O Κώστας Στραφιώτης, του Νίκου που εργαζόταν στα Railways και της Μαρίας, γεννήθηκε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, στις 18 Ιουνίου 1961. Έχει έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Γιώργο. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και επέστρεψε στο Σίδνεϊ σε ηλικία 18 ετών. Ήταν μέλος του Συγκροτήματος Ελλήνων Καλλιτεχνών. Τον Οκτώβριο του 1986 παραχώρησε συνέντευξη στον Γιώργο Μιχελακάκη.
Συζήτηση του Γιώργου Μιχελακάκη με τον Κώστα Στραφιώτη στο Σίδνεϊ, Οκτώβριος 1986 | Απομαγνητοφώνηση: Άννα Αρσένη
Κ.Σ. Γεννήθηκα τον Ιούνιο του 1961. Όταν ήμουν πέντε χρονών ο αδελφός μου κι εγώ πήγαμε στην Ελλάδα.
Γ.Μ. Γιατί πήγατε στην Ελλάδα;
Κ.Σ. Μας στείλανε… όταν είσαι πέντε χρονών δεν είσαι σε θέση να ξέρεις γιατί πας ή δεν πας.
Γ.Μ. Από που είναι οι γονείς σου;
Κ.Σ. Οι γονείς μου είναι και οι δύο από την Εύβοια. Ο πατέρας μου από την Ιστιαία, κοινώς Ξηροχώρι, και η μάνα μου από το Ποτόκι, ή Ασμήνι στην αρχαία ονομασία… αλλά παντρευτήκανε εδώ. Είχαν έρθει πριν το ’60.
Γ.Μ. Με ποιά σκέψη σάς έστειλαν στην Ελλάδα;
Κ.Σ. Απλά για για να μεγαλώσουμε εκεί, να ξεκινήσουμε από την αρχή ελληνικό σχολείο. Θέλανε να πάρουμε τις βάσεις. Μέναμε στη γιαγιά μου και στις θείες μου και στους θείους μου.
Γ.Μ. Πόσο καιρό κάτσατε;
Κ.Σ. Εγώ μέχρι να τελειώσω το Γυμνάσιο, πέρασα και περιοδεύων μάλιστα. Είχα δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, δεν είχα περάσει και μετά σκεφτόμουνα ή φαντάρος να πάω ασυρματιστής ή να έρθω εδώ. Κι αφού ο θείος μου ήταν εδώ πέρα, ήρθα κι έμεινα με το θείο μου κάμποσα χρόνια.
Γ.Μ. Οι γονείς σου δεν ήταν εδώ;
Κ.Σ. Έζησαν εδώ μέχρι το ’70 και μετά ήρθαν στην Ελλάδα. Εγώ τότε πήγαινα τετάρτη δημοτικού. Οπότε είμασταν όλη η οικογένεια στην Ελλάδα. 18 χρονών που έφυγα, εγώ, οι γονείς μου ήταν ακόμα εκεί. Έμεινα με το θείο μου για περίπου τρία χρόνια.
Γ.Μ. Ποιά χρονιά ήρθες στην Αυστραλία;
Κ.Σ. Το 1980.
Γ.Μ. Τα αγγλικά σου όταν ξαναήρθες πως ήτανε;
Κ.Σ. Δεν υπήρχανε. Είχα τεράστιο πρόβλημα, έπρεπε να ξεκινήσω από την αρχή, από το μηδέν. Γιατί δεν είχα κάνει στην Ελλάδα αγγλικά. Ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα ερχόμουνα πάλι πίσω. Ήρθα, άρχισα μαθήματα ιδιωτικά στο Special English. Μετά από ένα χρόνο πήγα στο Κολλέγιο κι έκανα Architectural Drafting, σχεδιαστής… Μου μένει ακόμα μια χρονιά πάρτ-τάιμ, αλλά δεν έχω σκοπό να το κάνω… Έχω σταματήσει, δεν πηγαίνω. Δεν με ενδιαφέρει. Είχα δουλέψει και δύο χρόνια σαν σχεδιαστής, επαγγελματικά δηλαδή. Τώρα αυτή τη στιγμή δουλεύω σε ελληνικό σχολείο στο Κίνγκσφορντ και πάρτ τάιμ σε μια εταιρεία που πουλάει κολώνιες.
Γ.Μ. Με το θέατρο πότε άρχισες να ασχολείσαι;
Κ.Σ. Πριν τέσσερα χρόνια… δεν θυμάμαι ακριβώς. Έκανα μια εκπομπή στο ραδιόφωνο τότε στο 2SER (Institute of Technology) και κάναμε μια ώρα κάθε Σάββατο. Ήταν καθαρά ελληνικό πρόγραμμα. Τόχαμε αρχίσει με ένα παιδί που δούλευε εκεί μέσα σαν μαθητής γυμνασίου και έτυχε να γνωριστεί με άτομα στο σταθμό και ζήτησε και του δώσανε μια εκπομπή ελληνική. Πλήρωνε και μας δίναμε αυτή την ώρα. Βασικά επεξεργαζόμουνα όλο το πρόγραμμα γιατί τα παιδιά ήταν αυστραλογεννημένα και δεν είχανε πολύ σχέση με τη μουσική. Κάναμε -θυμάμαι- αφιερώματα σε ρεμπέτικη μουσική, Θεοδωράκη, Χατζηδάκη αλλά επειδή έτυχε να μην τα βρούμε με τους γονείς των παιδιών… επειδή θέλανε να παίζουμε ένα ορισμένο είδος μουσικής και βασικά λαϊκά… (Τα ρεμπέτικα τα δεχόντουσαν και τα δημοτικά). Εμένα αυτό δεν μου άρεσε. Όταν κάνεις κάτι να περάσεις όμορφα την ώρα σου και να ευχαριστήσεις τον κόσμο που το ακούει, θέλεις να δώσεις κάτι παραπάνω από το συνηθισμένο… Έ, και επειδή διαφωνούσαμε…
Γ.Μ. Διαφωνούσατε με τα άλλα παιδιά ή με τους γονείς;
Κ.Σ. Με τους γονείς … και τα παιδιά κάνανε βασικά ό,τι οι γονείς αποφασίζανε…
Γ.Μ. Όταν λές με τους γονείς των παιδιών, είχαν λέγειν και οι γονείς των παιδιών;
Κ.Σ. Ουσιαστικά έτσι ήταν! Όταν πήραμε την εκπομπή, ο Άθας -το παιδί που την είχε πάρει- ήταν υπεύθυνος, οπότε είχε υπογράψει με το όνομά του… οπότε εγώ δεν φαινόμουνα καθόλου, δεν είχα λέγειν. Και να ήθελα να διαφωνήσω, δεν μπορούσα. Απλούστατα, υποτίθεται ήταν θέμα εμπιστοσύνης, την κάναμε μαζί και την κάναμε και οι δυο μας. Αλλά, όταν κάποια στιγμή διαφωνείς και έρχεται και σου λέει να φύγεις από το πρόγραμμα ή να συμβιβαστείς με το στυλ που θέλουν οι μεγάλοι, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να φύγεις. Γιατί απλούστατα δεν έχεις τα μέσα να αντιδράσεις…
Γ.Μ. Ακουγόταν αυτό το πρόγραμμα;
Κ.Σ. Είναι ακόμα… εντελώς ίδιο όπως ήταν. Το μόνο που λείπει είμαι εγώ.
Γ.Μ. Πως το είπαμε;
Κ.Σ. 2SER… Sydney Education Radio και είναι κάθε Σάββατο, 4-5 μμ αν δεν κάνω λάθος και το λένε The Hellenic Program. Mάλιστα, όταν κάναμε Το διπλανό κρεβάτι, είχαμε πάει και μας κάνανε συνέντευξη με τον Άγγελο Αδάμ. Δεν έχω πρόβλημα με τα παιδιά, από την άποψη ότι… τόσο ξέρανε τόσο κάνανε, δηλαδή όχι ότι φερθήκανε άσχημα, απλούστατα τα ενδιαφέροντά τους ήταν μέχρι ένα σημείο. Απλά να κάνουν εκπομπή, να λένε τα τραγούδια. Δεν τους ενδιέφερε τι θα ακούσει ο κόσμος ή τι γραμμή θα ακολουθήσουν…
Είχαν έρθει λοιπόν παιδιά από το Συγκρότημα Ελλήνων Καλλιτεχνών, κυρίως μεγάλοι στην ηλικία… τότε θα ανεβάζανε την Αρκούδα του Τσέχωφ και Το Ξενοδοχείο Η Γαλήνη του Χρηστίδη, (ο Χρηστίδης ήταν εκπαιδευτικός εδώ, αποσπασμένος στο Σίδνεϊ από την Ελλάδα) και μιλήσανε και μου άρεσε όπως τους είδα που ασχολούνταν με το θέατρο, γιατί τότε δεν είχα κόσμο σε ελληνικό περιβάλλον, και τους ρώτησα και μου είπαν ότι έχουν και νέους στο Συγκρότημα και έχουν και παιδιά μουσικούς που ασχολούνται… Οπότε πήγα και γνωρίστηκα με τα νεότερα μέλη, ήταν τότε ο Θεόδωρος Γιαννακόπουλος και ο Νίκος Αντώνογλου και Σοφοκλής ….
και μου άρεσε. Όταν πήγα εκεί μού είπαν ανεβάζουμε ένα νέο έργο… Ήταν η πινακοθήκη των ηλιθίων του Τσιφόρου και είχε ένα μικρό ρόλο και μου είπανε άμα ήθελα να παίξω. Και λέω εντάξει και γιατί όχι. Κάπως έτσι άρχισα, σιγά-σιγά…
Γ.Μ. Πως είδες τη συμμετοχή σου σε αυτό το έργο;
Κ.Σ. Στην αρχή ήμουν κάπως χαμένος. Πρώτα απ’ όλα δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ασχοληθώ με το θέατρο. Από την άποψη ότι δεν το έβλεπα για μένα. Μπορεί να μου άρεσε σαν Τέχνη αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα υπήρχαν συνθήκες που θα μπορούσα εγώ να βρεθώ στο θέατρο. Και ήταν ψάχνοντας… Δηλαδή, δεχόμουνα ότι θα μου λέγανε, σχεδόν καθόλου κριτική. Υποτίθεται ότι αυτοί ξέρανε, εγώ δεν ήξερα. Αυτοί ήταν μέσα, εγώ απέξω. Την πρώτη φορά που ανέβηκα στη σκηνή ήμουν αρκετά κουμπωμένος, δεμένος. Σκεφτόμουνα τα πάντα, να μην κάνω λάθος, το παραμικρό, και να παίξω όπως ακριβώς είχα μάθει το ρόλο, όπως ακριβώς μου τον είχαν διδάξει… Δηλαδή νομίζω ότι μπορεί να είχε λίγα στοιχεία από μένα… από Κώστα δηλαδή, να προσπαθήσω να το δημιουργήσω αληθινά. Ήταν απλώς ό,τι μου είχαν πει. Δάσκαλος ήταν ο Σταύρος Οικονομίδης. Θυμάμαι σε ορισμένες σκηνές που ήταν να νευριάσω, ανέβαινε πάνω στη σκηνή να μου δείξει πως, γιατί δεν μπορούσα να απελευθερωθώ και να κάνω συναισθήματα κάποιου αλλουνού…
Αλλά μου άρεσε, μου άρεσε η δουλειά, το ξενύχτι, μετά που θα βγαίναμε παρέα. Σπαταλούσα ώρες κάνοντας κάτι ευχάριστο. Ήταν και challenging -που λέμε στα αυστραλέζικα- να προσπαθείς να κάνεις κάτι διαφορετικό και να πείσεις τον θεατή να δεχτεί σαν αληθινό αυτό που εσύ κάνεις πάνω στην σκηνή. Σιγά-σιγά τα βρίσκεις όλα αυτά που λέμε τώρα και μετά μπαίνεις περισσότερο μέσα και ανακαλύπτεις ότι μπορείς να κάνεις και πράγματα και μόνος σου… Πιστεύεις στο δικό σου αισθητήριο. Ύστερα, μου αρέσει εμένα να ζωγραφίζω και να σκιτσάρω περισσότερο… Άρχισα να κάνω ορισμένα από τα προγράμματα που φτιάχναμε κάθε φορά, να βοηθάω στα σκηνικά, πινακίδες… Άρχισα να ενδιαφέρομαι περισσότερο για τα έργα που θα διαλέγαμε. Όταν είσαι νέος και ασχολείσαι με αυτό το πράγμα, θέλεις να δώσεις στον κόσμο κάτι που νομίζεις ότι θα κερδίσει, όχι μόνο που θα το δει αλλά θα τον κάνει να σκεφτεί, αν όχι να προβληματιστεί, απλώς να δει μια άλλη άποψη, πέρα από το συνηθισμένο-κατεστημένο του θεάτρου που είναι η κωμωδία, νομίζω στο Σίδνεϊ.
Γ.Μ. Δεν σε ικανοποιούσε αυτό το είδος του θεάτρου που ανέβαιναν για δεκαετίες στο Σίδνεϊ και γενικά στην Αυστραλία;
Κ.Σ. Χμ… Εγώ είμαι ξένος στην κατάσταση του θεάτρου του Σίδνεϊ. Απλούστατα, ότι ξέρω το έχω μάθει, δεν το έχω ζήσει. Αλλά, από ό,τι ξέρω, όσο ήταν ο Μαντουρίδης -γιατί ποτέ δεν τον γνώρισα- το Συγκρότημα Ελλήνων Καλλιτεχνών ανέβαζε υπέροχα έργα και απορώ ας πούμε με τί κουράγιο. Πρέπει να ήταν… κάτι άλλο αυτός ο άνθρωπος! Να ανεβάζει Φωτεινό, να ανεβάζει Καζαντζάκη σε μια εποχή βασίλευε ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας… ή όλες οι τραγωδίες που έχει ανεβάσει. Εγώ, προσωπικά, όταν βρέθηκα στο θέατρο, στην αρχή δεν είχα λέγειν, ή αισθανόμουν ότι οι άλλοι κάναν τη δουλειά κι εγώ απλώς συμμετείχα. Ε…μετά όταν ασχολήθηκα ή διάβαζα έργα, ήξερα και τί μου άρεσε, ήθελα να συμμετέχω σε έργα που μου αρέσουνε. Θυμάμαι ότι μετά είχαμε κάνει τον Μετανάστη του Σκούρτη και τρεις παράλληλους μονόλογους, και τα είχαμε κάνει σαν μονόπρακτα, στην Εστία μας τότε που ήταν στο Μάρικβιλ. Πράγμα που δείχνει ότι δεν μας ενδιέφερε να είμαστε σε παραγωγές που έκανε το Συγκρότημα -μεγάλες που θα φέρνανε κόσμο- απλώς κάναμε τα έργα που μας αρέσανε εμάς, οι νέοι ας πούμε και… ό,τι βγει. Αλλά είχαμε αρκετή συμπαράσταση τότε, τα είχε σκηνοθετήσει αυτά τα δύο μονόπρακτα ο Βαγγέλης Παπαδόπουλος και θυμάμαι τότε είχε κάνει και εγχείρηση με την καρδιά του τότε…
Γ.Μ. Ποιά εποχή;
Κ.Σ. Θάταν το ’81 ίσως…
Γ.Μ. Ακόμα δηλαδή συνεργαζόταν ο Βαγγέλης Παπαδόπουλος τότε; Δεν είχε φύγει ακόμα;
Κ.Σ. Ο Βαγγέλης, απ’ ότι ξέρω παλιά είχε έρθει σε ρήξη -καλλιτεχνική- με τον Μαντουρίδη, μετά είχε φύγει… Το ’81 είχε ξαναέρθει στο συγκρότημα και είχε κάνει διαλέξεις στο θέατρο και συγκεκριμένα είχε σκηνοθετήσει το ένα μονόπρακτο. Το άλλο το είχε σκηνοθετήσει ο Χάρης ο Φαντάκης -δεν ξέρω αν τον έχεις υπόψιν σου. Είχε παίξει τους τρείς παράλληλους μονόλογους όταν ήταν στο Πανεπιστήμιο και όταν ανέβηκαν στο Συγκρότημα δέχτηκε να τους σκηνοθετήσει. Το άλλο, τον Μετανάστη, τον σκηνοθέτησε ο Βαγγέλης. Και στην τελευταία πρόβα θυμάμαι δεν μπορούσε να έρθει και την κάναμε μόνοι μας. Και σε μια στιγμή όπως κοιτάμε από την άκρη της πόρτας βλέπουμε ένα κεφάλι να μπαίνει, ήταν περίπου προς το τέλος του έργου και βλέπω… ήταν ο Βαγγέλης που παρακολουθούσε τις πρόβες… Είχε έρθει! Ήταν πολύ συγκινητικό. Είχε ωραίες στιγμές… Είχε και άσχημες!
Γ.Μ. Εσείς οι νέοι προσπαθείτε να διαφοροποιήσετε την υπάρχουσα κατάσταση στο παροικιακό θέατρο;
Κ.Σ. Δεν ξέρω αν γίνεται συνειδητά ή όχι! Αλλά μπορώ να σου πω έργα που έχουμε παίξει προς το τέλος και που εμείς οι νέοι -κατά ένα μεγάλο ποσοστό- θελήσαμε να ανεβούνε. Θα μιλήσω συγκεκριμένα για το Συγκρότημα Ελλήνων Καλλιτεχνών, γιατί με αυτό έχω παίξει, με το Σταύρο Οικονομίδη και με τους φοιτητές στο SUGS. Στο Συγκρότημα Ελλήνων Καλλιτεχνών έχουμε ανθρώπους με μεγάλη διαφορά ηλικίας, οπότε έχω προσέξει ότι γενικά οι μεγαλύτεροι, αν και τους αρέσουν έργα που αρέσουν και σε μας όπως για παράδειγμα… είχαμε κάνει τη Βέρα του Κεχαϊδη μαζί με ένα άλλο μονόπρακτο, Ένα Παράξενο Απόγευμα, έργα που δύσκολα -νομίζω- μπορεί να τα δει το κοινό εδώ. Κατά κάποιον τρόπο πήγαν χαμένα γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή ούτε λεφτά για διαφήμιση είχαμε, ούτε τίποτα… είχαμε κάπου 20 άτομα κάθε βράδυ. Κι αν είχαμε. Ύστερα ανεβάσαμε…. είχε ανέβει με τον τίτλο Εραστής της Νόρας, ήταν το Δάφνες και Πικροδάφνες του Κεχαϊδη, αυτό ήταν περισσότερο δουλειά του Τσερδάνη. Δηλαδή έργα καθαρά ρεαλιστικά, παρμένα από την ελληνική πραγματικότητα, που οποιαδήποτε μηνύματά τους είναι καλά κρυμμένα, στο βάθος του έργου. Και μπορεί ο θεατής να δει άνετα ή… όπως το Διπλανό Κρεβάτι. Σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας θα τους άρεσαν περισσότερα έργα όπως το Δεν Είμαι Εγώ του Ξενόπουλου… Εμένα ο Ξενόπουλος μου αρέσει, σας συγγραφέας, αλλά το συγκεκριμένο θεατρικό έργο δεν νομίζω ότι θα έχει τίποτα να κερδίσει ένας που θα τόβλεπε, ή εμένα προσωπικά δεν μου κάνει αίσθηση να το ανεβάσω.
Γ.Μ. Δηλαδή οι παλαιότεροι άνθρωποι που ασχολούνται με το θέατρο μέσα στην παροικία, έχουν προτίμηση στα παλαιότερα έργα;
Κ.Σ. Είναι παρακινδυνευμένο να τα ταξινομήσεις… γιατί ίσως θα ήταν και λάθος! Δηλαδή… το Διπλανό Κρεβάτι όλοι το αγαπήσανε και όλοι το θέλανε, που είναι ένα έργο καινούριο. Και ένα έργο που θίγει πολλά σημεία. Το Δεν είμαι Εγώ είναι ένα έργο που οι νεότεροι δεν το θέλανε, αλλά οι παλαιότεροι το θέλανε… και είναι ένα παλιό έργο.
Γ.Μ. Μπορούμε να δούμε τα κριτήρια;
Κ.Σ. Ήταν μια καθαρή φαρσοκωμωδία, ένα γέλιο που έβγαινε αβίαστο… ήταν καθαρά η περίπτωση… η υπηρέτρια, ο φίλος της, ο καθηγητής που θα μπερδευτεί με έναν άλλον καθηγητή που έχει το ίδιο όνομα, ο παντρεμένος που θα νομίζει η γυναίκα του ότι την απατά, ο νεαρός που επωφελείται από την συνωνυμία -κατά κάποιον τρόπο- για να πάρει λεφτά που δεν ανήκουν σε αυτόν… κατάλαβες την υφή του έργου; Ε, αυτό ήταν που τους άρεσε… Ε… εμάς δεν μας άρεσε! Δεν βρίσκαμε τίποτα που να μας συγκινεί! Αυτή είναι περίπου – ίσως- η διαφορά. Τώρα λέμε να ξανα-ανεβάσουμε πάλι Κορέ. Δεν ξέρω τι θα γίνει… Είναι ο Οίκος Ευγηρίας, η ευτυχισμένη δύση. Είναι ένα έργο που αρέσει σε όλους. Είναι πολύ ανθρώπινο. Εκτός από την ανθρωπιά τού έργου έχει και μέσα μηνύματα που όταν κάποιος πάει και το δει και δει ότι οι ηλικιωμένοι πραγματικά ζουν στο περιθώριο της ζωής και κανείς δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τους λεφτά τους, ότι δεν τους προσέχουν όπως θάπρεπε… ενώ χρειάζονται αγάπη απλώς τους δίνουν ένα φάρμακο χωρίς την αγάπη. Δηλαδή υπάρχουν έργα που θα αγγίξουν όλους μας, υπάρχουν άλλα έργα όπως η Βέρα, που θα αγγίξει μόνο τους νέους, ή το Παράξενο Απόγευμα… Όχι! το Παράξενο Απόγευμα υπήρξαν άνθρωποι μεγάλοι που το είδαν και κλάψανε… αλλά όταν πρόκειται συνήθως για νεο-ρεαλιστικό ελληνικό θέατρο, θα έλεγα οι νέοι περισσότερο από κάποιον μεγάλο θα ρισκάρουν να το παίξουν. Γιατί δεν ξέρουν από πριν τί απήχηση θα έχει στον κόσμο.
Γ.Μ. Κατά πόσο οι μεγαλύτεροι επιτρέπουν στους νεότερους πρωτοβουλίες;
Κ.Σ. Σε αυτό το θέμα είμαστε αρκετά τυχεροί γιατί από κάποια συγκεκριμένη στιγμή, όταν βρεθήκαμε νέοι στο συμβούλιο, έγινε το συμβούλιο καθαρά δημοκρατικό και μπορούμε να εκφράσουμε την άποψή μας. Και προσπαθούμε με κάθε τρόπο όλα τα μέλη να περιφρουρήσουμε την ελευθερία έκφρασης του καθενός. Δηλαδή, μπορεί κάποιος να διαφωνεί και να λέει καθαρά τη γνώμη του. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα προσπαθήσει να επηρρεάσει ή να αναγκάσει και τους άλλους να ασπαστούν τη γνώμη του. Σε περίπτωση που υπάρξει σύγκρουση θα υπάρξει ψηφοφορία. Αν το δεχτεί η πλειοψηφία, πέρασε. Δεν το δέχεται, δεν πέρασε. Και επειδή τυγχάνει αυτή τη στιγμή οι νέοι να έχουν την πλειοψηφία δεν νομίζω να έχουμε αυτό το πρόβλημα σε αυτό το θέμα. Μπορούμε να διαλέξουμε άν ένα έργο μάς αρέσει, θα το διαλέξουμε και θα προσπαθήσουμε να το ανεβάσουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Αν νομίζουμε ότι δεν μας ικανοποιεί εμάς, δεν θα δεχτούμε να το κάνουμε, υποθέτω τώρα πια! Γιατί στο παρελθόν έχουμε κάνει ορισμένα έργα, που εκ των υστέρων είδαμε ότι δεν έπρεπε να γίνουν έτσι όπως γίνανε. Χωρίς να θέλω να αναφέρω ονόματα… όταν δίνεις σε κάποιον τον κύριο ρόλο και αυτός ο κάποιος δεν τον μαθαίνει, και παίζεις εποχή ΄86 με υποβολείο, νομίζω δεν έχεις κανέναν λόγο να ανεβάσεις το έργο. Τέτοια πράγματα. Καταρχάς έχουμε πολλές ελλείψεις. Πχ δεν έχουμε ένα συγκεκριμένο θέατρο, ένα θεατρικό χώρο να παίξουμε. Το αμφιθέατρο για μας, είναι άπιαστο όνειρο. Που να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε, να κλείσουμε θέατρο σε αμφιθεατρικό στυλ. Αναγκαστικά παίζουμε σε πλατεία που είναι επίπεδη… για παράδειγμα το Διπλανό Κρεβάτι -δεν ξέρω αν το πρόσεξες που ήρθες- για μένα τρώει 50% από το έργο.
Αυτά είναι ορισμένα πράγματα που με στεναχωρούν και αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς με το θέατρο όταν δεν έχεις όλα τα απαραίτητα…
Γ.Μ. Δεν υπάρχουν άλλοι χώροι που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε;
Κ.Σ. Υπάρχουν… αλλά είναι πολύ-πολύ δύσκολο να βρεθούν και κοστίζουν πιο πολύ! Δηλαδή, αν εμείς παίξουμε στο Τομ Μαν ή σε αυτό το θέατρο που παίξαμε, είναι πιο εύκολο να το κλείσουμε από το να κλείναμε -τότες υπήρχε τώρα νομίζω άλλαξε- το Off Broadway Theatre, που είναι σε στυλ… σα παλιά εκκλησία και έχει τα καθίσματα σε αμφιθεατρικό στυλ. Που ο θεατής κοιτάει προς τα κάτω και βλέπει ή μάλλον μπαίνει μέσα στο έργο.
Γ.Μ. Δεν υπάρχουν δυνατότητες να συνεργαστείτε με άλλα θεατρικά γκρουπ ώστε όλοι οι παροικιακοί θεατρικοί φορείς να νοικιάσετε κάτι;
Κ.Σ. Αυτό είναι κάπως δύσκολο… δεν ξέρω γιατί αλλά συνήθως ο καθένας -κι εμείς οι ίδιοι- φροντίζουμε να κάνουμε αυτό που μπορούμε, με τα μέσα που έχουμε να προχωρήσουμε, παρά να έρθουμε σε επαφή με τα υπόλοιπα θεατρικά συγκροτήματα. θα ήταν ευχής έργο αν μπορούσαν, δηλαδή πραγματικά αν υπήρχε ένας χώρος και να μπορέσουμε να το φτιάξουμε… και να πει πχ. αυτούς τους τρεις μήνες ετοιμάζει έργο το Συγκρότημα Ελλήνων Καλλιτεχνών, τους επόμενους τρεις ετοιμάζει οποιοδήποτε άλλο συγκρότημα…
Γ.Μ. Τα προβλήματα είναι πολλά και μεγάλα. Αν δεν υπάρξει συνεργασία να υπερπηδήσετε τα εμπόδια…
Κ.Σ. Αν γινότανε μια συντονιστική επιτροπή από ανθρώπους που ασχολούνται με το θέατρο και αν μπορούσε να δημιουργηθεί ένα συμβούλιο που να αντιπροσωπεύει τα συγκροτήματα και να δει τι μπορεί να γίνει, ειδικά με το χώρο του θεάτρου. Αν είχαμε αυτό το χώρο, θα ξεπερνούσαμε αυτό που λέμε το θέμα της σκηνής. Χωρίς θέατρο γίνεται;
Γ.Μ. Στη Μελβούρνη έχει γίνει μια τέτοια προσπάθεια. Για ένα διάστημα είχανε νοικιάσει μια μεγάλη αποθήκη και την είχανε μετατρέψει σε χώρο θεατρικό… και είχε επιτυχία, γιατί ο κόσμος ήξερε που θα πάει, ήξερε ένα χώρο συγκεκριμένο.
Κ.Σ. Θα ήταν καλό για όλους… δεν θα ήταν κάτι το ανασταλτικό για τα ενδιαφέροντα του κάθε θιάσου. Θα ήταν καθαρά ένας χώρος που θα μπορούσε το κάθε συγκρότημα να πηγαίνει να παίζει…
Γ.Μ. Τι θέατρο έχει ανάγκη -κατά τη γνώμη σου- η παροικία;
Κ.Σ. Η πρώτη γενιά προτιμάει -σαφώς- κωμωδία. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αν πάει και δει ένα άλλο έργο που έχει παιχτεί όμορφα, ότι δεν θα τους αρέσει. Υπάρχει 90% πιθανότητα να τους αρέσει πάρα-πάρα πολύ. Από παραδείγματα ανθρώπων που έχω πάρει σε θέατρα που έχουμε παίξει εμείς και άλλοι.
Συγκεκριμένα, μετανάστες, άνθρωποι που έχουνε take away food shop, το ανδρόγυνο, τους πήρα να δουν την Ηλέκτρα. Δεν έπαιζα, έκανα τον φωτισμό τότε… αρχαία τραγωδία. Τους άρεσε πάρα-πάρα πολύ! Ένα σοβαρό έργο -είπανε- που είδανε τη δουλειά που είχε γίνει και καλλιτεχνικά τούς ικανοποίησε. Αναιρεί δηλαδή τον κανόνα ότι θα προτιμούσαν να δουν κωμωδία. Πήγαν, είδαν ένα βαρύ έργο και τους άρεσε. Οι νεότεροι, όσοι είναι σαν κι εμάς, δεν υπάρχει θέμα με παιδιά που έχουν μεγαλώσει στην Ελλάδα, τους αρέσει το θέατρο που αρέσει και σε μας. Ζωντανό θέατρο ελληνικό.
Γ.Μ. Τι γίνεται με τα παιδιά που δυσκολεύονται με την ελληνική γλώσσα;
Κ.Σ. Αν φέρουμε τους φίλους μας στο θέατρο, θα ‘ρθούνε. Αν όχι, δεν πρόκειται να ενδιαφερθούνε ποτέ! Έχοντας υπόψιν μας αυτό το πρόβλημα, προσπαθούμε να ανεβάζουμε το έργο και στα ελληνικά και στα αγγλικά. Για όσους έχουν προβλήματα να ευχαριστηθούν το έργο στην αυθεντική του μορφή, θα μπορούσαν κάλλιστα να το δουν μεταφρασμένο στα αγγλικά. Να δουν δηλαδή ότι και στην Ελλάδα υπάρχει ένα ζωντανό θέατρο, του σήμερα, με προβλήματα και είναι και η Ελλάδα ένας χώρος όχι ακριβώς όπως τον παρουσιάζουν -ίσως- οι γονείς τους, αν δεν την ξέρουν φυσικά, ότι εκεί είναι αλλιώς… Όλοι οι άνθρωποι, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης -ώρες ώρες- είναι ίδιοι.
Το καλύτερο από όλα θα ήταν να γεννιόταν, να δημιουργόταν ένα θέατρο που να αναφέρεται -αποκλειστικά – στην Αυστραλία του σήμερα. Σε αυτή τη γη που μεγαλώνουν και ζουν τα παιδιά αυτά. Κι εμείς.
Γ.Μ. Δεν υπάρχουν προϋποθέσεις να σπρώξετε προς κάποιες κατευθύνσεις;
Κ.Σ. Αυτό που νομίζω ότι μπορεί να γίνει, καταρχάς, είναι να ανεβάσουμε έργα που έχουν ήδη γραφτεί -περισσότερο στη Μελβούρνη- γιατί το Σίδνεϊ δεν νομίζω να έχει την παραγωγή της Μελβούρνης- και έργα δίγλωσσα, με ελληνικά και αγγλικά και που να αναφέρονται στις συνθήκες των πρώτων μεταναστών ή και των μεταναστών του σήμερα ή της Αυστραλίας του σήμερα. Ακόμα πιο σπουδαίο είναι να γραφτούν έργα με έναυσμα ή να προσπαθήσουν να αιτιολογήσουν την κατάσταση του Έλληνα του Σίδνεϊ. Να δώσουν τα σημεία αναφοράς. Αυτό νομίζω θα ήταν πολύ ενδιαφέρον. Ας πούμε να πας στο θέατρο και να δεις μια ελληνική οικογένεια του Σίδνεϊ επάνω στη σκηνή. Νομίζω θα είχε πάρα, πάρα πολύ ενδιαφέρον!
Γ.Μ. Πόσο συνειδητοποιημένοι είναι οι άνθρωποι που ασχολούνται με το θέατρο;
Κ.Σ. Μέχρι στιγμής, εμείς σαν Συγκρότημα, και επειδή το έχουμε σκεφτεί, και έχουμε σκεφτεί και την άποψη ότι ίσως γράψουμε, αλλά απλούστατα έχει μείνει στην ερώτηση καθαρά! Δηλαδή τί θα μπορούσαμε να κάνουμε ή ποιές είναι οι πιθανές λύσεις. Μέχρι τώρα, το μεγαλύτερο ερώτημα για μας είναι ότι… εμένα τουλάχιστον μου αρέσει πάρα πολύ και θα θέλαμε -αν γινότανε- να ασχοληθούμε επαγγελματικά. Αλλά αυτό προϋποθέτει τεράστιες θυσίες και δεν ξέρω κατά πόσο, αρκετοί από εμάς, είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε θυσίες. Κι αυτό ας πούμε ταυτόχρονα σημαίνει ότι θα μπορούσες κάλλιστα να ασχοληθείς με το να γράψεις, αφού η αποκλειστική σου έννοια είναι το θέατρο, να παρουσιάσεις καλύτερης ποιότητας έργα, γιατί όταν δουλεύεις όλη την ώρα πάνω σε αυτό που θες οπωσδήποτε θα μειώσεις στο ελάχιστο τα λάθη, όσο να’ναι θα το κάνεις επαγγελματικά και ταυτόχρονα θα μπορείς να σπουδάσεις πάνω στο θέατρο, γιατί όσο νάναι τελειώνοντας μια σχολή… Εμείς δεν έχουμε καμμία κατάρτιστη, αν λειτουργούμε, λειτουργούμε βασικά με το αισθητήριό μας που πιστεύουμε ότι -ίσως- είναι σωστό. Και προσπαθώντας να μην προδώσουμε το έργο που παίρνουμε. Δηλαδή μπορώ να μιλήσω για μένα, για τον Νίκο, για τον Μιχάλη και να πω ότι όταν παίρνουμε ένα έργο, το σεβόμαστε απόλυτα. Το ανεβάζουμε για αυτό ακριβώς που έγραψε ο συγγραφέας, μπορούμε να δούμε αυτό που θέλει να δώσει στον κόσμο, και το αγαπάμε. Αυτός είναι ο λόγος που το κάνουμε. Τώρα κατά πόσο είμαστε επαγγελματικά σωστά… αυτό είναι μια άλλη ερώτηση.
Αν ήταν ένα θέατρο που ασχολούνταν με τα προβλήματα του σήμερα, εδώ, θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον για όλους… και υποθέτω ότι η δίγλωσση λύση -κατά κάποιον τρόπο- θα ήταν πιο αληθινή εικόνα. Γιατί, να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας αυτός είναι ο τρόπος επικοινωνίας, είναι μια πραγματικότητα.
Γ.Μ. Κι αν δίνεται έμφαση και στις άλλες τεχνικές, όχι μόνο στο λόγο, στο φως, στην κίνηση, στη μουσική…
Κ.Σ. Χμ.. και επιπλέον σημαίνει ότι θα γινόταν μια ένωση όλων των δυνάμεων, των καλλιτεχνικών. Δηλαδή… με το Θέμο συζητάγαμε, τον Μέξη, και λέει αν γράψετε ένα μιούζικαλ ή κάτι τέτοιο, να κάνω τη μουσική. Καταρχάς, μάς αρέσει να δουλεύουμε με αυτόν τον άνθρωπο, είναι υπέροχος. Φέρνει ανθρώπους κοντά, ή θα έφερνε αυτός τους μουσικούς του… που δεν είναι απαραίτητο να είναι αποκλειστικά Έλληνες! Είναι υπέροχο όταν ανεβάζεις μεγάλα έργα!
Δηλαδή, όχι μόνο θα φέρεις τον κόσμο αλλά θα φέρεις και όλους τους καλλιτέχνες μαζί.
Γ.Μ. Τώρα, εσείς οι νεότεροι, τί ελεύθερες ώρες έχετε για να ασχοληθείτε με το θέατρο;
Κ.Σ. Τη νύχτα! γιατί οι περισσότεροι από εμάς δουλεύουμε… Εγώ δουλεύω από τις 10.00 το πρωϊ μέχρι συνήθως 7.30 μμ Δευτέρα και Τετάρτη ή 5.30 τις υπόλοιπες μέρες. Δουλεύω και το Σάββατο. Οπότε τα βράδια, μαζευόμαστε, κάνουμε πρόβες και τα σαββατοκύριακα… να κάνουμε τα σκηνικά όταν πλησιάζει η παράσταση. Κι όταν έχεις παιδιά που δουλεύουν βραδινό ωράριο, όπως ο Μενέλαος που έπαιζε έναν από τους κύριους ρόλους στο Διπλανό Κρεβάτι, δεν ξέρω αν θυμάσαι, ο ξανθός ο κατσαρομάλλης, ερχότανε για πρόβες μόνο σαββατοκύριακο και… σκέψου τώρα ένα δίωρο έργο και να έχεις έναν ηθοποιό που να μπορεί να έρχεται μόνο το σαββατοκύριακο, πόσο δύσκολο είναι. Αλλά, υπάρχει μεγάλη υπευθυνότητα και μεγάλη αγάπη. Αυτό το παιδί, χωρίς υπερβολές, από την δεύτερη πρόβα ήξερε όλα του τα λόγια, απέξω! Δηλαδή… και είναι και πολύ συγκινητικό, άμα το σκεφτείς, να τα παρατάει όλα και να έρχεται για το θέατρο, ένα ελεύθερο γουηκέντ που του μένει. Κάπως έτσι δουλεύουμε, αλλά μας αρέσει. Εμένα, τουλάχιστον, μου αρέσει πάρα πολύ! Και ίσως αυτός είναι ο λόγος που το συνεχίζουμε μέχρι τώρα!
Γ.Μ. Με αυτά που ανέφερες, όλοι δουλεύετε και έχετε υποχρεώσεις, είναι εύκολη λύση να βρείτε ένα έτοιμο έργο, φερμένο από την Ελλάδα και να το μάθετε και να το δουλέψετε. Το πιο δύσκολο είναι να φτιάξετε εσείς ένα ντόπιο έργο, δηλαδή να κάνετε εργαστήρια μεταξύ σας, να φτιάξετε ένα πρωτότυπο, ένα ορίτζιναλ κομμάτι…
Κ.Σ. Αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο… Και θα ήθελα να προσθέσω ότι ορισμένα παιδιά που ενδιαφέρονται και πάνε στη σχολή αυτή τη στιγμή και έχουν συνεργαστεί σε έργα, όπως ο Σοφοκλής συγκεκριμένα, ενδιαφέρονται γιατί θέλουνε κάποια μέρα -αν μπορέσουν- να κάνουν καριέρα στο θέατρο. Δεν νομίζω ότι βλέπουν το θέατρο όπως εγώ ή ο Νίκος ο Αντώνογλου για παράδειγμα, ή ο Μενέλαος… Το βλέπουν σαν μια οικογένεια. Κι επειδή μας αρέσει να είμαστε μαζί και να κάνουμε τις πρόβες, αυτό είναι το κύριο έναυσμα και μετά ξεκινάνε όλα τα άλλα. Η συνειδητοποίηση του ότι δεν είναι μόνο το θέατρο, είναι το τί έργο θα παρουσιάσεις και όλα αυτά. Αλλά επειδή όπως σου είπα, είναι δύσκολο για κάποιον να τα παρατήσει και να ασχοληθεί μόνο με το θέατρο… εκεί είναι το μεγάλο πρόβλημα! Ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να τα παρατήσουμε. Πάντα, μετά από κάθε έργο σκεφτόμαστε, αν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε ή να μην ασχοληθούμε με αυτό και να κάνουμε κάτι άλλο. Γιατί οι ώρες είναι πάρα πολλές!
Γ.Μ. Σας επηρεάζει η έλλειψη θεατρικού κοινού στην παροικία;
Κ.Σ. Α! ναι! προηγουμένως που μιλάγαμε για κοινό… εγώ πιστεύω ότι είναι 500 άτομα περίπου θεατρόφιλοι που έρχονται! Και οι υπόλοιποι -αν υπάρχουν υπόλοιποι- δεν ξέρω πώς έρχονται! Δηλαδή, για αυτό είπα και πριν για το ποιές είναι οι προτιμήσεις του κοινού. Αυτά τα 500 άτομα δεν σημαίνει ότι θέλουν κωμωδία. Γιατί έρχονται και σε δράματα και τους αρέσουνε! Και είναι σχεδόν, πάντα οι ίδιοι. Και είναι απογοητευτικό αυτό! Από μια ολόκληρη παροικία… Και δείχνει και την αντίληψη του καθενός, πως βλέπει το θέατρο πχ αυτή τη στιγμή υπάρχει στις εφημερίδες η διαφήμιση “Επιτέλους ένα πραγματικό θέατρο στην Αυστραλία” για έναν συγκεκριμένο ελληνικό θίασο. Που υποθέτω ότι δείχνει τον τρόπο σκέψης ορισμένων ανθρώπων! Και την αντιμετώπισή τους πάνω σε αυτό το θέμα.
Γ.Μ. Σαν Συγκρότημα θεατρικό, πως αναπτύσσετε τις γνώσεις σας γύρω από το θέατρο; Πώς παίρνετε τις πληροφορίες σας για τα έργα; Σκηνοθέτες, για το τί γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο για το θέατρο…
Κ.Σ. Καταρχάς πηγαίνουμε… μας αρέσει το θέατρο. Πηγαίνουμε -όχι πολύ συχνά -σε θεατρικές παραστάσεις, οτιδήποτε ή μιούζικαλ ή καθαρά θεατρικό έργο και βλέπουμε τί υπάρχει στο Σίδνεϊ αυτή τη στιγμή. πχ είχαμε δει στο Wharf Theatre ένα κθαρά αυστραλέζικο έργο γραμμένο, από αυστραλό συγγραφέα, αριστούργημα, πολύ έξυπνο… ή από το Ensemble γιατί ξέρουμε πολλά παιδιά από το Ensemble, έργα που ανεβάζουν εκεί. Συνήθως αυτοί ανεβάζουνε έργα που έχουν ήδη καθιερωθεί… Αυτό, κατά κάποιον τρόπο να δεις με ποιόν τρόπο δουλεύουν οι σημερινοί, οι επαγγελματίες καλλιτέχνες στο Σίδνεϊ. Και δεν αποκλείεται να πάμε και σε άλλα θέατρα όπως είχαμε πάει σε ένα ιταλικό έργο, στα πλαίσια του Carnevale, δεν ξέρουμε λέξη ιταλικά, αλλά ρωτήσαμε κάποια παιδιά και μας είπανε. Και είναι ενδιαφέρον. Βλέπουμε περίπου πως δουλεύουν οι άλλοι θίασοι, που ζουν από αυτή την τέχνη. Ύστερα, από την Ελλάδα, έχουμε άτομα που μας στέλνουνε βιβλία, μας στέλνει και το Θεατρικό Μουσείο, ή Κέντρο αν δεν κάνω λάθος… Υπάρχουν τόμοι στην Εστία, όσο ζούσε ο Μαντουρίδης, από θεατρικά περιοδικά, για θεατρική κίνηση, τα πάντα! Αυτή τη στιγμή κανείς μας, απ’ ότι ξέρω, δεν έχει σχέση με θεατρικά περιοδικά και τέτοια. Από το συγκρότημά μας… Δεν έχουμε φροντίσει να μάς έρχονται… Το μόνο που έχουμε φροντίσει είναι να μας έρχονται πάρα πολλά έργα και έχουμε αρκετά για να διαλέξουμε όποτε θελήσουμε, από ελληνικό ρεπερτόριο.
Γ.Μ. Δεν νομίζεις ότι είναι παράλειψη;
Κ.Σ. Είναι! απλούστατα δείχνει τον τρόπο που δουλεύουμε. Ό,τι μπορούμε κάνουμε! Σε ορισμένα σημεία, μπορεί να φροντίσουμε να κάνουμε κάτι, σε άλλα τα έχουμε παρατήσει εντελώς. Ανάλογα με τις δυνατότητές μας, δεν δουλεύουμε σε συγκεκριμένα πλαίσια. Σε άλλα σημεία χωλαίνουμε, σε άλλα όχι.
Σε ότι έχει σχέση με την θεωρία του θεάτρου αρκετοί από εμάς χωλαίνουμε. Γι΄αυτό είπα, άν θέλαμε να συνεχίζαμε, θα έπρεπε να σπουδάσουμε θέατρο. Είναι ο μόνος τρόπος. Ένα σεμινάριο ή κάτι τέτοιο θα σου δώσει λίγα. Ενώ άμα κάτσεις και ασχοληθείς με μια συγκεκριμένη μέθοδο, ή έστω να μάθεις motivation techniques ή οτιδήποτε! Όλα αυτά που ένας επαγγελματίας ηθοποιός ξέρει, άσχετα αν ξέρεις μέσες – άκρες … πασαλείμματα… δεν έχεις τελειώσει μια συγκεκριμένη σχολή που σου δίνει το δικαίωμα να λές ‘ξέρω’ ή ‘έχω μάθει’. Και δεν εμπιστεύεσαι πλέον μόνο το αισθητήριό σου που μπορεί να είναι και λάθος. Πλέον, ορισμένοι από εμάς έχουμε και αρκετή φαντασία και δεν ξέρω -ίσως με κατάλληλες συνθήκες- να προσπαθούσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Συγκεκριμένα, συζητάγαμε με τον Πέτρο Χοβακιμιάν, αν μπορούσαμε να ανεβάσουμε αρχαία κωμωδία με κοστούμια που δεν θα είχανε καμμία απολύτως σχέση με αρχαία Ελλάδα, ή με το πάντρεμα που έχουν κάνει οι υπόλοιποι, του σήμερα με το χθες. Ας πούμε σπορτέξ με μάσκες. Δεν θα ήθελα να πω περισσότερα γιατί είναι ιδέα καθαρά του Πέτρου…
Ό,τι μπορούμε κάνουμε…