Τόπος Γέννησης | Ζάκυνθος |
---|---|
Όνομα | Διονυσία |
Επώνυμο | Μούσουρα |
Γονείς | παπά Σπύρος Μούσουρας και Χρυσή |
Ημερομηνία Γέννησης | 1940 |
Έτος άφιξης στην Αυστραλία | 1967 |
Η Διονυσία γεννήθηκε το 1940 στη Ζάκυνθο, δευτερότοκη κόρη των παπά Σπύρου Μούσουρα (πάρα πολύ γνωστού ιερέα και σεβαστού στην κοινωνία της Ζακύνθου) και της Χρυσής. Ο παπάς ήταν των γραμμάτων κι η παπαδιά των αποφάσεων. Το σπίτι ήταν πάντα γεμάτο βιβλία, βιβλία σε όλα τα δωμάτια.
Σε ηλικία τεσσάρων ετών βρεθήκαμε στη Μπόχαλη. Ο πατέρας μου, ο παπα-Σπύρος έχει μόλις πάρει μετάθεση από το Μπανάτο στην εκκλησία στη Μπόχαλη. Η πρώτη εντύπωση, παρόλο που ήμουν μόνο τεσσάρων χρόνων, είναι ότι έμεινα έκθαμβη από το τοπίο. Δεν μπορούσα να πιστέψω τόση ομορφιά. Ήμουν εκστασιασμένη κάτα κάποιον τρόπο. Έτος 1944. Ήταν η εποχή που τελείωνε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, φεύγανε οι Γερμανοί. Ήταν τα πράγματα πάρα πολύ δύσκολα. Θυμάμαι, λες και είναι τώρα, τη μετακόμισή μας από το Μπανάτο. Είχε έρθει ένα χειρόκαρο, μεγάλο και μακρύ και φορτώσαμε τα λιγοστά υπάρχοντά μας. Η αδελφή μου κι εγώ καθίσαμε στο χειρόκαρο γιατί είμασταν μικρές. Εγώ τεσσάρων, η αδελφή μου η Αδαμαντία, περίπου πεντέμιση. Η μαμά ακολουθούσε με τον μπαμπά από πίσω. Η πορεία κράτησε αρκετή ώρα. Μην ξεχνάς το χειρόκαρο δεν ήταν αυτοκίνητο να τρέχει, να πηγαίνει γρήγορα. Ήταν απόσταση. Το Μπανάτο τότε ήταν εξοχή. Εγώ παρόλο που ήμουν πολύ μικρή, θυμάμαι ότι ήμουν σε θέση να εκτιμήσω την ομορφιά που έβλεπα. Έτρεχα από δω και από κεί, ήθελα να εξοικειωθώ με το νέο περιβάλλον. Η κοινωνία ήταν κλειστή εκείνα τα χρόνια. Ο κόσμος φοβισμένος. Προσπαθούσαν να συνέλθουν από την οδύνη του πολέμου. Υπήρχε φόβος, πολύς φόβος. Δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε ελεύθεροι γιατί είχε ξεσπάσει και ο Εμφύλιος. Χωρίς να θέλω να πάρω θέση -παρόλο που πήρα θέση αργότερα όταν ωρίμασα- υπήρχε ένας φόβος και τρόμος για τους Αντάρτες, τους λεγόμενους αριστερούς και μας είχαν δημιουργήσει ένα μεγάλο φόβο. Κλίμα τρομοκρατίας…
Φτωχικά τα χρόνια εκείνα… Περάσαμε κατοχή και δυστυχία. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που κατόρθωσε ο πατέρας μου να βρει λίγο λάδι. Όταν καθίσαμε στο τραπέζι να φάμε, μας το μοίρασε με λίγο ψωμί από σίκαλη που είχε. Εγώ σήκωσα το πιατάκι και ήπια το λάδι… Θα μου πεις; Πίνεται το λάδι; Κι όμως πίνεται… Διότι όταν περάσεις πείνα και δυστυχία σε τόσο νεαρή ηλικία το πίνεις και δεν σου κάθεται καθόλου στο λαιμό.
Την πρώτη τάξη την έβγαλα εδώ, με την πρώτη δασκάλα μου την κυρία Λουϊζα που την θυμάμαι ακόμα. Το σχολείο ήταν εκεί που είναι οι κολωνίτσες τώρα. Το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα… Εδώ που είναι τώρα η πλατεία και οι καρέκλες ήταν το κελί της εκκλησίας. Κι αυτό ήταν η κατοικία του εκάστοτε παπά. Ήταν ένα μακρόστενο σπίτι, με μια πολύ μεγάλη αυλή προς τα πίσω, είχε μια στέρνα στη γωνία, δεξιά εκεί που είναι οι κολωνίτσες, και μια μεγάλη συκιά. Η εκκλησία είναι η ίδια και το καμπαναριό το ίδιο. Το κελί είχε παράθυρα που βλέπανε αυτό το υπέροχο τοπίο. Άνοιγα τα πατζούρια κάθε πρωϊ και καθόμουν και χάζευα. Πίσω ήταν μια πόρτα αλλά η κύρια είσοδος του σπιτιού ήταν μέσω της εκκλησίας. Ο παπα-Μούσουρας ήταν πολύ καλλίφωνος και μουσικός, δίδασκε Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική στο Γυμνάσιο Ζακύνθου μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Όλοι έρχονταν να ακούσουν τον παπα-Μούσουρα -ιδιαίτερα στις τελετές των Χαιρετισμών, τη Μεγάλη Εβδομάδα… Ήταν πολύ μελωδικός. Όταν τελείωναν οι ιεροτελεστίες, λειτουργία ή οτιδήποτε άλλο, όλοι θα έρχονταν μέσα στο σπίτι, η παπαδιά είχε τον καφέ, τα παξιμαδάκια… Τις πιο πολλές μέρες που ο παπάς έπρεπε να λειτουργήσει γιατί ήταν γιορτή αλλά οι ψαλτάδες είχαν κάποια αγροτική δουλειά εγώ έψελνα. Στην αρχή ήταν άβολο, αλλά μετά το συνήθισα. Έκανα τον ψάλτη και τον νεοκόρο. Στη Χώρα άρχισα να κατεβαίνω από την ηλικία των επτά χρόνων περίπου. Η κυρία Λουίζα ήταν μια υπέροχη δασκάλα. αλλά είμασταν έξι τάξεις σε μια αίθουσα, αρκετά παιδιά και η κυρία Λουίζα -τη θυμάμαι λες και είναι τώρα- είχε μια τσάντα με το πλεκτό της και έπλεκε τις περισσότερες ώρες. Όταν ο παπάς πήρε χαμπάρι ότι πιο πολύ πλέκει η Λουίζα παρά μας διδάσκει, πήρε εμένα και την αδελφή μου και μας έγραψε στο Πρώτο Δημοτικό στην Αγία Τριάδα. Ξέγνοιαστα, ανέμελα χρόνια. Φτωχά, δύσκολα αλλά όμορφα. Τα χρόνια στην παιδική ηλικία είναι πάντα όμορφα. Δεν έχεις υποχρεώσεις.
Ο σεισμός ήταν ορόσημο για τη Ζάκυνθο. Ο σεισμός μας βρήκε εδώ στο κελί. Έγινε ο πρώτος σεισμός και η συγχωρεμένη η νόνα μου, η Αντριάνα, είχε έρθει να πάρει τον αδελφό μου – ο οποίος γεννήθηκε στη Μπόχαλη το 1947- γιατί ήταν πολύ ζωηρός. Τελικά πήρε εμένα και την αδελφή μου και μας πήγε στο Μπανάτο και ο σεισμός ο μεγάλος, ο καταστροφικός μάς βρήκε εκεί. Στη Γαργατσούρα, ένα κτήμα που είχε η νόνα μας εκεί κοιμόμασταν στα αλώνια και ο θόρυβος ήταν διάχυτος. Έλεγες θα ανοίξει η γη και θα μας καταπιεί. Εμείς τα παιδιά δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι τόσο απλό να ανοίξει και να μας καταπιεί η γης, αλλά έτσι νιώθαμε. Ο φοβερός, ο μεγάλος σεισμός της επόμενης μέρας προκάλεσε μεγάλο πανικό. Αφήνιαζαν τα άλογα που ήταν γύρω… Δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν και τί γινότανε. Το μόνο που βλέπαμε ήταν να πέφτουν ερείπια γύρω μας, παντού! Γκρεμίζονταν σπίτια, καλύβια… Οι άνθρωποι φωνάζανε, ουρλιάζανε… Τρέχανε να βρουν τους δικούς τους γιατί ήταν πολλοί που είχαν μείνει στο χωριό μέσα. Ήταν παιδάκια μικρά που κοιμόνταν στην κούνια ακόμα γιατί οι γονείς είχαν έρθει να δουλέψουν στα κτήματα και τα είχαν αφήσει με κάποιον από τους γερόντους. Οι μνήμες είναι άσβεστες. Βρεθήκαμε με την αδελφή μου εκεί… αλλά θέλαμε να φύγουμε. Θέλαμε τη μαμά μας, τον μπαμπά μας. Δεν μας άφηναν να φύγουμε… Πού θα πάτε; Βουλιάξανε όλα. Γκρεμίσανε. Την επόμενη μέρα με την αδελφή μου συνεννοηθήκαμε με τα μάτια και όταν δεν κοίταζαν οι άλλοι πιαστήκαμε χέρι-χέρι και ξεκινήσαμε χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίνουμε. Διότι, οι δρόμοι είχαν κλείσει από τα χαλάσματα. Συναντούσαμε ανθρώπους στο δρόμο… Πού πάτε;;; Θα σκοτωθείτε!!! Βουλιάζει η Ζάκυνθος. Γυρίστε πίσω. Εμείς σκοντάφταμε, πέφταμε. Είμασταν δακρυσμένα, λερωμένα, γδαρμένα, αποφασισμένα όμως να φτάσουμε στον μπαμπά και στη μαμά. Δεν ξέρω πόσες ώρες μας πήρε… Μπορεί να πήρε δυο-τρεις ώρες. Δεν έχω ιδέα. Κάποια στιγμή φτάσαμε στην πλαγιά του Αρίγκου και βλέπουμε εκεί τον μπαμπά μου να μας περιμένει. Λες και το ήξερε ότι θα πηγαίναμε και μας περίμενε. Μας αγκάλιασε και τις δυο… Η εικόνα που αντίκρυσα μου έχει μείνει αξέχαστη. Καιγόταν το ιερό της Μητρόπολης. Εκείνη τη στιγμή λιποθύμησα.
Είχα την τύχη να έχω έναν πολύ καλό φιλόλογο στο Γυμνάσιο, τον Μαρίνο Βούρη που πέθανε πέρυσι (2012), ήταν και ο μέντοράς μου και τον λάτρευα στην κυριολεξία. Αυτός μας ενθάρρυνε να κρατάμε ημερολόγιο σε καθημερινή βάση. Τα ημερολόγιά μου δεν επέζησαν. Μετά το γάμο μου και τη μετανάστευσή μου στην Αθήνα έμειναν πολλά πράγματα πίσω. Όταν οι γονείς μου μεταφέρθηκαν στην Αθήνα αναγκάστηκαν να τα ξεφορτωθούνε όλα αυτά…
Γνωρίστηκα με τον σύζυγο, ερωτευτήκαμε και παντρευτήκαμε τον Δεκέμβριο του ’60. Αρχές του ’61 φεύγουμε για Αθήνα. Ο χωρισμός από την οικογένεια ήταν οδυνηρός γιατί τότε Αθήνα – Ζάκυνθος δεν είναι όπως είναι τώρα. Τότε ήταν ταξίδι μεγάλο. Ο πρώτος χωρισμός, ο πρώτος ξεριζωμός. Μου στοίχισε πάρα πολύ. Στην Αθήνα ζήσαμε επτά χρόνια. Απέκτησα δύο παιδιά. Την κόρη μου τη γέννησα στη Ζάκυνθο, Ευγενίδου 20, γιατί είχα το γιο μου μικρό, και χρειαζόμουν βοήθεια. Όλοι οι συγγενείς ήταν στη Ζάκυνθο.
- Τα πράγματα μετά τη δικτατορία στις 21 Απριλίου, ήταν πάρα πολύ άσχημα. Ο γιος μου αρρώστησε, τηλέφωνο δεν υπήρχε και παίρνω το παιδί στα χέρια, βγαίνω έξω να βρω γιατρό. Βλέπω έναν φαντάρο με τουφέκι παρατεταμένο διότι είχε μεσολαβήσει η δύση του ηλίου και απαγορευόταν η κίνηση. Με αναγκάζει και γυρίζω πίσω. Δεν ήξερα τι να κάνω… Ήμουν σε απόγνωση…
Τότε η Αυστραλία ζητούσε μετανάστες αλλά πλήρωνε και τα ναύλα εξ ολοκλήρου. Αρχίσαμε με το σύζυγο να συζητάμε να φύγουμε… Αφού η Αυστραλία ζητάει μετανάστε κι αφού δεν θα μας στοιχίσει τίποτα, ας πάμε μέχρι να φτιάξει η κατάσταση στην Ελλάδα και ότι φτιάξουν τα πράγματα γυρνάμε. Αυτά στην πορεία αποδείχθηκαν μόνο λόγια…
Τον σύζυγο τον απέρριψαν δύο φορές. Τα χέρια του δεν ήταν χέρια εργάτη. Η Αυστραλία ήθελε νειάτα μπρατσωμένα για να επενδύσει τη βαριά βιομηχανία και να κάνουν αυτά που οι ντόπιοι δεν καταδέχονταν να κάνουν. Να ανοίξουν καινούριες τρενογραμμές, να ανοίξουν καινούριους δρόμους. Δεν ήθελε μορφωμένους, δεν ήθελε καλλιεργημένους.
Την τρίτη φορά αφού ο σύζυγος ‘ταλαιπώρησε’ τα χέρια του, τον πέρασαν. Παραμονή Χριστουγέννων, 1967, απόγευμα 3.30 όταν οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και ολόκληρη η Ελλάδα ετοιμαζόταν να γιορτάσει τη γέννηση του Χριστού, εμείς μπήκαμε στο Πατρίς με δύο παιδιά και πηγαίναμε σε μια χώρα άγνωστη. Περάσανε πολλά χρόνια για να γιορτάσουμε Χριστούγεννα. Η μέρα μας θύμιζε πάντα το φευγιό. Φτάσαμε στην Αυστραλία μετά από 39 μερόνυχτα.
Οι πρώτες εντυπώσεις μου ήταν αρνητικές. Τότε, η Μελβούρνη ιδιαίτερα, δεν είχε όμορφα κτίρια, ούτε καν διώροφα. Μου φανήκαν παράγγες σαν τους στάβλους που είχαν εδώ στα χωριά για να σταβλίζουνε τα ζώα. Τα σπίτια χαμηλά, ξύλινα, το ένα κολλητά στο άλλο και παμπάλαια… Αυτή είναι η Μελβούρνη; Εδώ ήρθαμε να ζήσουμε;
Άλλη αρνητική εμπειρία…. Με κάλεσε μια ξαδέρφη μου να πάμε επίσκεψη στο σπίτι της. Εγώ μαθημένη από την Ελλάδα – που δεν βγαίναμε ατημέλητοι- ντύθηκα, έντυσα τα παιδιά και περπατήσαμε μια απόσταση ένα με ενάμιση χιλιόμετρο. Καλοκαίρι 6.30 με 7.00 το απόγευμα και δεν συναντάμε ψυχή ζώσα στους δρόμους της Μελβούρνης. Που ήρθαμε να ζήσουμε; αναρωτήθηκα. Η ξαδέρφη μου με υποδέχτηκε με γέλια. Που νομίζεις ότι πας και στολίστηκες;
Όταν ανέβηκα σε τραμ διαπίστωσα ότι μερικοί διαβάζουν εφημερίδα, άλλοι λύνουν σταυρόλεξα… πάντως κάτι έκανε ο καθένας για να αποφύγει τον διπλανό του. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ότι δεν νοιώθουν την ανάγκη επικοινωνίας με τον συνάνθρωπο. Με πήρε πολλά χρόνια για να συνηθίσω ότι αυτός είναι ο τρόπος ζωής του Αυστραλού.
Πριν κάνω το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα περάσανε 13 χρόνια. Το ταξίδι το αποφάσισα όταν μίλησα με τον πατέρα μου στο τηλέφωνο για τα χρόνια πολλά και μου ζήτησε να με δει πριν φύγει για να μου δώσει την ιερατική του ευλογία και την πατριαρχική του ευχή. Αυτό ήταν. Συγκλονίστηκα. Αποφασισμένη ανακοίνωσα στον άντρα μου ότι εγώ τον Αύγουστο θα πήγαινα στην Ελλάδα. Άρχισα λοιπόν να δρομολογώ ένα ταξίδι που οικονομικά ήταν ασύμφορο. Αφήσαμε τα παιδιά πίσω σε φίλους και γνωστούς -γιατί οικονομικά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ένα τέτοιο ταξίδι οικογενειακώς. Περάσαμε έξι εβδομάδες απίθανες… [από τη συνέντευξη στον αείμνηστο Γιώργο Γεωργιάδη στις 26 Ιουλίου 2013 για την εκπομπή ‘Πρόσωπα’]. http://www.nyxthimeron.com/2016/11/ionian-channel-2672013.html
Η Διονυσία Μούσουρα τελείωσε το, οκτατάξιο τότε, Γυμνάσιο στο μικρό της Νησί και στο μεγάλο Νησί, την Αυστραλία, που μετανάστευσε με την οικογένεια της το 1967, σπούδασε Διερμηνεία/Μετάφραση στο Πανεπιστήμιο RMIT. Μετά το πέρας των σπουδών της, ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική Διερμηνεία, τομέα στον οποίο εργάζεται μέχρι σήμερα. Για δεκαετίες, ήταν μία από τους επίσημους Μεταφραστές των περισσότερων Ομοσπονδιακών και Πολιτειακών Υπουργείων της Αυστραλίας. Παράλληλα, έκανε ειδικές σπουδές στο Καρκινικό Συμβούλιο Αυστραλίας και στην Υπηρεσία Διαβητικών Αυστραλίας, όπου απεφοίτησε ως Επιμορφωτική Σύμβουλος. Υπό αυτήν την ιδιότητα, δίνει διαλέξεις στην Αγγλική κι Ελληνική γλώσσα, για ό,τι αφορά τον Καρκίνο και το Διαβήτη. Δίδαξε για πολλά χρόνια Νεοελληνικά, στα απογευματινά Παροικιακά Σχολεία της Μελβούρνης και στα Σαββατιανά Πολυγλωσσικά Σχολεία του Υπουργείου Παιδείας Αυστραλίας. Γράφει από νεαρή ηλικία. Έχει ανθολογηθεί σε Αυστραλία, Ελλάδα, Αμερική. Πολλά από τα έργα της και τα βιβλία της, έχουν τύχει διακρίσεων σε Λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε αυτές τις χώρες.
Δημοσιεύονται έργα της, σε ηλεκτρονικά περιοδικά σε Ελλάδα, Αυστραλία και Καναδά. Η Ζάκυνθος, όμως, την ακολουθεί καθώς <<η Καβαφική Πόλις ακολουθεί τους πολίτες της παντού>> (Μ. Σοφοκλέους)
Έργα της
Ποίηση
- Σκυφτές Ανεμώνες, Τετραλογία, Εκδόσεις Ναυτίλος, Μελβούρνη, 1996
- Εν τη Πόλει της Μελβούρνης, με Αγγλικό τίτλο Words and Memories in Melbourne, δίγλωσσο Εκδόσεις Τσώνη 2007
Πεζογραφία
- Ο Κραταιός Νόστος, εκδόσεις Πανεπιστημίου RMIT, Greek-Australian Archives Publications, 2007
- Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων, Εκδόσεις Τσώνη, Μελβούρνη, 2005
- Του Φιόρου και του Μισεμού, Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα, 2013. [Η συγγραφέας, δραστήρια και καταξιωμένη στη χορεία των πνευματικών ανθρώπων της Αυστραλίας, δημοσιεύει ως βιβλίο, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τις συναρπαστικές, συγκινητικές, κοινωνικές όσο και ανθρώπινες ιστορίες της από την ελληνική διασπορά της δεύτερης πατρίδας της, πάντα σε συνάρτηση με τον γενέθλιο τόπο της την Ζάκυνθο. Ιστορίες με πανανθρώπινη υπόσταση, που πέρα από την λογοτεχνική τους αξία, δίνουν το στίγμα της ελληνικής μετανάστευσης, την πίκρα αλλά και τη δύναμη του νόστου, ορθοτομώντας συγχρόνως την ανθρώπινη φύση, αλλά και εκείνη του Έλληνα. “(…) είναι ο βαρύς πόνος της ξενιτειάς, έτσι όπως εκφράζεται, άλλοτε άμεσα και δυνατά, και άλλοτε, μέσα από μια λεπτή “πεθυμιά” της πατρίδας και της ζωής εκεί. Η Διονυσία Μούσουρα-Tσουκαλά, ξέρει να χειρίζεται τον λόγο και το μέτρο με άψογο τρόπο, όπως οι παλαιότεροι εκείνοι ποιητές μας, που με τον καιρό μέσα στην ευκολία και την προχειρότητα της εποχής όλο και πιο πολύ σπανίζουν στις μέρες μας. Την διακρίνει μια αυστηρότητα στο ύφος, μια ευθυβολία, μια αμεσότητα και μια αφαιρετικότητα. Γνωρίζει άριστα να ενδοσκοπεί.” (Ρούλα Κακλαμανάκη, Συγγραφέας) “(…) ο αναγνώστης της μπορεί, επίσης, να συγκρατήσει το συνοπτικό τρόπο με τον οποίο γίνεται η γενικότερη εκφορά του λόγου της. Τα αξιόλογα κομμάτια της για την Ζάκυνθο, την ιδιαίτερη πατρίδα της, συνιστούν ενδιαφέροντα δείγματα της «Λογοτεχνίας της Νοσταλγίας» που αγάπησαν τόσο πολύ και καλλιέργησαν με συγγνωστό πάθος οι συμπατριώτες μας, επώνυμοι και ανώνυμοι, μέσα και έξω από την Ελλάδα επί αιώνες.” (Γιώργος Βέης, Ποιητής) “(…) μου αρέσει πάρα πολύ το χιούμορ της, όταν τα πράγματα αγριεύουν που δεν μπορείς να τα αντέξεις, αμέσως τα γυρίζει το χιούμορ και η ψυχή δεν βαραίνει, ξεκουράζεται και μπορεί να προχωρήσει.” (Ιωάννα Λιακάκου , Συγγραφέας)
- Δύο Στεφάνια κι ένα δαχτυλίδι, Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα, 2014. [Η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά, ανακαλύπτει η ίδια για πρώτη φορά την πικρή αλήθεια: ο δρόμος για την επιστροφή έχει κλείσει. Έτσι, απαλλαγμένη από τη μυθοποίηση στοιχείων, που μπορούν να δυσκολέψουν σε συναισθηματικό επίπεδο τη γραφή της, αφήνεται στη νοσταλγία της περιγραφής της “ζωής των μεταναστών”, που την αφηγείται πάντα χωρίς να την ωραιοποιεί και της “άλλης ζωής”, εκείνης των μακρινών συγγενών, πίσω στην πρώτη πατρίδα, και αποδέχεται την πραγματικότητα: η ονειρεμένη πατρίδα μας δεν έχει χωρικά σύνορα, η εστία μας είναι εκεί που καίει η φωτιά της καρδιάς μας].
- Γνεφολογήματα, Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα, 2014. [Η Διονυσία Μούσουρα μίλησε στο Ionian Channel την 1η Αυγούστου 2014: Ο τίτλος είναι συμβολικός. Είναι σαν να γνέφω από μακριά στο πολύ μακρινό χθες. Είναι κείμενα τα οποία βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα και σε πραγματικούς ανθρώπους που αντλώ κατά κάποιο τρόπο από τη θύμηση, γιατί λόγω ηλικίας έχω πολλές αναμνήσεις και μιλάω για ανθρώπους του Μπανάτου, που είναι το γενέθλιο χωριό μου, μιλάω για ανθρώπους της εποχής εκείνης και για διάφορα περιστατικά άλλοτε φαιδρά, άλλοτε κωμικά, άλλοτε συγκινητικά, άλλοτε τραγικά… Μεγάλη γκάμα. Ξεκίνησα να γράφω στο Νυχθημερόν, έναν ιστότοπο του πάτερ Παναγιώτη Καποδίστρια πριν από επτά χρόνια και κάποια στιγμή σκέφτηκα να συγκεντρωθούν αυτά τα κείμενα και να μπουν σε ένα βιβλίο γιατί από ότι γνωρίζω από τον πάτερ Παναγιώτη διαβάζουνε πάρα πολύ τη στήλη αυτή. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να τα μοιραστώ με άλλους και στη Μελβούρνη που ζω στην Αυστραλία αλλά και εδώ. Αυτό είναι το περιεχόμενο του ενός βιβλίου, Τα Γνεφολογήματα. Σαν κίνητρο πάντοτε έχουν κάποιο αληθινό περιστατικό ή κάποιον αληθινό άνθρωπο].
- Ταξίδια που δεν τελείωσαν, Εκδόσεις Ναυτίλος 2017. 38 διηγήματα με βάση ένα πραγματικό πρόσωπο ή ένα πραγματικό περιστατικό. Έχει να κάνει με ανθρώπους που έζησαν και περπάτησαν στα μονοπάτια της Ζακύνθου σε περασμένες εποχές, ακόμα και πριν από 150 χρόνια. Το βιβλίο περιλαμβάνει και αυτοβιογραφικές εμπειρίες. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ακόμε τον ήχο περασμένων καιρών, αγαπημένων καιρών και όχι ξεχασμένων. [Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε το Σάββατο 22 Ιουλίου 2017, στις 20:00 στο Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου. Ομιλητές: Κατερίνα Δεμέτη, Άκης Λαδικός, Andria Garivaldi. Διάβασαν: η Τζένη Ρουσσέα, η Λετίτσια Μουστάκη και ο Κώστας Καποδίστριας. Ο Γιάννης Παντάκης και η Δήμητρα Σαπνάρα, συνοδεία ορχήστρας, τραγούδησαν ποιήματα της Διονυσίας Μούσουρα μελοποιημένα από τον Γιάννη Παντάκη.
Στη συνομιλία της με τον Βάιο Αναστασόπουλο για τη ραδιοφωνία της SBS, η ομογενής λογοτέχνης Διονυσία Μούσουρα – Τσουκαλά με αφορμή την έκδοση συλλογής διηγημάτων και τη σχετική παρουσίαση που διοργανώθηκε, μίλησε για τις υπέροχες εμπειρίες που είχε στην Ελλάδα και στην Ζάκυνθο και τις υπέροχες μνήμες που κουβαλώ μαζί της.
Για πολλά χρόνια γράφω σε ένα σάιτ στη Ζάκυνθο που το διαβάζουν πάρα πολλά άτομα από πολλά μέρη του κόσμου. Ένας εκδότης Έλληνας, ο Ι. Γαριβάλδης που έχει τον εκδοτικό οίκο Περίπλους με διάβαζε και του άρεσε η γραφή μου και όταν γίναμε φίλοι στο φέισμπουκ μου πρότεινε άμα έχω εκδόσει κάτι να του το στείλω να το δει για να σκεφτεί αν θα ήθελε να το εκδόσει ή όχι. Του αρέσανε πάρα πολύ αυτά που του έστειλα και μου πρότεινε να εκδώσω βιβλίο στην Ελλάδα.
Β.Α: Εμείς γνωρίζουμε ότι έχετε ήδη εκδώσει βιβλία στην Αυστραλία.
Δ.Μ: Τέσσερα βιβλία στην Αυστραλία και συν-συμμετοχή σε πάρα πολλές ομαδικές εκδόσεις.
Β.Α: Αυτό το έργο που εκδόθηκε στην Ελλάδα έχει εκδοθεί και παλαιότερα ή είναι καινούριο υλικό.
Δ.Μ: Όταν ο εκδότης διάβασε τις δύο διηγηματικές συλλογές που του έστειλα, Ο Κραταιός Νόστος και Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων επέμενε να ξεκινήσει μια συνεργασία. Μάλιστα μου είπε ότι είναι αμαρτία οι Έλληνες της Ελλάδας να μην έχουν διαβάσει αυτά τα πολύ ωραία διηγήματα. Έγινε λοιπόν μια επιλογή από τα περισσότερα διηγήματα από τα δύο βιβλία, συν κάποια διηγήματα ανέκδοτα και εκδόθηκε το βιβλίο αυτό, που έχει τίτλο Του Φιόρου και του Μισεμού.
Η Ζάκυνθος είναι η γενέθλια γη για μένα και τη λατρεύω, την κουβαλώ μέσα μου, ολοζώντανη και δεν μπορώ να την αφήσω έξω από τη γραφή μου. Σχεδόν σε ότι έχω γράψει μέχρι σήμερα υπάρχει η Ζάκυνθος μέσα.
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στην Ζάκυνθο, στο Λόφο του Στράνη. Οι Ζακυνθινοί ξέρουν τι εστί Λόφος του Στράνη. Ένας υπέροχος, ιερός Λόφος όπου ο Διονύσιος Σολωμός καθισμένος εκεί και αντικρύζοντας απέναντι το Μεσολόγγι και ακούγοντας τους κανονιοβολισμούς εμπνεύστηκε και έγραψε τον < Ύμνο εις την Ελευθερία> . Είναι ένας πάρα πολύ ιστορικός λόφος. Υπάρχει ανδριάντας του Σολωμού στον τόπο εκείνο και υπάρχει και υπαίθριο θέατρο. Σε αυτό το υπαίθριο θέατρο έγινε η παρουσίαση του βιβλίου στις 9.30 το βράδυ, κάτω από το φως του φεγγαριού, ήταν σχεδόν Πανσέληνος. Ήταν μια πραγματικά μαγευτική βραδιά, όπως την αποκάλεσαν όλοι όσοι παραβρέθηκαν.
Κάποια στιγμή ένιωσα ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Λόφο του Στράνη. Παραβρέθηκε πάρα πολύς κόσμος. Άνθρωποι των Γραμμάτων, εκλεκτός κόσμος, αγαπημένοι συμμαθητές και συμμαθήτριες που με κάποιους από αυτούς είχαμε να συναντηθούμε 55 χρόνια. Ταξιδέψανε από άλλα μέρη της Ελλάδας μόνο και μόνο για να μοιραστούν αυτή την υπέροχη βραδιά μαζί μου.
Η εκδήλωση έγινε στις 21 Ιουλίου 2013, Κυριακή 9.30 το βράδυ. Είχα την τιμή να προσφερθούν να τραγουδήσουν προς τιμή μου τραγουδιστάδες στη Ζάκυνθο, γνωστοί σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά την παρουσίαση του βιβλίου ακολούθησε τηλεοπτική συνέντευξη την οποία παρακολούθησε πάρα πολύς κόσμος. [https://www.youtube.com/watch?v=MaXHNDbvc0o&list=UUVCzqwuMYknQDaxNnFnat4g&index=1053]
Επίσης “Το Έθνος” στις 7 Αυγούστου είχε δισέλιδο αφιέρωμα σε μένα και στο έργο μου.
Συνέντευξη της Διονυσίας Μούσουρα στην Κατερίνα Δεμέτη.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τέχνης Λόγια», Νο5 / 5050 / 16.9.2015, που διανέμεται με την εφημερίδα «ΗΜΕΡΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ»
Αγαπητή μου Διονυσία, γνωριστήκαμε μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του π. Παν. Καποδίστρια «Στον ίσκιο του Ήσκιου» ως τακτικές συνεργάτιδές του και κατόπιν γίναμε φίλες στο κοινωνικό δίκτυο facebook και από εκεί μιλάμε σχεδόν καθημερινά τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Το facebook ήταν και η αφορμή για να μου στείλεις τα πρώτα σου βιβλία από την Αυστραλία. Γνωρίζω ότι διατηρείς αυτού του είδους την επικοινωνία με αρκετούς φίλους από την Ελλάδα. Πόσο πιστεύεις ότι, τα «κουμπιά», που λέω κι εγώ, μπορούν να υποκαταστήσουν την ανθρώπινη επαφή; Πρέπει να στεκόμαστε μόνο σε αυτά ή να προχωράμε γρήγορα στην διαπροσωπική γνωριμία, καθώς μόνο σε παρεξηγήσεις και παρερμηνείες μπορούν να μας οδηγήσουν και τι θα συμβούλευες τα νέα παιδιά που παρουσιάζουν πραγματική εξάρτηση από όλα αυτά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Ναι, έτσι ακριβώς έγινε η γνωριμία μας Κατερίνα μου κι έτσι ήλθαμε πιο κοντά, ανταλλάσσοντας και τα βιβλία μας! Το γεγονός ότι είσαι κόρη αγαπητών συμμαθητών και φίλων από τα παλιά, ήταν ένα ακόμα πολύ θετικό στοιχείο!
Η τεχνολογία, είναι καλή, πολύ καλή, γιατί μας δίνει απεριόριστες δυνατότητες σε πολλούς τομείς! Τα «κουμπιά», όμως όπως τα λες, δεν μπορεί και δεν πρέπει ποτέ να αντικαθιστούν την ανθρώπινη επαφή, εκεί όμως, που είναι εφικτή! Σε άτομα όπως εγώ και πολλοί άλλοι που ζούμε εκτός Ελλάδας, είναι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας και επαφής! Τα νέα παιδιά, να μην απορροφώνται από την τεχνολογία. Παν μέτρον άριστον!
Υπάρχουν κοινά στοιχεία στη Ζάκυνθο που βλέπεις σήμερα με εκείνη της δεκαετίας του ΄50, την οποία αναγκάστηκες να αφήσεις πίσω για να ξενιτευτείς στη μακρινή Αυστραλία;
Τολμώ να πω, πολλά κοινά στοιχεία, η ομορφιά της φύσης, τα μνημεία-ορόσημα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με τα οποία γαλουχήθηκε η γενιά μου, η πατροπαράδοτη Ζακυνθινή φιλοξενία, η απλότητα και καλοσύνη των ανθρώπων, το γνοιάσιμο του ενός για τον άλλον!
Το μεγάλο πλεονέκτημα αλλά και προνόμιο, να μπορείς να περπατάς άνετα και χωρίς φόβο ακόμα και προχωρημένες ώρες, κάτι που είναι αδιανόητο εδώ που ζω!
Το…μη-κοινό με το τότε, ο οικοδομικός οργασμός όπου το ένα κτίριο είναι κυριολεκτικά πάνω στ’ άλλο, τα πάμπολλα αυτοκίνητα, μηχανάκια κι άλλα οχήματα που καθιστούν επικίνδυνο ακόμα και το περπάτημα των πεζών, που…δεν φαίνεται να έχουν δικαιώματα!
Ορισμένα από τα διηγήματά σου θυμίζουν ψυχογραφήματα. Πόσο σε βοήθησε η δουλειά σου ως ψυχιατρική διερμηνέας του Υπουργείου Υγείας της Βικτόριας στην προσέγγιση των ανθρώπινων χαρακτήρων και των ιστοριών, που παρουσιάζεις σε αυτά;
Κατερίνα μου, ομολογώ πως τα περισσότερα από τα διηγήματα μου, αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα, ψυχασθενείς που για χρόνια έβλεπα και βλέπω, στη δουλειά μου.
Φυσικά, είναι έτσι δοσμένα ώστε να προστατεύεται στο έπακρο η ανωνυμία αυτών των ανθρώπων. Μολονότι, οι περισσότεροι μου το ζήτησαν οι ίδιοι να γράψω την ιστορία τους και μάλιστα επώνυμα!
Όχι μόνο αυτό, αλλά κάποια άτομα, με πλησίασαν προσφέροντας μου σεβαστά ποσά, ως ανταμοιβή, για να γράψω για τη ζωή τους.
Κάτι φυσικά που ουδέποτε δέχτηκα.
Σε άλλα διηγήματα, όπως στο βιβλίο «Γνεφολογήματα», αντλώ θύμησες για πρόσωπα, γεγονότα κ.λπ., από τα παλιά και μερικά είναι αυτοβιογραφικά.
Γνωρίζω ότι αγαπημένες σου συγγραφείς είναι δύο δικές μου λατρεμένες: η Simone de Beauvoir και η Isabel Allende. Ποια βιβλία τους ξεχωρίζεις και γιατί;
Όλα τα βιβλία της Simone de Beauvoir μου αρέσουν, τα έχω όλα μεταφρασμένα στην Αγγλική και τα έχω διαβάσει 2 και 3 φορές! Στάθηκα και στέκομαι ιδιαίτερα όμως, στα: «Τα απομνημονεύματα μιας υπάκουης κόρης», «Το δεύτερο φύλο» και «Η ώριμη Ηλικία»! Το πρώτο, γιατί με απόλυτη ειλικρίνεια μιλάει εφ’ όλης της ύλης για τα παιδικά και νεανικά της χρόνια, σκύβοντας πολύ βαθιά μέσα της, μέσα στα δικά της συναισθήματα, χωρίς να ωραιοποιεί τίποτα! Για τα άλλα δυο, το μόνο που μπορώ να πω, είναι βιβλία που κάθε γυναίκα αλλά και άνδρας επιβάλλεται να διαβάσει! Όσο για την Isabel Allende, ισχύει το ίδιο, έχω διαβάσει ό,τι έχει γράψει κι έχει μεταφραστεί στην Αγγλική, στέκομαι, όμως, στο The Sum of our Days, όπου τόσο απλά κι ανθρώπινα μιλάει για τα χρόνια μετά το θάνατο της αγαπημένης της κόρης Paula!
Δίδαξες για πολλά χρόνια ελληνικά στα απογευματινά σχολεία της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης και στα Σαββατιανά Πολυγλωσσικά Σχολεία του Υπουργείου Παιδείας της Αυστραλίας, μιας χώρας που η ελληνόγλωσση εκπαίδευση είναι πολύ καλά οργανωμένη, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην πολυπολιτισμική πολιτική των δεκαετιών του 1970, 1980 και εν μέρει 1990. Στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικής προώθησης των διαφορετικών από την Αγγλική γλωσσών άλλωστε, η Ελληνική καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1980 ως μια από τις οχτώ Γλώσσες Κλειδιά (Key Languages) που διδάσκονταν στο αυστραλιανό κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό είχε ως συνέπεια να δημιουργηθούν σχεδόν σ’ όλες τις πολιτείες, σε δεκάδες σχολεία, ενταγμένα Τμήματα διδασκαλίας της Ελληνικής για κάθε ενδιαφερόμενο μαθητή και όχι μόνο για τους ελληνικής καταγωγής. Ποια είναι η γνώμη σου λοιπόν για την σημασία της πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης σε έναν τόπο και μάλιστα στην Ελλάδα, που έχει τόσους μόνιμους πια κατοίκους από άλλες χώρες που ζουν και εργάζονται εδώ;
Πολύ φοβάμαι Κατερίνα μου, ότι η Ελλάδα έχει πολλή δουλειά να κάνει ακόμα, αν ποτέ γίνει, για να προσπαθήσει να καλύψει τις γλωσσικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές ανάγκες των μονίμων πια «μεταναστών» που βρίσκονται στη Χώρα. Για να μπορέσω να αγγίξω και μόνο τη σημασία και σπουδαιότητα διατήρησης της μητρικής γλώσσας και του πολιτισμού ανθρώπων που για πολλούς και διαφόρους λόγους, υποχρεώθηκαν ή επέλεξαν να ζουν εκτός της πατρίδας τους, θα πρέπει να διαθέσουμε πολλές ώρες και πολύ μελάνι και χαρτί!
Γνωρίζω, ότι ο εδώ χώρος πολύ περιορισμένος, οπότε θα αρκεστώ μόνο να κάνω μια ερώτηση:Πού και πώς θα ήταν σήμερα ο Απόδημος Ελληνισμός αλλά και η Ελλάδα, κι αριθμούμε κάμποσα εκατομμύρια, αν οι Χώρες υποδοχής, δεν μας επέτρεπαν να διατηρήσουμε και μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενιές, τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα μας και γενικά τον πολιτισμό μας; Μπορώ να το συνοψίσω σε λίγες λέξεις μόνο. Ένα τεράστιο, πολύτιμο κομμάτι του Ελληνισμού, θα είχε χαθεί για την Ελλάδα!
Διαβάζοντας τα διηγήματα με τίτλο: «Κριτήρια τότε και τώρα» και «Προσδοκίες, τότε και τώρα», στο τελευταίο σου βιβλίο «Γνεφολογήματα», αναφέρεσαι στις ομοιότητες και τις διαφορές στο μεταναστευτικό ρεύμα των τελευταίων ετών, λόγω της κρίσης, προς Αυστραλία. Πολύ επιγραμματικά, για τους αναγνώστες μας, τι συμβουλή θα έδινες σε έναν νέο που θα σκεφτόταν να μεταναστεύσει προς αναζήτηση καλύτερης μοίρας από την Ελλάδα;
Θα έλεγα μόνο: Σκεφτείτε το καλά!
Σε καμιά Χώρα δεν είσαι όπως στην πατρίδα σου!
Σε καμιά χώρα δεν επιβιώνεις αν δεν δουλέψεις σκληρά κι αν δεν είσαι διατεθειμένος να συμβιβαστείς και τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, να χαμηλώσεις πολύ τον πήχυ!!!
Μπορεί να ισχυριστείτε, ότι μιλάω πλέον «εκ του ασφαλούς».
Ναι, κοντά μισό αιώνα αργότερα, έχω την πολυτέλεια να μιλάω εκ του ασφαλούς!
Αλλά πόσοι από εσάς θα αντέξετε τόσο και ιδιαίτερα με τις προσδοκίες σας που απέχουν παρασάγγες από αυτές της γενιάς μου;;;;;;;;;
Τολμώ μια ερώτηση αρκετά παρακινδυνευμένη: ποια είναι η εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό σήμερα και πόσο οι ομογενείς μας εκεί παίρνουν θέση για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα;
Η εικόνα της χώρας μας εδώ που ζω, ίδια όπως και αλλού, πότε θετική πότε αρνητική!
Όσο για εμάς τους ομογενείς, όχι μόνο παίρνουμε θέση, αλλά έμπρακτα εκδηλώνουμε το αμέριστο ενδιαφέρον μας και τον πόνο μας για όλα αυτά που συμβαίνουν! Ενισχύουμε οικονομικά, σε προσωπικό και όχι μόνο επίπεδο, έκαστος από το μετερίζι του! Οι περισσότεροι Ελληνικοί Οργανισμοί, οργανώνουν Ερανικές εκδηλώσεις όπου οι εισπράξεις, ρούχα κλπ, αποστέλλονται σε διάφορους φορείς, όπως, Ο Στρατός Σωτηρίας, Το Χαμόγελο του Παιδιού κ.ά.
Υποστηρίζουμε τα Ελληνικά προϊόντα, τα οποία αφθονούν στην Αυστραλία. Κάτι που πολύ φοβάμαι δεν γίνεται στην Ελλάδα! Διοργανώνουμε διαμαρτυρίες, πορείες ώστε να ενημερώνονται ντόπιοι και ξένοι και προ παντός η Κυβέρνηση.
Κρατάμε αμείωτο το ενδιαφέρον όλων εδώ για τα τεκταινόμενα με όποιο τρόπο μπορούμε! Και το κυριότερο, θλιβόμαστε και πονάμε αφάνταστα και αγωνιούμε για το τι μέλλει γενέσθαι!
Ετοιμάζεις κάποιο καινούργιο βιβλίο και αν ναι πάνω σε τι αναφέρεται;
Προς το παρόν, προσπαθώ να «συμμαζέψω» το μυαλό μου και να συνέλθω από τον καινούριο χωρισμό…
Όπως γνωρίζεις, μόλις επέστρεψα από το λατρεμένο νησί…Μου παίρνει πολύ καιρό για να συνέλθω και να μπορέσω να συγκεντρωθώ! Όμως, εξακολουθώ να ταλαιπωρώ την Ελληνική γλώσσα.
Τι θα βγει; Θα δείξει κάποια στιγμή! Όπως γνωρίζεις, εργάζομαι ακόμα, οπότε ο ελεύθερος χρόνος μου πολύ περιορισμένος! Επί πλέον, επειδή ασχολούμαι πολύ ενεργά και με τα εδώ Λογοτεχνικά/Πολιτισμικά θέματα, αυτός ο χρόνος περιορίζεται ακόμα περισσότερο! Επί πλέον, προετοιμάζω παρουσίαση εδώ στη Μελβούρνη, του βιβλίου «Δύο στεφάνια κι ένα Δαχτυλίδι», το άλλο με τίτλο «Γνεφολογήματα», παρουσιάστηκε το Μάρτη όπως γνωρίζεις, κι έγινε δεκτό πολύ θετικά!
Και τα δύο αυτά βιβλία, όπως θα θυμούνται πολλοί αναγνώστες σου, παρουσιάστηκαν πέρυσι τις 2 Αυγούστου στο Μπαράζ, στο Αργάσι.
– Στις 23 Νοεμβρίου 2008, στην κατάμεστη αίθουσα του δημαρχείου Νόρθκοτ, παράλληλα με την παρουσίαση του ετήσιου λογοτεχνικού περιοδικού “Ο Λόγος” το οποίο εκδίδει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας, τιμήθηκε και η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά.
Η Πεζογραφία της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά
Του Χρήστου Ν. Φίφη,
Πρώην Επίκουρου καθηγητή Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης
Η πεζογραφία της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά αποτελείται από τα 31 διηγήματα που έχουν δημοσιευτεί στα δυο πεζογραφικά βιβλία της, Κραταιός Νόστος (ΚΝ), (15 διηγήματα), RMIT University, Εκδόσεις Ελληνοαυστραλιανού Αρχείου, 2000, και το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων (ΕΦ&ΕΑ) (16 διηγήματα), εκδόσεις Τσώνη, 2005 και διηγήματα που έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς σε περιοδικά και Ανθολογίες. Λόγω αναπόφευκτων περιορισμών χώρου θ’ αναφερθώ μόνο σε διηγήματα των δυο παραπάνω βιβλίων της.
Ο Κραταιός Νόστος παραπέμπει στο δυνατό αίσθημα μιας ασίγαστης νοσταλγίας επιστροφής στο αγαπημένο της νησί –τη Ζάκυνθο. Είναι περισσότερο ένα έντονο αίσθημα νοερής επιστροφής που σαν την ‘Πόλη’ του Καβάφη ακολουθεί την ομιλήτρια των διηγημάτων της ακόμη και κατά τις σύντομες επισκέψεις της στην Ελλάδα και τη Ζάκυνθο:
Την Τρίτη φορά, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για κείνην δεν ήξερε τι πρόφαση να βρει… «Ξέρεις, Μάνα, έχω δουλέψει σκληρά τόσα χρόνια, έχω ένα καλό εφάπαξ στη δουλειά, μα πρέπει να γίνω 60 χρονών για να το δικαιούμαι… σε παρακαλώ υπομόνεψε λίγο ακόμα…» …σε κάθε της επιστροφή όλο και πλήθαιναν οι φευγάτοι… Τώρα έφυγε και η Μάνα… (‘Το Βάζο’, ΚΝ:1-6).
Το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων αποτελείται από 16 διηγήματα που επίσης κινούνται μεταξύ Φιόρε και Αυστραλίας – εξού και ο τίτλος: Φιόρε του Λεβάντε -΄Ανθος της Ανατολής- είναι το ενετικό όνομα της Ζακύνθου.
Η Διονυσία Μούσουρα – Τσουκαλά στην καλλιτεχνική της εργασία επιδεικνύει την τάση να μυθοποιεί βιώματά της καθώς και βιώματα φίλων και γνωστών της κι αυτό κάνει τα διηγήματά της ρεαλιστικά, πειστικά και ζωντανά. Ακολουθεί μια τεχνική με άνετη ρέουσα γλώσσα, με πειστικούς χαρακτήρες, οι ιστορίες της διαθέτουν την απαραίτητη δομή και αποφεύγει τους πειραματισμούς με τα είδη του μοντέρνου και μεταμοντέρνου. Οι καταστάσεις, παρουσιάζονται συνήθως από τη θέση της γυναίκας, αν και υπάρχουν και μερικά διηγήματα όπου ο αφηγητής είναι άντρας. Θα επιχειρήσουμε μια γρήγορη αναφορά σε μερικά από τα διηγήματα.
Στα περισσότερα διηγήματα, η Ζάκυνθος είναι η παραδεισένια γωνιά των νεανικών αναμνήσεων και βιωμάτων. Οι παλιές ιστορίες, νοσταλγικές, δραματικές ή ευτράπελες επιβιώνουν ακόμη στα χείλη των ανθρώπων από την εποχή της «Παραμυθένιας Πολιτείας», όταν ο κόσμος ήταν ακόμα μαγικός. Η «Παραμυθένια Πολιτεία» σταμάτησε ξαφνικά και καταστράφηκε από το σεισμό και τη φωτιά του 1953 και μετεξελίχθηκε αργά στη νεότερη διαφορετική πολιτεία:
Εμείς οι παλαιότεροι όταν σμίγουμε μιλάμε για τα παλιά… για τη χαμένη πολιτεία… προσπαθούμε να θυμηθούμε πώς ακριβώς ήταν… πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι μας ή το σχολειό μας, μας πιάνει η νοσταλγία… κοιτάμε τη σημερινή Ζάκυνθο και μας παίρνει το παράπονο… Αιώνιοι αρνητές! Μήπως δεν είμαστε;
Η καινούργια πολιτεία είναι και αυτή όμορφη… ΄Ομως, πώς να το κάνουμε… δεν είναι η Παραμυθένια Πολιτεία… Εκείνη ξεψύχησε στις 2.30 περίπου το μεσημέρι της 12ης Αυγούστου 1953. … (ΚΝ, «Παραμυθένια Πολιτεία», σ. 81).
Δυο απ’ τα διηγήματα της παραδοσιακής Ζακυνθινής ζωής έχουν τον ίδιο τίτλο «Με βιολιά και με νταούλια» 1 και 2, (ΕΦ&ΕΑ, σσ.85-106). Αφηγήτρια και στα δύο είναι η Ελένη της μικρής κοινωνίας του Ζακυνθινού χωριού. Η Ελένη διαθέτει κάποιες ιδιότυπες, αν όχι αντιφατικές, φεμινιστικές πεποιθήσεις. Παρουσιάζει σχεδόν υποτιμητικά τους ανδρικούς χαρακτήρες των δυο διηγημάτων στους οποίους ρίχνει την ευθύνη για το ότι η ίδια παρέμεινε γεροντοκόρη:
Μέχρι να ξεπεράσω εκείνη την ιστορία (με τον Ρίκο μας του πρώτου διηγήματος) έκανε άλλα ρεζιλίκια ο ξαδελφούλης μου ο Γιάννης, και άστα να πάνε. Σιχάθηκα το αντρικό φύλο. Αποφάσισα, καλύτερα μόνη παρά να μου τύχει κι εμένα κανένας τέτοιος και τότε ‘βράσε όρυζα’ (σ. 97).
Οι τίτλοι «Με βιολιά και με νταούλια» (1 και 2) φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, ως γραφικές ηθογραφικές αναφορές στα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας της αφηγήτριας για τα έθιμα του γάμου. Στις εξελίξεις των διηγημάτων, όμως, το έθιμο αποξεχνιέται στο υπόβαθρο κι αυτό που κυριαρχεί στο προσκήνιο είναι η ειρωνία και η σάτιρα για τη χρήση βιολιών, νταουλιών, μουσικής και χορού, όχι για τον εορτασμό ενός γάμου αλλά για το ξαναζέσταμα ενός αποτυχημένου γάμου. Και τι είναι αυτό που έχει προκαλέσει τους αποτυχημένους γάμους; Είναι ακριβώς αυτό που προκάλεσε την αποστροφή της Ελένης προς το ανδρικό φύλο. Στο πρώτο διήγημα είναι η καταπίεση της γυναίκας από τα ίδια τα έθιμα και τις προλήψεις της μικρής κοινωνίας, από τη στερεότυπη έμμονη εικόνα της νύφης την πρώτη βραδιά του γάμου και τη σύγχυση που προκαλείται στη μικρή κοινωνία από τη συζητήσιμη σεξουαλική ικανότητα ή ανικανότητα του Ρίκου. Στο δεύτερο διήγημα η Ελένη εμφανίζεται το ίδιο επικριτική προς το ανδρικό φύλο, αν και κάπως αντιφατική σε σχέση με το πρώτο. Ο γυναικοκατακτητής ξάδελφος της Ελένης, Γιάννης, βρίσκει το μάστορά του από την ερωτιάρα σύζυγό του Σπυρούλα που εγκαταλείπει τη συζυγική τους εστία να συγκατοικήσει με τον ερωμένο της. Όταν ο ερωμένος της, όμως, την εγκαταλείπει, αυτή θέτει ‘απαράβατους’ όρους για την επιστροφή της στο σύζυγο και τα παιδιά της. Οι απαράβατοι όροι είναι ότι θα πρέπει να επιστρέψει «με δόξα και τιμή», σαν να γίνεται νύφη απ’ την αρχή.
Στολισμένη σαν την φρεγάτα η Σπυρούλα, αγκαζέ με το Γιάννη και από δίπλα το μικρό, πιο πίσω τα μεγάλα και με …ουρά που όλο και μεγάλωνε από όπου περνούσαν. ΄Αλλοι για πλάκα, άλλοι από περιέργεια… είχαν γίνει ολόκληρο… συμπεθεριό. Φτάνοντας σπίτι έστησαν το χορό, τα κεράσματα και τα καλωσορίσματα (σ. 104).
Στο Ζακυνθινό διήγημα «Νικολής ο Χαμωλόης» επιχειρείται μια σατιρική παρουσίαση παρωχημένων τοπικών κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων:
Με την Κεβή (ο Νικολής) γνωρίζονταν από παιδιά.
Εκείνος ήταν χαμωλόης (καθόταν σε χαμόσπιτο του δρόμου) εκείνη, ανωλόγα, στο απέναντι ανώι, παλιό αρχοντικό ξεπεσμένης και ξιπασμένης γενιάς. Ζούσε με τη μάνα της και τις δυο γεροντοκόρες θείες της, αδελφές του πατέρα της, που πέθανε νέος από χτικιό. ΄Ετσι όπως κυκλοφορούσαν οι τρεις νυφοκουνιάδες, πάντα μαζί αγκαζέ, ψηλές, κοκκαλιάρες και με ασορτί καπέλα με φαρδειά μπορ, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις γιατί τις ονόμασαν οι «πρόκες» (ΚΝ, σ.52).
Οι «πρόκες» έμεναν σε «ετοιμόρροπο Αρχοντόσπιτο» και «φρόντιζαν να καλλιεργούν δεόντως» το αρχοντικό τους όνομα και περιφρονούν το Νικολή που αγαπά την Κεβή. Απελπισμένος ο Νικολής παίρνει το δρόμο για τη Μελβούρνη ελπίζοντας να επιστρέψει με τα απαραίτητα χρήματα για να εντυπωσιάσει και να πείσει τις «πρόκες» για την αξία του. Εκείνες δέχονται το Νικολή αλλά με τον επιπλέον όρο να αναστυλώσει τον «πατρογονικό πύργο» της νύφης. Ο Νικολής αρχίζει έναν δεύτερο «Μαραθώνειο» ν’ αποταμιεύσει το σημαντικό ποσό που απαιτείται αλλά καταλήγει σε λάθη και αποτυχία.
Η ευάλωτη θέση της γυναίκας εμφανίζεται και στα διηγήματα «Η Τρόμπα του Μπανάτου» , «Η εξαδέλφη μου η Αντριάνα», η «Μαυριδερή», η «Τυχερή», κ. α. Η «Τρόμπα του Μπανάτου» και η «Ξαδέλφη μου η Αντριάνα» χαρακτηρίζονται από ένα λυρικό και ελεγειακό αλλά συγκρατημένο τόνο. Τα γεγονότα και τα αισθήματα ανακαλούνται και αναβιώνουν στη μνήμη:
Κόψατε μυρτιές από τους όχτους, προχειροφτιάξατε στεφάνι και στεφανώσατε την τρόμπα! ΄Ετσι για να δοξαστεί ο έρωτας και να μείνει η τρόμπα σύμβολο του έρωτα και της αγάπης! (ΕΦ&ΕΑ, σ.62).
«Η Τρόμπα του Μπανάτου» αναπτύσσει μια ιστορία με την τραγωδία του πολέμου στην Ελλάδα. Το διήγημα της Αντριάνας αναπτύσσει μια ξαφνική τραγωδία της ζωής στην Αυστραλία. Μολονότι συχνά η γλώσσα της είναι συγκινησιακά φορτισμένη η συγγραφέας διαθέτει την τεχνική να μην υπερβαίνει το μέτρο, να την αποφορτίζει, να βρίσκει την ισορροπία και την εύθυμη νότα μιας βαριάς ατμόσφαιρας.
Στο «Εύθραυστο βάζο» (ΕΦ&ΕΑ, σ.39-50) κυριαρχούν οι μνήμες νοσταλγίας από το παρελθόν, οι παρεκβάσεις, η αφήγηση των επισκέψεων στην Ελλάδα και η σύγκριση της παλιάς δύσκολης ζωής με τη μαλθακότητα της σημερινής ευημερούσας Ελλάδας που αποτυπώνεται στην παραφθορά της γλώσσας. Το «εύθραυστο βάζο» μπορεί να εκληφθεί ένα σύμβολο της σχέσης της αφηγήτριας με τη μητέρα της και τη γενέτειρά της.
Στις «Συμμαθήτριες» (ΕΦ&ΕΑ, σ.75-84), που η φωτογραφία τους δίνεται στο εξώφυλλο, τα εύθυμα και αυθόρμητα κοριτσόπουλα που τελειώνουν τα τελευταία γυμνασιακά διαγωνίσματά τους υπόσχονται μεταξύ τους να συναντούνται αυτή τη μέρα κάθε χρόνο, να τα λένε και να θυμούνται τα παλιά. Η συγγραφέας δείχνει με χιούμορ και παρατηρητικότητα τις αλλαγές και την εκζήτηση που φέρνουν η ζωή και ο χρόνος στις πρώην φιλικές σχέσεις. Οι γυναίκες, πρώην συμμαθήτριες, προσπαθούν να δώσουν η μια στην άλλη έναν αέρα επιτυχίας και αυτοσπουδαιότητας, εκτός από την Σάσα που παρέμεινε στο νησί της, παντρεύτηκε τον πρώτο της έρωτα και μεγαλώνει τα παιδιά της χωρίς, νομίζει η ίδια, να μπορεί να δείξει κάτι απ’ την γκλαμουριά των άλλων, που τις ζηλεύει λίγο γι’ αυτά που δίνουν την εντύπωση ότι τις κάνουν επιτυχημένες. Η τελευταία συνάντησή τους, όμως, γίνεται στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους, όταν έχουν περάσει τα εξήντα τους και στα χρόνια τους πλανάται η σκιά της απογοήτευσης. Δεν έχουν πια τη βεβαιότητα για δυνατότητα άλλης συνάντησης και η συναίσθηση της ματαιότητας των προσπαθειών τους τις οδηγεί σε μια εξομολόγηση πιο ειλικρινή, όπου παραδέχονται ότι στο βάθος τρέφουν κάποια ανάκατα αισθήματα ζήλειας και θαυμασμού για τη ζωή της Σάσας. Ακούνε, όμως, με έκπληξη ότι και η Σάσα είχε στο παρελθόν μια περίοδο αμφιβολιών και μελαγχολικής αβεβαιότητας:
Τους μιλάει (η Σάσα) απλά και με προσήνεια για την επίδραση που είχαν οι ίδιες στη ζωή της με τις ‘τόσες επιτυχίες τους’. Τους λέει πως κάπου εκεί στα μεσοκοπήματα της ζωής της όταν περνούσε την κρίση της μέσης ηλικίας άρχισε να νιώθει ανικανοποίητη από τη ζωή της. …πως εγκατέλειψε το Μίμη και τα παιδιά της ψάχνοντας για κάτι το συναρπαστικό, ψάχνοντας να ξεφύγει απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας (σ. 83).
Στο «Μονόλογος σχεδόν» (ΕΦ&ΕΑ, σ.179-194). ο Αστέριος που μια ζωή ένιωθε καταπιεσμένος από τη Ρίκα (ή Αστέρω) τη γυναίκα του αισθάνεται απελευθερωμένος όταν αυτή πεθαίνει. Όταν φεύγουν και οι τελευταίοι επισκέπτες μετά το συνηθισμένο φαγοπότι για το μνημόσυνο των 40 ημερών της γυναίκας του αποτελειώνει τα μπουκάλια από ουίσκι, ούζα και μπύρες για να τιμήσει την επέτειο της Αστέρως και την απελευθέρωσή του. Μεθυσμένος αρχίζει ένα μονόλογο με τη φωτογραφία της γυναίκας του. Της υπενθυμίζει σαρκαστικά τα παλιά, τις φιλολογικές της εκζητήσεις, τις υπερβολικές της αξιώσεις για κοινωνική επίδειξη. Της δηλώνει ότι τώρα είναι ελεύθερος να πωλήσει το πολυτελές σπίτι τους στο ακριβό προάστιο της Μελβούρνης με τον πολυτελή κήπο που επέμενε να διατηρεί αυτή και να μετακινηθεί στους φίλους του στις παλιές λαϊκές συνοικίες της πόλης. Λόγω υπερβολικής πόσης, όμως, πεθαίνει το ίδο βράδυ. Οι φίλοι του δεν μπορούν να βρουν μια πρόσφατη φωτογραφία του της προκοπής και –κατά ειρωνία, όπως θα το έβλεπε ο ίδιος, αναγγέλουν την αποβίωσή του με μια παλιά φωτογραφία που τον δείχνει φαντάρο 20 χρονών. Στα δικά του 40 η άποψη που επικρατεί είναι ότι ήταν αισθηματίας και πήγε «σκαστός»:
…δεν άντεξε το χαμό της γυναίκας του και στα σαράντα της πήγε κι αυτός από μαράζι. Συμφώνησαν όλοι πως θα πρέπει να την αγάπαγε πολύ, πάρα πολύ, με τη φωτογραφία της στα χέρια του ξεψύχησε.
Καημένε Αστέριε και να σκεφτείς ότι κάπου σε είχαμε παρεξηγήσει στην αρχή… Στο καλό αισθηματία φίλε, στο καλό… ‘ Αντε, εβίβα ρε παιδιά, ζωή σε λόγου μας (σ. 194).
Η σάτιρα, το χιούμορ και το κωμικό στοιχείο στο διήγημα είναι εμφανή αλλά και πειστικά.
Η «Απερίγραπτη συντριβή» (ΕΦ&ΕΑ, σ.129-142. φαίνεται ένα περίπλοκο διήγημα που εξετάζει τη σχέση μιας μητέρας με την κόρη της. Η μητέρα υπεραγαπά την κόρη της αλλά είναι αρκετά υπερήφανη να το δείχνει αυτό σ’ όλες τις περιπτώσεις που η κόρη το χρειάζεται. Εμφιλοχωρούν στις σχέσεις τους εμπόδια, μικροκαβγάδες, παρανοήσεις που εμποδίζουν την αδιατάρακτη επικοινωνία τους. Η κόρη είναι συχνά μπερδεμένη για το πώς αισθάνεται η μητέρα της και για το πώς αισθάνεται αυτή για τη μητέρα της, μολονότι είναι σίγουρη ότι την αγαπά και τη θαυμάζει για τις ικανότητές της και τον δυναμισμό της. ΄Εχουμε την εικόνα της μητέρας μέσα από τα μάτια της κόρης της αλλά και την εικόνα της μητέρας για την ίδια και την κόρη της μέσα από το Ημερολόγιό της που η κόρη της το ανακαλύπτει μόνο μετά το θάνατό της.
Υπάρχουν διάφορα ζητήματα ή συμβάντα που φέρνουν τις δυο γυναίκες κοντά ή ψυχολογικά τις απομακρύνουν προσωρινά..Υπάρχουν οι δυσάρεστες πτυχές αλλά και χαριτωμένα περιστατικά που αποκαλύπτουν στην κόρη τη ζεστή και εξωστρεφή πλευρά του χαρακτήρα της μητέρας της.
Στο «Τρακτέρ» (ΚΝ, σσ. 119-139), οι πρωταγωνιστές Βασίλης και Γιαννούλα είναι από τη Μακεδονία. Η συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή και τα βιώματα των μεταναστών και την τραγικότητα των χαμένων στόχων τους.
Ενώ αν είχαμε ένα τρακτέρ… αυτό θα έσκαβε, θα όργωνε, εμείς θα σπέρναμε και πόσο πιο εύκολη θάταν η ζωή μας. Με τι λεφτά όμως;
Κάπου εκεί, ανάμεσα στα τόσα αν και με τι, πάρθηκε η απόφαση να φύγουμε (για την Αυστραλία), για λίγο, μόνο για λίγο, τόσο όσο χρειάζόταν να μαζέψουμε λεφτά για ένα τρακτέρ… (σ. 120).
Ο λίγος καιρός γίνεται μετά τη μετανάστευση πολύς και η οικογένεια παλεύει με τις υπερωρίες, το χρέος του σπιτιού, το σχολείο του Γιαννάκη και τον καρκίνο της Γιαννούλας. Μετά το θάνατο της Γιαννούλας ο Βασίλης και ο Γιαννάκης επιστρέφουν στο χωριό και αγοράζουν το τρακτέρ που πια, λόγω της καταπάτησης των χτημάτων τους, τούς είναι άχρηστο. Επιστρέφουν και πάλι στην Αυστραλία αλλά όνειρα επιστροφής εξακολουθούν να κάνουν. Ο Γιαννάκης θέλει να μεγαλώσει το σπίτι, να φράξει τον κήπο του, όπως στην Αυστραλία και με την Αυστραλοιταλίδα γυναίκα του να τον φυτέψει και με σπόρια από τη Μελβούρνη:
Εγώ (ο Βασίλης)… θα καμαρώνω τα εγγονάκια, τον κήπο και το τρακτέρ μας, γιατί θα ‘ρχόμαστε, έτσι υπολογίζει (ο Γιαννάκης), τουλάχιστον κάθε δυο – τρία χρόνια…
Και το όνειρό σου, το όνειρό μας, θα το συνεχίσει το παιδί μας… (σ. 130).
Το «Στοιχειωμένο Γεφύρι» ΕΦ&ΕΑ (σσ. 195-205).αναφέρεται σ’ ένα ιστορικό γεγονός, σ’ ένα απ’ τα μεγαλύτερα εργατικά ατυχήματα της Μελβούρνης, την κατάρρευση της ανεγειρόμενης γέφυρας του West Gate στις 15 Οκτωβρίου του 1970. Αρκετοί έλληνες δούλευαν στο έργο εκείνο όπου 35 εργάτες έχασαν τη ζωή τους στο τραγικό δυστύχημα μεταξύ των οποίων τουλάχιστον και ένας έλληνας. Η συγγραφέας αναφέρεται στις απώλειες της τραγωδίας εκείνης με το συναρπαστικό αφηγηματικό της λόγο και τις παραλληλίζει με το θρύλο του γεφυριού της ΄Αρτας. Μόνο που η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα φαντάζει παιχνιδάκι σε σύγκριση με τις θυσίες που απαιτούσε ο Μινώταυρος της γέφυρας του West Gate. Η συγγραφέας έχοντας ως άξονα τις μνήμες των απωλειών αναμιγνύει πολύ πετυχημένα την ιστορία του γεφυριού με τις «νύφες των καραβιών», με τους αγώνες των παροικιακών οικογενειών στα χρόνια μετά το 1950, με τα προβλήματα των σημερινών ηλικιωμένων, όλα αρμονικά συνδεδεμένα στο μύθο της ιστορίας της σε μια πειστική ατμόσφαιρα. Οι μνήμες ανακαλούνται μέσα από ένα ζεστό καθημερινό διάλογο και την παρεμβολή αφήγησης και περιγραφών κατά τις συζητήσεις των δυο συνομιλουσών γυναικών.
Τα διηγήματα της Διονυσίας Μούσουρα Τσουκαλά έχουν ρεαλιστικότητα και πειστικότητα. Η άνετη και παραστατική της γλώσσα διανθισμένη με το σπιρτόζικο χιούμορ της κρατά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος της κάθε ιστορίας. Οι χαρακτήρες της είναι ζωντανοί, γίνονται γνώριμοι και παραμένουν στη μνήμη με τις ατυχίες τους, τα ελαττώματά τους, τις αδυναμίες τους, τις προσπάθειές τους. Τα διηγήματα της συγγραφέα χτίζουν γέφυρες και ενώνουν δυο πατρίδες με το πάθος της νοσταλγίας και τη δύναμη της εγκαρτέρησης. Ο Κραταιός Νόστος και το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων είναι δυο συλλογές εξαιρετικών διηγημάτων που έχουν δομή και ύφος και που αναπτύσσουν μια πειστική κάθε φορά ιστορία και ατμόσφαιρα.
– Το Κέντρο Λόγου “Αληθώς” τίμησε την διηγηματογράφο Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά, την Κυριακή 28 Ιουλίου 2013 στον ναό της Φανερωμένης Μπανάτου, παρουσία του Σεβ. Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Διονύσιου Δ’.
– Τέλος του Αλωνάρη του 2013 η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά έκανε διακοπές στο γενέθλιο χωριό της, στο Μπανάτο της Ζακύνθου. Δέχτηκε τότε να μαγνηστοκοπηθούν ορισμένα κείμενα και ποιήματά της στο πλαίσιο του Οπτικοακουστικού Αρχείου Ζακυνθίων Δημιουργών. Ακούστε το αφιέρωμα για την μάνα της [http://www.iskiosiskiou.com/2014/05/video_11.html] όπου η Διονυσία Μούσουρα ξεδιπλώνει την δακρυσμένη ψυχή της και ανάβει αγνό λιβανωτό στη μάνα της.
Από τις Μελέτες της Πιπίνας Δ. Έλλη
Γ’.ΙΙ.3.Διονυσία Μούσουρα -Τσουκαλά
Άνθρωπος, φύση, ανθόκοσμος στο έργο της Διονυσίας Μούσουρα -Τσουκαλά
Η πρώτη γνωριμία μου με την Διονυσία Μούσουρα: Η πρώτη γνωριμία μου με την Διονυσία -Τσουκαλά, τη Ζακύνθια λογοτέχνιδα που ζει στη Μελβούρνη, έγινε μέσω της συμμετοχής της: Σκυφτές Ανεμώνες, στο βιβλίο Τετραλογία: Ποίηση. Αργότερα, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης, διάβασα μία εισαγωγή για την πεζογραφία της στο βιβλίο της Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων και κάποιες από τις μικρές ιστορίες που εμπεριέχονται εδώ, εναλλακτικά.
Πρόσφατα (έτος 2008), είχα την τύχη να διαβάσω τα τρία βιβλία που η Δ. Μούσουρα έχει εκδώσει μέχρι στιγμής: Ο Κραταιός Νόστος, Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων και Εν τη πόλει της Μελβούρνης. Εντυπωσιασμένη από το περιεχόμενο των βιβλίων της αποφάσισα να ασχοληθώ με την ύλη τους, να εμβαθύνω έτσι την πρωταρχική επαφή μου και να λεπτολογήσω σχετικά, μέσα από μία στενότερη επικοινωνία μου με την διανόηση της δημιουργού.
Η δουλειά της Δ. Μούσουρα, αποκαλύπτει αυτό που κατ’εξοχήν, είναι,μία δημιουργός -νοσταλγός: Δύο από τις ποιητικές της δημιουργίες: Τση Ζάκυθος και Νοβιτές, επιβεβαιώνουν την επιπλέον ικανότητά της ως προς τη χρήση ονομάτων και διαλεκτικών στοιχείων της τοπολαλιάς της ιδιαίτερης πατρίδας της, της εύφημης νήσου των Επτανήσων Ζακύνθου ή Τζάντε ή Φιόρο του Λεβάντε. Η Δ. Μούσουρα υπογραμμίζει με χαρακτηριστικό τρόπο, την ανάγκη της να μην αποκοπεί από το αγαπημένο, το παλιό -παραδοσιακό, το προσφιλές και οικείο. Αυτά τα άκρως ζωτικά στοιχεία, έχουν καταγραφεί στη μνήμη της και συνυφασμένα με τις αναμνήσεις της, ανασύρονται και ξαναζωντανεύουν με χαρακτηριστικά ευλαβική προσκόλληση και με ξεχωριστή έμφαση σε συγκεκριμένα γεγονότα ή πρόσωπα. Ετούτη η διαδικασία, ως αυτόνομη, δρα με διττή κατεύθυνση: σωτήρια αφενός, καθώς συντρέχει την δημιουργό ως προς την κατάλυση του στοιχείου που τονώνει το ηθικό της, και αφετέρου ως ενέργεια η οποία ενισχύει την πεποίθησή της ότι δεν έχει χάσει τον παλιό εαυτό της, με την απομάκρυνσή της από την Ζάκυνθο, ότι ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια του αλλοτινού της εαυτού, έστω κι αν διάγει τον βίο της σε αλλότρια εδάφη. Επομένως η μνήμη, δώρο αφ’ εαυτής της φύσης του ανθρώπου, ενεργεί ως ομφάλιος λώρος που συνδέει αέναα τον «ξένο» με το παρελθόν του και ενεργεί καθόλα ευεργετικά, επ’ αυτού.
Οι ποιητικές δημιουργίες της Δ. Μούσουρα: Συχνά οι ποιητικές δημιουργίες της Δ. Μούσουρα χαρακτηρίζονται από έντονο συναίσθημα, χαρακτηριστική ευαισθησία, καλυμμένη νοσταλγία και κατά συνέπεια λυρισμό. Οι δημιουργίες της: Τση Ζάκυθος, Νοβιτές, Δεκέμβρης δίχως χιόνια, Γυρισμός, Η θάλασσά μου, Θύμηση, Ζάκυνθος, Το κοιμητήρι της Πόχαλης, Στους Τυχερούς (χαιρετίσματα στην Ζάκυνθο από Αυστραλία) Το παλιό Πηγάδι, εκπροσωπούν χαρακτηριστικά αυτή τη πολύτροπη νοοτροπία. Είναι εύκολο για τον ομόπνοο αναγνώστη να ταυτιστεί με την ποιήτρια, καθώς ως φαινόμενα το συναίσθημα, η ευαισθησία, η νοσταλγίαή ο λυρισμός χαρακτηρίζουν εκείνους που όχι απλά ξεριζώνονταιαπό την γη τους, αλλά κυρίως σπρώχνονται εκ των πραγμάτων να ξεριζωθούναπό τον πρωτόγεννο εαυτό τους. Όμως καθώς δεν αποστασιοποιείται ουσιαστικά από το παρελθόν του, αισθάνεται την ανάγκη τηςεξομολόγησης που πετυχαίνει τον συμβιβασμό του άλλοτε με το τωρινό. Αυτού του είδους οι δημιουργίες εκφράζουν και πληρούν και τη δική του ανάγκη της μνημόνευσης και της εξωτερίκευσης των πληγών της μεταφύτευσής του σε ξένη γη, έστω, κι αν έτσι ακόμα, δεν πρόκειται να επουλωθούν.
Η ευαισθησία της Δ. Μούσουρα: Πέρα από την αγάπη της για την Ζάκυνθο, η Δ. Μούσουρα διακρίνεται για την έντονη ευαισθησία της προς οτιδήποτε αφορά τον συνάνθρωπο και την κοινωνία που τον περιβάλλει. Τα ποιήματά της και κυρίως οι μικρές ιστορίες της, χαρακτηρίζονται για την πληθώρα αναφορών στον συνάνθρωπο εν γένει και άσχετα με τον τόπο ή χρόνο, στις ανάγκες και στα δεινά του, γεγονός που οδηγεί τον μελετητή σε εκτενέστερη ανάλυσή τους, για τη σωστή τοποθέτησή τους.
Η Δ. Μούσουρα συμπαθεί με τον συνάνθρωπο που αδικείται στο άμεσο ή ευρύτερο κοινωνικό -πολιτικό -οικονομικό περιβάλλον και κατά συνέπεια υποφέρει. Συμπάσχει και επιχειρεί υψώνοντας τη φωνή της, να επισημάνει τις οδυνηρές συνθήκες τινών, που ο άνθρωπος της καθημερινότητας -κυρίως της νεότερης γενιάς-, απορροφημένος στον καθημερινό αγώνα του της επιβίωσης, τις παραβλέπει. Την χαρακτηρίζει λοιπόν ανθρωπισμός,έγνοια για τον συνάνθρωπο, ένα από τα ελάχιστα ευοίωνα αγαθά που εξακολουθούν να υπάρχουν και διακρίνει τους ευαίσθητους του Πλανήτη.
Ο πηγαίος λυρισμός της Δ. Μούσουρα, και ο ρεαλισμός: Παρά τα προηγούμενα στοιχεία που δίπλα στη νοσταλγία της δημιουργού Δ. Μούσουρα ενεργούν και ως ένδειξη του πηγαίου λυρισμού της, ο ρεαλισμός αποτελεί το βασικό ατού του συγγραφικού έργου της. Ποιος χρειάζεται τη στείρα αισιοδοξία όταν η ζωή στην ουσία είναι ένας αέναος αγώνας για την επιβίωση και σε όλες τις εκφάνσεις της τελικά; Ο ρεαλισμός που χαρακτηρίζει την πεζογραφία της, δεν είναι παρά η καθημερινότητα του ανθρώπου, μέσα στο δοθέν κοινωνικό του πλαίσιο. Ο άνθρωπος παρά την προσπάθεια που καταβάλλει, δύσκολα βρίσκει διέξοδο. Εμφανίζεται λοιπόν περιθωριοποιημένος στην εξωτερική, γκρίζα, απρόσωπη ζώνη της κοινωνίας. Κι ακόμη όταν η ζωή του παίρνει κάποια αισιόδοξη καμπή, κάποια άλλη ανάγκη ή ένα νέο στενό θα αναδυθούν απρόσκλητα στην πορεία του και θα τον αναγκάσουν να πληρώσει.
Εκείνο που καταβάλλει τον άνθρωπο είναι η ανωφερής πορεία του στη ζωή. Δεν πρόκειται για πλατεία ή ευθεία οδό ώστε να μπορεί να προβλέπει, να οικειοποιείται μαζί της και να ακολουθεί με ηρεμία την γήινη πορεία του. Παρά ταύτα, πέρα δηλαδή από την ρεαλιστική απαισιόδοξη μορφή των πραγμάτων, ο άνθρωπος είναι πλασμένος έτσιώστε να βρίσκει αίτια και λόγους να ξεκουράζεται στην τραχεία πορεία του, δηλαδήτην κάποια αναλαμπή ικανοποίησης ή ευτυχίας που προέρχονται είτε από το άμεσο περιβάλλον του είτε από το ευρύτερο. Παρηγορείται επίσης στο άκουσμα προβλημάτων συνανθρώπων του, παρομοίων με τα δικά του, επειδή διαπιστώνει ότι τα δεινά είναι κοινά στους ανθρώπους και ότι αυτό που λυρικά και ευοίωνα αποκαλούμε ευτυχία, δεν παρουσιάζεται αμιγέςατυχίας ή δυστυχίας. Πόσοι άνθρωποι μπορούν να πουν με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει είδος αγκαθιού στη ζωή τους… Τότε πρόκειται για υπεραισιοδοξία και αυτό έρχεται η Δ. Μούσουρα,να επιβεβαιώσει.
Η Φύση: Η φύση μόνη εκείνη, είναι ίσως που τελικά παραμένει πιστή στην εικόνα και στηνουσιαστική υφή της και χωρίς προσπάθεια,γεμίζει τον άνθρωπο και τα ζωντανά, με αισιοδοξία.
Εξαρτημένη από τον ήλιο, κατ’ επανάληψη έχει αποδειχτεί σοφή, καθώς ακόμα και όταν θεωρείται ότι τιμωρεί την απερισκεψία του ανθρώπου, εξακολουθεί να συμβαδίζει μαζί του στον Πλανήτη ή έτσι τουλάχιστον παρουσιάζεται ότι κάνει μέχρι στιγμής. Κατά συνέπεια εμπνέει την πίστη στην ομορφιά και στην καλοσύνη κι αυτής της ανθρώπινης ψυχής.
«Πώς;» Ίσως ρωτήσει κάποιος. Είναι απλό: ο άνθρωπος που αγαπάει τη φύση -ιδιαίτερα τα λουλούδια-δεν μπορεί παρά να κατέχεται από ρομαντισμό, οράματα και πραγματικά συναισθήματα που δεν ανταλλάσσονται με τον πλούτο. Πρόκειται λοιπόν για δίαυλο: η φύση δέχεται, ανταποδίδει, και τα παρόμοια συμβαίνουν και με το κτίσμα της,τον άνθρωπο. Για τη δική του σωτηρία από την τρέλα,ο ευαίσθητος άνθρωπος διαλέγει να ζήσει σε αρμονία με τη φύση,για όσο διάστημαζει. Καθώς είναι αδύνατον να προβλέψει το αύριο και επομένως δεν γνωρίζει πότε θα χτυπήσει το καμπανάκι για την αποχώρησή του από την επίγεια ζώνη, διατηρώντας τη σχέση του με τη φύση, μπορεί και παραδέχεται με ηπιότητα αυτό το απαράδεκτο: το κλείσιμο του κύκλου της ζωής κάθε ζωντανής ύπαρξης στον Πλανήτη και του δικού του. Ίσως ακόμη και να πιστεύει στην ύπαρξη κάποιου υπερούσιου συστατικούστο είναι του, που με τον θάνατο απολυτρώνεται από το γήινο σώμα του και μεταμορφώνεται σε άλλο είδος ενέργειας. Όλα αυτά είναι θετικά και απαλύνουν τα τρωτά της καθημερινότητάς του.
Η λατρεία της Μούσουρα προς τα λουλούδια: Ένα επιπλέον αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της Δ. Μούσουρα είναι η λατρεία της προς τα λουλούδια. Το σημαντικό ετούτο στοιχείο,αν και συνάδει με τα ήδη πιστοποιημένα στοιχεία της ευαισθησίας, της νοσταλγίας και της αγάπης της ποιήτριας για την Ζάκυνθο, αποτελεί επίσης ένδειξη της υποβόσκουσας καλλιτεχνίας της.
Ενδείξεις-μαρτυρίες αυτής της κατάθεσης, βρίσκονται διάσπαρτα στον προσωπικό της «κήπο των ποικίλων σκέψεων και εννοιών» στην ποίησή της και παρόμοια και στην πεζογραφία της. Κάποτε μάλιστα τα ζωγραφίζει έντονα με την αγαπημένη της διαλεκτική πινελιά, της Ζακυνθινής τοπολαλιάς: Τζαντζαμίνι, Μυρτιά, Γατζία, Ανεμώνες, κυκλάμινα κτλ. Διαπιστώνεται η ατέρμονη αφοσίωση, ο ανεξάντλητος θαυμασμός και η μεγάλη αγάπη της ποιήτριας προς τον κόσμο του πράσινου και ιδιαίτερα των ανθέων.
Τα λουλούδια αποτελούν σημαντική παρουσία στον κόσμο της διανόησης της Δ. Μούσουρα. Θα μπορούσε ναπει κανείς ότι δένεται καταλυτικά μαζί τους, όπως με τις Ανεμώνες στο σύμβολο του Βάζου, αλλά και αλλού. Υπό τη μάσκα της αφηγήτριας, πλησιάζει τον μικρόκοσμο της φύσης με χαρακτηριστική ευαισθησία: «κάπου είδα το πρώτο μπουμπουκάκι της χρονιάς» γράφει. Ο αυθορμητισμός στην συνδιαλλαγή της με τον κόσμο της Φύσης, αποκαλύπτει τις καταβολές του στο DNA της. Σέβεται την φύση, σχετίζεται μαζί της, αισθάνεται ότι επισκοπείται από το πνεύμα της μέσα από τα δώρα της, που ευτυχώς υπάρχουν ακόμα άφθονα στον γηραιό πλανήτη και αποτελούν μία ουσιαστική πινελιά αισιοδοξίας στη ζωή του ατόμου και στην ευρύτερη κοινωνία,που την φριχτή συχνά πραγματικότητά τηςτην αποκαλούμε ανθρώπινη, κατ’ ευφημισμό πλέον.
Λουλούδια και Άνοιξη: Λουλούδια και Άνοιξη είναι σχεδόν συνώνυμα, καθώς από τις εποχές του έτους, η Άνοιξη η αγαπημένη εποχή των Ευρωπαίων, στην Ελλάδα κατέχει ιδιαίτερη θέση. Η ανάσταση της φύσης αυτή την εποχή, δένεται όχι μόνο με την πίστη των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και με τη συνέχιση αυτής, έστω αλλοιωμένης, στην Ελληνική Δημώδη Ποίηση του μεσαίωνα και στην αντίστοιχη των ημερών μας. Η ουσία της εξέλιξης των εποχών ταυτίζεται περαιτέρω μετις εποχές της περιόδου της ζωής των ανθρώπων: Άνοιξη = το Άνθος της Νιότης, Καλοκαίρι = Ωριμότητα της Νεότητας, Φθινόπωρο = Ωριμότητα της Μέσης Ηλικίας, Χειμώνας = Γήρας.
Η συμβολική πλέον άνοιξη της ηλικίας του ανθρώπου ως παρεχόμενο αγαθό και ως περεταίρω προσφιλές θέμα, έχει υμνηθεί παγκόσμια. Από τους κλασσικούς Έλληνες διαβάζουμε: στον Πίνδαρο: «ήβας καρπόν ανθήσαντα», στον Ισοκράτη: «ανθούσαν ακμήν έχων», στην πολιτεία του Πλάτωνος: «εν ώρα, αφ’ώρα ανθείν» (= είμαι εν τη ακμή της νεότητος) κτλ. Παρόμοια στη λαϊκή Μούσα διαβάζουμε στους στίχους τραγουδιού: «Ο Μάης με τατριαντάφυλλα κι ο Απρίλης με τα ρόδα… / π’όλον τον κόσμο γιόμισε μ’ άνθη και με λουλούδια / κι εμένα με περίπλεξες ‘ς της κόρης τοις αγκάλαις», ή σε άλλο Δημοτικό τραγούδι: «Το νιο που συνεβγαίνουμε τι έχουμε να του πούμε;/ που το ψηλός σαν άγγελος, λιγνός σαν κυπαρίσσι,/ πού χε το Μάη ‘ς τοις πλάταις του, την άνοιξη ‘ς τα στήθη». Οι καλότυχοι μπορούν και το βλέπουν κι ακόμη καλύτερα να το νιώθουν… «Νάξερα πόσες άνοιξες μας έχουν μείνει. Πόσες φορές; Θα αξιωθούμε να βλέπουμε την ίδια τη ζωή να αναδύεται…» λέει η δημιουργός Δ. Μούσουρα στην ιστορία: Η Ξαδέρφη μου η Αντριάνα. Είναι η στιγμή της νοσταλγίας δεμένης με το υπαρξιστικό στοιχείο της διανοούμενης -συγγραφέα που φιλοσοφεί χωρίς να δίνεται στη φιλοσοφική σκέψη, παρά μόνο εκ των πραγμάτων. Τα μπουμπούκια της κερασιάς, προσφιλές δέντρο κυρίως στην Άπω Ανατολή, είναι το επιθυμητό αγαθό στη συγκεκριμένη παράγραφο. Τα χαριτωμένα ροζακί μπουμπούκια της, που της φύσης το ρολόι θα τα βοηθήσει να καρποφορήσουν, θαυμάζονται με φυσικό αυθορμητισμό. Οι νέες επιδιώκουν να φωτογραφηθούν κάτω από τη λουλουδένια μάζα τους, ποθούν να τ’ αγγίξουν, να τα κόψουν και να τα καρφιτσώσουν μέσα σε άλμπουμ με αφιερώσεις φίλων ή στα μυστικά άδυτα ενός κρυφού ημερολογίου. Ποια είναι αυτή η μυστικιστική σύνδεση της νέας γυναίκας με τα ροζ ντελικάτα άνθη της κερασιάς; Η ορμή της νιότης να ζευγαρώνεται με τον έρωτα για να καρποφορήσει στη συνέχεια, ο καρπός της αγάπης; Ναι, αναμφίβολα η φύση γνωρίζει πώς να ενώνει τους νέους. Στήνει τον χορό της άνοιξης και τον πλουτίζει με την ντελικάτη παρουσία ανθέων και φυσικών αρωμάτων.
Αλλά αν η κερασιά έχει επιτύχει να ξεχωρίζει, τι συμβαίνει με το ταπεινό αγιόκλημα της ελληνικής γειτονιάς, το αναρριχώμενο διακοσμητικό της φαγωμένης από τον χρόνο φτωχής αυλόπορτας, με το παράξενα γλυκό, σχεδόν εύγεστο, άρωμά του; Στην Δ. Μούσουρα, όχι μόνο ξεχωρίζει αλλά παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους ανθρώπους, αφού προσωποποιείται: «Αναρωτιέμαι αν τα παράθυρα κι οι πόρτες έχουν μνήμη, αυτά μπορεί και ναι, μπορεί και όχι, μα το αγιόκλημα, οπωσδήποτε γνωρίζει, οπωσδήποτε θυμάται». Πιστεύει στην ικανότητά του, της ανακύκλωσής του, στην επαναφορά του στη ζωή σαν από νεκρανάσταση, σαν αντιπροσωπευτικό μέλος της νεκρής ελληνικής φύσης που επανέρχεται στη ζωή. Είναι ένα θαύμα, που ο άνθρωπος, όσο σπουδαίος κι αν φαίνεται συγκριτικά με εκπροσώπους του φυτικού βασιλείου, ουσιαστικά εξακολουθεί να είναι μηδαμινός: ακόμη και αυτό το ταπεινό αγιόκλημα ξαναζωντανεύει, όχι όμως η «εξαδέρφη» Αντριάνα. Η ικανότητα της αφήγησης της Δ. Μούσουρα: Η Δ. Μούσουρα κατέχει την τέχνη της αφήγησης στο πρώτο πρόσωπο. Πείθει, κάνειπιστευτή την ανάμειξή της σ’ αυτήν. Η τεχνοτροπία καθαυτή, εφιστά την προσοχή του συγγραφέα, καθώς διακινδυνεύει να παρεξηγηθεί με τη δημιουργία μιας πλαστής πραγματικότητας, ότανδίνει την αίσθηση ότι παρουσιάζεται και αναμειγνύεται προσωπικά: «Καθόμαστε μόνες στον καναπέ», λέει και ζωγραφίζει την παράσταση της στενής σχέσης του αφηγητή,με το άλλο πρόσωπο. Και εδώ η Μούσουρα,σύμβολο διασύνδεσης και συντροφικότητας σε μία τελευταία επικοινωνία με εκείνους που πρόκειται να αποχωρήσουν για την άλλη όχθη, αποβαίνει ξανά εκπρόσωπος του πράσινου βασιλείου: «το μικρό δεντράκι στο στενό του σπιτιού σου είχε ανθίσει… είχα κόψει ένα κλαράκι και σου έδωσα να πάρεις μαζί σου…» λέει η δημιουργός, εναποθέτοντας την πίστη της στον πράσινο αγγελιοφόρο. Εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τη φύση συμβολικά για να δώσει και πάλι ένα στοιχείο που να στεριώνει τη σύνδεση του ανθρώπου με αυτήν, στηνΕπίορκη. Η τεχνική δεν είναι άγνωστη. Οι Αμπορίτζινις αυτής της Γης κατέχουν από καταβολής τους ίσως, αυτή την διάθεση: «μα έμεινε το μικρό, το στερνό, κι εκείνο άπλωσε κλώνους και ανθούς και λουλούδισε πάλι ο τόπος». Η αισιοδοξία αναδύεται, επιφανειοποιείται και αναδεικνύεται, με αυτό που περιγράφεται τελικά στη ρεαλιστική κατά τα άλλα, φράση.
Ο συμβολισμός των λουλουδιών στην αποχώρηση του ατόμου: Η σύνδεση των λουλουδιών με την αποχώρηση, με τη νεκρή μητέρα και με τοσυναίσθημα της λογοτέχνιδας, παίρνουν ιδιαίτερη θέση στο Εύθραυστο Βάζο,στο βιβλίο της Δ. Μούσουρα: Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων. Το βάζο που ενδύεται με μεταφυσική πλέον ιδιότητα, ταξιδεύει στο χρόνο, για να βρεθεί και παρ’ ελπίδα, σε αθηναϊκό κατάστημα, στο φημισμένο «Γιουσουρούμ» -Μοναστηράκι, της Αθήνας. Η μοίρα πιάνει τηγυναίκα από το χέρι και την καθοδηγεί στην ανεύρεσηαπτού συστατικού διασύνδεσης με το παρελθόν, καθιστώντας το έτσι αέναα παρόν. Με τη βοήθεια της μνήμης επιτυγχάνεται η απόσυρσηαξέχαστων στιγμών, ανάμεσα σε δύο βαθιά δεμένους ανθρώπους: στη μάνα και στη θυγατέρα. Μυστικισμός, μοίρα, ειμαρμένη: όλα συνθέτουν ένα διαφορετικό μπουκέτο υπερρεαλιστικών επικοινωνιών, με διασύνδεση το βάζο των ανθέων -ανεμώνων. Η παρουσία των ανεμώνων και ο ρόλος τους: Η παρουσία των ανεμώνων δημιουργεί ένα ασυνήθιστο κλίμα ωςάυλη και ταυτόχρονα απτή, αέρινη ή μυστηριακή και στην ιδανική σχέση της Μυρτώς και του Νύση, παρά τα απίστευτα παράξενά της. Στο σπίτι στην Πόχαλη, το «Μπαλκόνι της Μεσογείου», οι ανεμώνες αποβαίνουν το αιώνιο, εξωτικό σύμβολο αγάπης, δεσμού και αφοσίωσης δύο γερασμένων ανθρώπων, που η μοίρα ανίκανη να τους χωρίσει και νικημένη από την άσβεστη αγάπη τους, της επιτρέπει τελικά να ευδοκιμήσει, με την καθυστερημένη έστω ένωσή τους. Η αγάπη νικάκαι δε θα ήταν υπερβολή, αν από γνωστή λαϊκή ρήση δανειζόμασταν τη φράση: «και όλα τα κακά σκορπά»!.. ο πόνος της παραγωγής: Στο δημιουργικό έργο της Δ. Μούσουρα παρόντα είναι επίσης ο πόνος της παραγωγής και η ανάγκη της ανταπόκρισης της μάνας γης στην ευχή των παιδιών της, να πάνε όλα κατ’ ευχήκαι να αποδώσουν τα αμπέλια ώστε να ανταποκριθούν οι μικροπαραγωγοί στις υποχρεώσεις τους. Η αλληλεξάρτησηανθρώπου –αμπελιού, υπογραμμίζεται μέσα από φαινόμενα και συσχετίσειςτους. Η προκοπή του αμπελιού εξαρτάται από την εύνοια της εποχής. Αν κάτι δεν πάει καλά, τότε… ούτε κι αυτές οι λιτανείες προς τιμήν της Αγίας Παρασκευής, ευδοκιμούν. «Τρύγος, Θέρος, Πόλεμος». Αίφνης ο θεός Διόνυσος δένεται με φαινόμενα, πέρα από εκείνα που θεωρούνται βασικά στοιχεία του. Το θέρος και το κρασί συνδυάζονται με τον πόλεμο. Ποιος είπε ότι ο θεός Διόνυσος που φέρει ως σύμβολα τα αμπελόφυλλα, τη σταφυλή και τον στολισμένο με κισσό θύρσο, που ταυτίστηκε με τον Χριστό στον Σικελιανό, δε θα συνδεθεί και με τον πόλεμο, που στην αρχαιοελληνική θεογονία εκπροσωπείται από τον θεό Άρη; Ας μη ξεχνούμε την καταστροφική επίδρασή του στο Δράμα του Ευριπίδη Βάκχες,όπου τρελαίνει την μητέρα του Πενθέα, Αγαύη, η οποία στη συνέχεια μαζί τις αδερφές της και τις συντρόφισσες του Διονύσου τις Μαινάδες, σκοτώνει το παιδί της.
Ο ρόλος της νοσταλγίας στην ποίηση της Μούσουρα:
Τέλος δεν θα πρέπει να παραληφθεί το γεγονός ότι η Δ. Μούσουρα, υπό την επήρεια της έντονης νοσταλγίας της και ως φορέας πληροφοριών σε σχέση με την αγαπημένη της Ζάκυνθο, χρήζεται ως ένα σημείο λαογράφος και ιστοριογράφος. Η ιδιότητά της, της συγγραφέα: νοσταλγού λαογράφου και ιστοριογράφου, εκ των πραγμάτων, επιτρέπουν την μνημόνευση και τραγικών γεγονότων, αλλά και χαριτωμένων επεισοδίων ή σατιρικών καταστάσεων, κυρίως όμως πληροφοριών που αφορούν συνήθειες και πράξεις επανάληψης, που με άρμα τη μνήμη της, κληροδοτούνται από τις παρελθούσες γενιές, στις νεώτερες. Ως ένα βαθμό η όλη διαδικασία ταυτίζει το παρελθόν με την σύγχρονη εποχή και είναι ευνόητο ότι εφόσον εξακολουθεί να κοινοποιείται, βοηθείταινα εξελιχθεί σε αιώνιο. Συμπληρώνω το πόνημά μου, με στίχους από το ποίημα Τση Ζάκυθο, αφιερωμένους στηναγαπημένη νήσο και στον λουλουδένιο κόσμο της, του ταυτόσημου με τον αισθηματικό κόσμο της ποιήτριας Δ. Μούσουρα:
Τση Ζάκυθος
Φύτεψα
Τζαντζαμίνι στην αυλή
Μυρτιά στο παρεθύρι
Μέσα στου κήπου μια γωνιά
Γατζία είχα σπείρει.
Τσου γλυκομίλια την αυγή
Τα πότιζα το βράδυ
Στην κάψα του μεσημεριού
Τσούστερνα ανέμου χάδι.