και το Μαύρο» όπου ενθουσιάστηκα και γνώρισα τον Χρυσόστομο Μαντουρίδη, μέσα σε εκείνη την ταλαιπωρία του μετανάστη στα εργοστάσια, στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κανείς στη γλώσσα, στην ταλαιπωρία της εργασίας να εύρεις, είχαμε εκείνη την ξεκούραση γνωρίζοντας τον Χρυσόστομο Μαντουρίδη, μια εποχή που δύσκολα μπορεί κανείς να μιλήσει ακόμα και τη γλώσσα του στο δρόμο. Μας έβλεπαν με ένα παράξενο ύφος και μας έλεγαν να μιλάμε αγγλικά.
Σ’ αυτό το σημείο τόλμησε ο Χρυσόστομος Μαντουρίδης να κάνει το Ελληνικό Θέατρο και πίστευε πως μέσα από αυτό θα μπορέσει να δώσει μια ευκαιρία στους ξένους να καταλάβουν ότι δεν είμαστε μόνον για να δουλεύουμε στα εργοστάσια ή στα γραφεία. Είμαστε εδώ γιατί θέλουμε να εκφράσουμε και την κουλτούρα μας. Μέσω του Ελληνικού Θεάτρου.
Εκείνη την εποχή που ερχόντουσαν και ενδιαφερόντουσαν ήταν για πολλούς και ποικίλους λόγους. Άλλοι γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε, άλλοι γιατί πίστευαν ότι μόνο εκεί θα μπορούν να μιλήσουν ελληνικά ενώ πάρα έξω να πάνε να διασκεδάσουν θα τους ήταν δύσκολο.
Πολλά από αυτά τα παδιά δεν ήξεραν να διαβάσουν. Οπότε καταλαβαίνει κανείς τη δυσκολία του Χρυσόστομου Μαντουρίδη να τα βοηθάει να, όχι μόνο να παίζουν στο θέατρο αλλά να μάθουν και να αγαπήσουν και τη γλώσσα τους και να αισθάνονται υπερήφανα για τη γλώσσα τους.
Ξεκινώντας λοιπόν με τον «Οιδίπους Τύραννος» στο Κονσερβατόριουμ του Σύδνεϋ μαζεύτηκαν πολλοί και ηλικιωμένοι και νέοι γιατί καταλαβαίνετε τα πρόσωπα ήταν πολλά. Μέσα από αυτά τα παιδιά άλλα έμειναν, άλλα έφυγαν δεν συνέχισαν διότι βρήκαν το δρόμο που ήθελαν να ακολουθήσουν. Ο Χρυσόστομος όμως ακούραστος, πίστευε οτι αυτό πρέπει να συνεχιστεί.
Από μία διαφήμιση που έγινε στο περιοδικό Τάϊμς για την εργασία του για την «Θυσία του Αβραάμ» που ανεβάσαμε, το εκμεταλευτήκανε στην Ελληνική πρεσβεία στην Αθήνα όπου και έβαλαν διαφηστικά ότι πηγαίνοντας σαν μετανάστες στην Αυστραλία όχι μόνο θα μπορέσετε να προκόψετε αλλά θα σας δοθεί η ευκαιρία να ασχολήστε και με την κουλτούρα σας με το θέατρο.
Αυτό βέβαια έδωσε μεγάλη τιμή στον Χρυσόστομο τόσο σε εκείνον όσο και σε εμένα, και λέω εμένα γιατί ήμουν πολύ στενά συνδεδεμένος μαζί του. Επίστευα στον άνθρωπο αυτόν, τον οποίο μπορούσες να καθήσεις από το πρωί μέχρι το βράδυ και να συζητήσεις για διάφορα θέματα, είτε πολιτικής μορφής είτε για το θέατρο είτε για οικονομικά για ό,τιδήποτε μπορούσες και ποτέ δεν αισθανόταν κουρασμένος. Ήτανε πάντα πρόθυμος να ανοίξει την πόρτα του και να σε ακούσει για τα προβλήματα τα οποία έχεις και πως μπορούσες να τα λύσεις. Γενικά για μας, εγώ είδα στο πρόσωπο του Χρυσόστομου έναν αδελφό, πατέρα, φίλο, όπως θέλεις να το πείς.
Το Εξήντα ή εξήντα δύο ήταν η πρώτη μου επαφή με το σανίδι, όπως λέμε θεατρικώς. Ο Χρυσόστομος επέμενε ότι θα έπρεπε να κάνω κάποιο ρόλο στο Φιόρο του Λεβάντε, διότι πίστευε ότι θα ήμουν ο πιο κατάλληλος. Όπου θα έπαιζα δίπλα στον Πέτρο (Πρίντεζη).
Βέβαια η παράσταση βγήκε άρτια, με κουστούμια της εποχής, το σκηνικό ήταν πάρα πολύ καλοβαλμένο, πάντοτε με την επιμέλεια του Χρυσόστομου Μαντουρίδη και την καθοδήγηση αλλά και αυτό το έμφυτο θα μπορούσα να πω που έχω μέσα μου να φροντίζω πάντα τη λεπτομέρεια. Και είχε επιτυχία αλλά όπως είναι γνωστό, κάθε παράσταση έχει το χειροκρότημα που παίρνεις από τον κόσμο… έχει όμως και το γέλιο και την ανησυχία που σμβαίνει πίσω από την σκηνή.
Η παράσταση τελείωσε. Όπως συνηθίζεται ο κόσμος χειροκρότησε. Κάποια στιγμή εμείς περιμέναμε να βγούμε έξω, να κλείσει η αυλαία, να βγούμε να υποκλιθούμε. Δεν μπορούσαμε να βγούμε, η αυλαία δεν έκλεινε. Αντιληφθήκαμε το πρόβλημα. Ο διευθυντής σκηνής άρχισε να ορύεται από πίσω, να φωνάζει στον υπεύθυνο ο οποίος ήταν υπεύθυνος, Αυστραλέζος στον ήχο και το φωτισμό να κλείσει το «μπλάντι κάρτον». Ο άνθρωπος δεν καταλάβαινε τι εννοούσε. Βεβαια τέτοια χοντρή προφορά δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοεί «κάρτον». Έψαχνε να βρει «κάρτον». Μεσολαβώ εγώ του λέω «τι συμβαίνει;» μου λέει «δεν κλείνει η αυλαία και του λέω «Πλιζ κλόουζ δε κέρτιν»! Μου λέει «γουάη ντιντιντ χι τελ μι;» Και μου λέει «Τι σου λέει;» του λέω «Άσε τι μου λέει… Η αυλαία έκλεισε, άσε να βγούμε να υποκλιθούμε…» Και αυτό με διασκέδασε κατά κάποιο… με ξεκούρασε πίσω από τη σκηνή. Διότι μετά από το… για πρώτη φορά να εμφανιστείς στο θέατρο, αισθανόμουνα έτσι, πως να το πω… δηλαδή κάπως ταραγμένος. Αλλά ευχαριστημένος από το χειροκρότημα. Ο ηθοποιός όπως ξέρεις, το χειροκρότημα περιμένει για να ευχαριστηθεί. Αυτό ήταν ένα μικρό επεισόδιο που έτσι έγινε.
Το 1958 ο Χρυσόστομος Μαντουρίδης αποφασίζει να ανεβάσει τον Οιδίπους Τύραννο και κάποια στιγμή του λέω «Με ποιά άτομα;». «Θα τα βρούμε» με εκείνο το ύφος το σίγουρο πάντοτε οτι θα έβρισκε τα άτομα, τελικά εβρήκε τον Φώτο Σταύρου ο οποίος ήταν φίλος του τόσο στην Αυστραλία όσο και στην Αίγυπτο, να κάνει τον Οιδίποδα.
Την Ιοκάστη την έκανε η Στέλλα Στεφανίδου, μια θαυμάσια ηθοποιός και το ανεβάσαμε στο Κονσερβατόριουμ του Σύδνεϋ. Βέβαια είχε κάποια ιδέα ο Χρυσόστομος οτι να ανέβει το χωρικό από τον κόσμο μέσα να περάσει. Κι έτσι και έγινε. Στις πρόβες και στη πρόβα τζενεράλε που κάναμε όλα πήγαν πάρα πολύ καλά, αλλά την ημέρα της παράστασης έσβησαν όλα τα φώτα και είχαν μόνο τα φώτα του κινδύνου. Και ήταν θεοσκότεινα. Και το χωρικό για να προχωρήσει δεν μπορούσε να δει που πάει και κάποιος από το χωρικό είχε στην τσέπη του έναν αναπτήρα και πίσω από τον μανδύα, όπως προχωρούσαν έβλεπες έναν αναπτήρα να φεύγει από χέρι σε χέρι για να δούν που θα βγούνε πάνω στη σκηνή. Φυσικά εμείς πίσω από τη σκηνή, ο Χρυσόστομος είχε πανικοβληθεί, εγώ ήμουν από κάτω γιατί είχα κάνει μόνο το σκηνικό και τα κουστούμια μαζί με τη βοήθεια της Δέσποινας Ιγνέλης. Και είδα, δεν το πήρε ο κόσμος καθόλου χαμπάρι. Αλλά έπρεπε να πάω πίσω να τον καθυσηχάσω γιατί ήξερα οπωσδήποτε θα είχε αρρωστήσει. Αυτό ήτανε με τον Οιδίποδα.
Το 1963 είχε μιά άλλη ξαφνική ιδέα ο Χρυσόστομος. Θα ανεβάσουμε του Μπερνάρ Σω την «Ωραια μου κυρία» ή τον «Πυγμαλίωνα». Η «Ωραία μου κυρία» ήτανε το μουσικό, «Πυγμαλίωνας» ήτανε το θεατρικό. Μαζέψαμε τα άτομα, βρεθήκανε, ασχολήθηκα με το σκηνικό, τα κουστούμια… τελικά μου είπε οτι «εσύ πρέπει να κάνεις τον καθηγητή Χίγγινς. Και ο Βαγγέλης θα έκανε τον προφέσορ Πίκερινγκ.
Το ξεκινήσαμε στο Ελιζαμπέθιαν θίατερ ήταν τότε. Μαζεύτηκε ο κόσμος όλα, πάνω στη σκηνή, κάποια στιγμή το υποβολείο έχασε τη σελίδα, στο κείμενο και υποχρεωθήκαμε να επαναλαμβάνουμε πάνω στη σκηνή, στη Ελίζα όπου είχαμε πάει για πρώτη επίσκεψη στης μητέρας μου το σπίτι για να… μετά από τα μαθήματα που της έκανα για να δοκιμάσουμε πως θα μπορέσει να μπει στο χώρο που ήθελε. Και λέγαμε μέσα από το κείμενο «Δεν νομίζετε οτι ο θείος σας του έδινε του πατέρα σας πολύ τσίπουρο;» «Τσίπουρο να δείς να κατεβάζει στην καταπιόνα του» «Μα δε νομίζετε πως ήταν πολύ το τσίπουρο; «Μα σας ξαναλέω ότι ναι, ήταν πολύ το τσίπουρο»… Και καταλαβαίνετε λοιπόν οτι αυτή τη στιγμή άρχισε να χαλαρώνει η παράσαση όπου ο Πίκερινγκ αποφάσισε να βγεί στη βεράντα, τάχα του, του σπιτιού για να πάρει αέρα. Αλλά δεν έκανε μόνο αυτό, πήγε και άρχισε να ξεφυλλίζει το υποβολείο… το κείμενο, για να βρεί τη σελίδα που χάσαμε. Ξεφυλλώντας λοιπόν το κείμενο, πετιώντουσαν πάνω στη σκηνή και τα έβλεπε ο κόσμος, και φυσικά με κάποιο ήπιο τρόπο, λέω στη μητέρα μου ότι είναι καιρός να πηγαίνουμε Ελίζα, αρκετά για σήμερα, για να φύγουμε από τη σκηνή να χαλαρώσει ο κόσμος και να βρούμε κάπως την ηρεμία. Ο κόσμος βέβαια γέλασε, διότι σε κάθε παράσταση πάντοτε τέτοια θα συμβούν. Αλλά βεβαίως ο Χρυσόστομος είχε πανικοβληθεί πίσω από τη σκηνή. Και ήρθε και με φίλησε και μου λέει «Έσωσες την κατάσταση».
Το 1995 αντιμετωπίζω κάποια δυσκολία. Η επιτροπή από τη Παμμακεδονική Ένωση μου ζητάει να βοηθήσω να ανεβάσουμε κάτι σχετικά με την παράδοση στο φεστιβάλ τα ΔΗΜΗΤΡΙΑ με το χορευτικό συγκρότημα. Σκέφτηκα να ανεβάσουμε τη «Γυναικοκρατία». Ένα έθιμο που γίνεται συνήθως στην Έδεσσα όπως είναι γνωστό όλοι οι άντρες κάνουν τις δουλειές και οι γυναίκες κάθονται στο καφενείο και παίζουν τάβλι, πίνουν το ουζάκι τους και διασκεδάζουν. Το κείμενο όμως… τα παιδιά αντιλήφθηκα και θυμήθηκα τα πρώτα μεταναστευτικά μου χρόνια, ότι είχα δυσκολία, όχι τώρα στα αγγλικά αλλά στα ελληνικά! Να μην μπορούν να εκφραστούν άνετα στα ελληνικά και τότε σκέφτηκα να το κάνω σαν εργαστήρι, εργαστήρι που να τους δώσω την ευκαιρία να μπορέσουν, άνετα μιλώντας αυτά που αισθάνονται να πούν, για να ελευθερωθεί η κίνησης.
Κάνοντας λοιπόν το σκηνικό είχα όλες τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει από τα διάφορα σωματεία ότι αυτό δεν θα πετύχει, δεν μπορεί να γίνει και τα παιδιά μας κλπ. Και τους λέω «σας παρακαλώ, αφήστε με να τελειώσω το έργο και αν νομίζετε στο τέλος παίρνω όλη την ευθύνη πάνω μου.» Τελικά έγινε η Γυναικοκρατία, εγώ έπαιζα τον κύριο ρόλο. Τα παιδιά, φέραμε τη γιαγιά από την Ελλάδα για να μη χρονοτριβούμε, και δείξαμε τελικά ανοίγοντας την αυλαία το ξημέρωμα της Δευτέρας της Γυναικοκρατίας που γίνεται στην Έδεσσα και ακολουθεί βέβαια το πανηγύρι. Εκεί έλαβαν μέρος όλα τα παδιά από τα διάφορα συγκροτήματα τα χορευτικά για πρώτη φορά ενωμένα και με μουσική και τραγουδι όπου έφτασε στο τέλος όπου ήρθαν όλοι οι πρόεδροι από τα σωματεία να με ευχαριστήσουν για την επιτυχία που είχε. Και σκοπός ήτανε βέβαια, το παραμύθι που ξεκινάει και ζωντανεύει και παραμένει στη μνήμη του παιδιού και μετά από αυτή τη παράδοση θα μπορούσα να πω, έφτασε τα παιδιά σε σημείο να με παρακαλάνε πότε θα κάνουμε την επόμενη παραγωγή. Και αυτό βέβαια μου έδωσε μια ικανοποίηση, όχι τόσο σαν χειροκρότημα πλέον αλλά κατάφερα τα παιδιά αυτά να αισθάνονται ελληνόπουλα.
Η ενασχόληση του Ζοζέφ Καρουάνα με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία έφερε στο παρασκήνιο την παραδοσιακή χορογραφία η οποία αποτελεί σημαντικό κομμάτι των ελληνικών παραστάσεων. Η χορογράφος Νάνσυ Καρουάνα δούλεψε για πολλά χρόνια με τον Ζοζέφ, μοιραζόμενη το πάθος του για την Τέχνη και τον Ελληνισμό.
Η Νάνσυ θα μπορούσα να πω, ή μάλλον σίγουρα είχε ένα έμφυτο ταλέντο. Ένα ταλέντο όχι μόνο στη χορογραφία, όχι στο ενδιαφέρον της τόσο στο μπαλέτο όσο και στο ελληνικό φολκλορικό. Τόσο που… πολλές φορές πήγαινε στην Ελλάδα με την Ντόρα Στράτου να μάθει, να σκαλίσει αν θέλεις, να βρει αυθεντικά κοστούμια και βλέποντας αυτό το έμφυτο, όχι μόνο το καλλιτεχνικό αλλά είχε κάτι άλλο… Είχε μια δύναμη, μια δύναμη που μπορούσε να συγκεντρώσει αυτά τα παιδιά και να τα ενθαρρύνει να χορέψουν τον ελληνικό χορό με υπερηφάνεια. Να φορέσουν το ελληνικό κοστούμι και να αισθανθούνε ότι είναι ελληνόπουλα. Αυτό βέβαια ευχαριστούσε τόσο πολύ τους γονείς που ερχόντουσαν όλο και περισσότερο και δημιουργήθηκε η σχολή Νάνσυ Καρουάνα.
Βλέποντας αυτό βέβαια δεν μπορούσα να μείνω αμέτοχος. Σαν σύζυγος μεν, αλλά όσο και σαν καλλιτέχνης. Φροντίζοντας έτσι να την καθοδηγώ τόσο πολύ στις παραστάσεις και σε… και στον τρόπο εμφανίσεως για να μη δημιουργούνται και προβλήματα με τους γονείς, με τα παιδιά, στο σκηνικό ακόμα και στο ένδυμα που φρόντιζα στο μοντέρνο χορό, ήταν πάντοτε επηρεασμένο από το ελληνικό παραδοσιακό φόρεμα. Έτσι για να μη ξεφεύγουμε. Μοντέρνο μεν αλλά έχει κάποια ρίζα.
50 χρόνια αγάπης για το θέατρο. Χαρές, λύπες, χειροκρότημα, ταλαιπωρία, χαλάλι. Αυτό αισθανόμουνα και αισθάνομαι. Έφτασα όμως στο σημείο ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να αναφερθώ σε αυτές τις σημαντικές συνεργασίες που είχα, όπως με τη Στέλλα Στεφανίδου σαν ηθοποιό και σαν άνθρωπο σαν φίλο, την Μιμίκα Βαλαρή, θαυμάσιος άνθρωπος, τον Βαγγέλη τον Καλύβα, τον Σταύρο Οικονομίδη έπαιξε μεγάλο ρόλο και αυτός στη συνεργασία μου με το θέατρο.
Αποφάσισα να απομονωθώ σε παρένθεση και να διαθέσω τον εαυτό μου σε όποιον με καλεί να τον βοηθήσω για μια καλή παράσταση. Ίσως όχι από τα μάτια τα δικά μου, από τα σωστά μάτια φροντίζοντας για το σκηνικό, για τα κουστούμια, για τις ορσμένες παρατηρήσεις αλλά περισσότερο απ’ όλα μήπως βρεθεί κανένα στέλεχος απ’ αυτά τα καινούρια που ασχολούνται τώρα, θέλοντας να δώσω αυτή τη σκυτάλη σε κάποιον που θα αναλάβει και αυτός με την ίδια αγάπη, με την ίδια θαλπωρή και να αγαπήσει το θέατρο, ακόμα και τα έπιπλα. Και όπως μου έλεγε και η Παπανίκα η Καίτη, μου έλεγε πως ο ηθοποιός πρέπει να ερωτεύεται τα έπιπλα. Πρέπει να είναι ερωτευμένος με τα έπιπλα. Να τα ακουμπάει και να αισθάνεται ηδονή. Αυτό βέβαια μου άφησε μεγάλη εντύπωση. Όπως με τον Σταύρο Οικονομίδη από τον οποίον έχω μάθει πολά πράγματα. Σαν σκηνοθέτη, σαν φίλο περίπου 40 χρόνια και στη συνέχεια σε όποιον μου ζητήσει, όπως είναι το θέατρο Παρασκήνια του Καλύβα ακόμα του Πρίντεζη. Όποιος μου ζητήσει είμαι πρόθυμος να βοηθήσω γιατί θέλω να δώσω αυτό που γνωρίζω, αυτό που ξέρω να μπορέσουν να συνεχίσουνε. Να μείνει ζωντανό το Ελληνικό θέατρο!
Πολλοί θίασοι μας επισκέφθηκαν από την Ελλάδα, εδώ στο Σίδνεϊ. Τραγωδία, κωμωδία… Αυτή η συνεργασία μάς έδινε το κουράγιο για να μπορέσουμε να καταφέρουμε και να εννοήσει το κοινό, ότι αυτή η συνεργασία αποβλέπει στο να δείξουν εμπιστοσύνη σε αυτό που κάνουμε. Να μπορέσουν δηλαδή να καταλάβουν ότι ερασιτέχνες είμαστε μεν αλλά παραμένουμε εραστές της τέχνης. Το λέει η ίδια η λέξη. Κι όσο παραμένει κανείς εραστής είναι ωραίος.
Η προετοιμασία για την θεατρική παράσταση του Χριστόφορου Κολόμβου που ανέβηκε το 1972 σε παγκόσμια πρεμιέρα έμεινε να χαραχθεί για πάντα στη νεαντική καρδιά του Ζοζέφ.
Το 1972 αποφασίζει ο Χρυσόστομος Μαντουρίδης να ανεβάσει παγκόσμια πρεμιέρα τον Χριστόφορο Κολόμβο. Ο Φώτος Σταύρου έκανε τον κύριο ρόλο και η Μιμίκα Βαλαρή έκανε την Ισαβέλλα. Ένα σκηνικό άψογο, το οποίο ασχολήθηκα εγώ. Τα κουστούμια τα θέλαμε αυθεντικά. Τα είχαμε νοικιάσει από το Ελιζαμπέθιαν θίατερ τραστ. Μια εβδομάδα πριν την παράσταση, ο Χρυσόστομος είχε ανησυχία. Κι όταν είχε ανησυχία ο Χρυσόστομος, ήταν κάτι το οποίο έπιανα αμέσως. Και μου λέει… το πρόβλημα είναι τα δύο αγάλματα. Του Χριστού και της Παναγίας που θα προσκυνήσει η Ισαβέλα, τα θέλω πέτρινα, παγωμένα από το χρόνο. Βέβαια αυτό ήταν για μένα εντολή πλέον. Δεν του είπα τίποτα, πήγα στο σπίτι να δοκιμάσω κάτι που σκέφτηκα. Να βάλω ένα κομμάτι λινάτσα, κάμποτο ας το πούμε, μέσα σε μπογιά με γύψο για να δω το πρωΐ αν θα έχει στεγνώσει. Αν το πετύχαινα, ήξερε ότι πλέον μπορούσα να κάνω τα αγάλματα.
Το κατάφερα. Πήρα δύο κούκλες, τα μανεκέν αυτά που λένε, τα έντυσα και ήρθε στην πρόβα τζενεράλε ο Χρυσόστομος ο οποίος τα είδε και έμεινε με το στόμα ανοιχτό… εκείνο το χαρακτηριστικό ύφος που είχε όταν θαύμαζε κάτι. Αυτό ήταν αρκετό για μένα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Για μένα ήταν σταθμός στο θέατρο. Γιατί μου είπε… εσένα σε αναγνωρίζω σαν καλλιτέχνη!
Εγώ πιστεύω οτι για να μπορέσει να συνεχιστεί το θέατρο, το Ελληνικό θέατρο εννοώ, και όχι μόνο στα αγγλικά, ας είναι στα αγγλικά, ας είναι όμως ένα κείμενο ελληνικό που έχει ένα μήνυμα μέσα και πρέπει αυτά που ασχολούνται σήμερα, η νεολαία, αυτοί που πρέπει να πάρον την σκυτάλη από μας και να συνεχίσουν, πρέπει πάνω απ’ όλα να δείχνουν τον σεβασμό για την εργασία που έχουμε κάνει και έφτασαν στο σημείο να συνεχίσουν αυτοί. Πρέπει να σέβονται το σανίδι που θα ανέβουνε επάνω διότι το θέατρο θα πει να είσαι άνθρωπος που καταλαβαίνεις, που σέβεσαι, που εκτιμάς, να δείχνεις πειθαρχία. Προ πάντων πειθαρχία, είναι το πρώτο που θα έπρεπε να λάβουνε υπ’ όψιν τους. Όχι πριμαντονισμούς και αυτά που συνηθίζεται να γίνονται και ξαφνικά σε μια παράσταση πετιούνται να φύγουνε. Αυτό, πιστεύω θα βοηθήσει να συνεχίσει. Και όπως είπα και πιστεύω ότι εγώ είμαι διαθέσιμος. Ό,τι μπορώ και ό,τι γνωρίζω για το θέατρο να το μεταδώσω σε αυτά τα παιδιά. Αρκεί να έρθουν να ρωτήσουν, μπορείς να βοηθήσεις να κάνουμε αυτό και εκείνο; Αυτός είναι ο σκοπός μου από εδώ και πέρα. Εκτός αν μου ζητήσουν να παίξω κανένα ρόλο της ηλικίας μου!
Ευαγγελία Σαμιωτάκη, ηθοποιός:
[ Είμαι πολύ ευτυχισμένη που μου δίνεται η ευκαιρία σήμερα να μιλήσω για κάποιους χρυσούς Έλληνες. Τους Έλληνες τ’ αδέλφια μας της Αυστραλίας μεταξύ των οποίων δύο εξαιρετικά μέλη της ομογένειας είναι ο Πέτρος ο Πρίντεζης και ο Ζοζέφ. Είχαμε την ευτυχία να τους γνωρίσουμε από κοντά, να συνεργαστούμε, να μας βοηθήσουνε πάρα πολύ όταν ήρθαμε κοντά σας ε, και να εκτιμήσουμε το έργο τους. Μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε και παράσταση δική τους και εμένα και του Σπύρου και όλος ο θιάσός μας, πραγματικά, για ερασιτεχνική δουλειά τους βγάλαμε το καπέλο. Ειλικρινά, το έργο τους είναι πολύ σημαντικό και πιό πολύ, αυτήν την αίσθηση που μας έδωσαν, ξέρετε είναι η κλώσα με τα κλωσόπουλα. Αυτοί οι πιό μεγάλοι άνθρωποι που είχαν και μια τεράστια πείρα και γύρω τους μαζεμένα η νεότερη γενιά, η γενιά που μπορεί να είναι και δεύτερη και τρίτη γενιά ελληνόπουλα, παρ’ όλα αυτά όμως, είναι κοντά στο θέατρο, αγαπάνε το θέατρο, το θέατρο τους βοηθάει να διατηρήσουμε τα ήθη και τα έθιμα και τη γλώσσα μας πάνω απ’ όλα που το θεώρούμε πάρα πολύ σημαντικό. Συγχαρητήρια λοιπόν σε αυτούς τους δύο πολύ σημαντικούς ανθρώπους που έχουν κάνει ένα σημαντικό έργο. Και ακόμη συγχαρητήρια στους ανθρώπους που σκέφτηκαν να δημιουργήσουνε, να φτιάξουν αυτή την εκδήλωση, αυτή την διάκριση για τους ανθρώπους αυτούς που πραγματικά, πραγματικά το αξίζουν. Φίλε Πέτρο, φίλε Ζοζέφ, πολλά φιλιά, πολλή εκτίμηση και πολλή αγάπη από την Ευαγγελία τη Σαμιωτάκη σε εσάς τους δύο ανθρώπους που μας βοηθήσατε τόσο πολύ όταν ήρθαμε και εμείς ξένοι προβληματισμένοι με πάρα πολλές δυσκολίες στο στήσιμο του σκηνικού στην, ε, στο χώρο, ακόμη αν θέλετε και στην εμπορικότητα στον τρόπο να βγεί παρά έξω η δουλειά μας και να το δουν όσο, ε, περισσότεροι Έλληνες μπορούνε, ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ και θερμά συγχαρητήρια για το σπουδαίο έργο που έχετε επιτελέσει όλα αυτά τα χρόνια.
Σπύρος Καλογήρου, ηθοποιός:
Ζοζέφ Καρουάνα, Πέτρο Πρίντεζη, αγωνισθείτε. Αγωνισθείτε. Να προσφέρετε με το θέατρο που έχετε, για την Ελλάδα. Για τα νέα παιδιά. Για τους Έλληνες. Αγωνιστείτε με την ψυχή σας.
Καίτη Παπανίκα, ηθοποιός:
Την πρώτη φορά που ήρθα στην Αυστραλία ήτανε με το Θέιο το Σκάλκο, μου τηλεφώνησε και μου είπε «Είμαι ο Θείος ο Σκάλκος» Λέω δεν ξέρω εγώ, δεν έχω κανένα θείο Σκάλκο! Όχι μου λέει, «Θείος είναι ο Θόδωρος και θέλω να έρθετε στην Αυστραλία να παίξετε ένα θεατρικό έργο.» Ω, λέω χαρά μου είναι να έρθουμε. Πράγματι ήρθαμε τότε και παίξαμε στο Σύδνεϋ μια πολύ ωραία παράσταση και ένα πολύ ωραίο έργο του Νίκου του Τσιφόρου το «Η κυρία του Κυρίου», είχε έναν άλλο τίτλο θυμάμαι τότε για κάποιο λόγους, δεν ξέρω, κάποιο λάθος είχε γίνει ή όχι δε θυμάμαι ακριβώς, μαζί με τον Θόδωρο τον Κατσαδράμη. Πράγματι είχαμε μεγάλη επιτυχία, φιλοξενία απ’ όλους και ζήσαμε υπέροχες μέρες και στιγμές. Εκεί γνωρίσαμε τον Πέτρο, εκεί γνωρίσαμε τον Ζοζέφ, τον λατρέψαμε. Μας βοήθησαν πάρα πολύ για αυτή την παράσταση, δεν συμμετείχαν στην παράσταση αλλά μας βόηθησαν στα σκηνικά, μας βοήθησαν σε ό,τι πρόβλημα είχαμε γιατί να δώσεις μια παράσταση δεν είναι εύκολο πράγμα, παρόλο που κάναμε και τις πρόβες μας παρόλο που μας δώσαν έτσι και κάποιους χώρους να δουλέψουμε μέχρι που να κάνουμε την πρεμιέρα μας. Ο Πέτρος και ο Ζοζέφ και όλα τα παιδιά ήτανε κοντά μας, με πολλή πολλή αγάπη. Πέρασαν τα χρόνια και ναι το ‘85, πήραν την απόφαση, ο Χριστόπουλος ο Νίκος που ήταν και σκηνοθέτης, ο Πέτρος ο αγαπημένος μου Πέτρος, ο Ζοζέφ να μας καλέσουνε και πάλι να συνεργαστούμε με την ομάδα τους. Εγώ άλλο που δεν ήθελα, λέω να συνεργαστούμε αλλά πως θα κάνουμε πρόβες; Τι θα ανεβάσουμε μα τι θα ανεβάσουμε, μια ωραία κωμωδία Ελληνική. Και έτσι ανεβάσαμε ο «Θόδωρος και το τρελοκόριτσο» μια κωμωδία του Νίκου Κατσαμπή. Όμως πως θα γίνουν οι πρόβες; Α, λέει, μην ανησυχείς, θα μας στείλεις το κείμενο, θα δουλεύουμε εμείς εδώ και όταν έρθεις θα κάνουμε τις πρόβες και όλα θα πάνε καλά. Πολύ αισιόδοξο αυτό, πράγματι λοπόν στέλνω το έργο, το διαβάσανε, εγώ διάβαζα εδώ μόνη μου αλλά είχαμε μια μυστική επαφή, είχαμε μια αγάπη και μια συνεργασία γιατί εμείς οι ηθοποιοί έχουμε κωδικούς όπου και αν βρισκόμαστε και εμείς οι Έλληνες ηθοποιοί κακά τα ψέμματα με πολύ δύσκολες σνθήκες πετυχαίνουμε πάρα πολλά πράγματα. Πράγματι ήρθε η μέρα και τον Αύγουστο του 1985 ανεβάσαμε στο Ενμορ Θιατερ τον «Θεόδωρο και το τρελοκόριτσο» με τον Πέτρο και τον Ζοζέφ και με μία ομάδα ηθοποιών. Πέτρο μου είσαι υπέροχος, δεν θα ξεχάσω την αγάπη σου, δεν θα ξεχάσω την τρυφερότητά σου τη ζωντάνια σου το κέφι σου το δυναμισμό σου. Ζοζέφ είσαι λατρεμένος, είσαι αγαπημένος και εσύ υπέροχος πάντα κοντά μας δυνατός, μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος έτοιμος να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου και έτοιμος να δώσεις τη βοήθεια εάν τη χρειαζόμασταν, και όποτε τη χρειαζόμασταν.
Από το 1994 η Ζοζέφ συμμετείχε εθελοντικά στην ομάδα ΝΟΥΣ, τη Νεο-Ελληνική Ομάδα Υποστήριξης Σχιζοφρενών. Το φιλανθρωπικό έργο που επιτέλεσε ήταν εξαιρετικά σημαντικό.