Ήταν μια γλυκιά ανοιξιάτικη βραδυά. Όχι από εκείνες τις μεσογειακές που τις νοιώθεις ως την τελευταία σου ίνα, που σε συνεπαίρνει στην γενεσιουργό διάθεση της φύσης, ήταν μια ανοιξιάτικη βραδυά, ήπια, καλοσυνάτη.
Σαν τελειώσαμε τη δουλειά δεν πήγαμε σπίτι. Δεν ήταν απόψε για κουζινικές ασχολίες, ούτε για καπουτσίνο σ΄ένα στενόχωρο μπαράκι, ούτε για χαλάρωση στον καναπέ με χοντροκομμένη κωμωδία στην τηλεόραση. Απόψε ήταν στο λιμάνι ένας άσπρος κύκνος. Ένα πουλί από εκείνα στ΄αγαπημένα παραμύθια της γιαγιάς, που είχε να μας πει τόσα μυστικά γλυκόλογα. Ήταν το ΠΑΤΡΙΣ σε ένα από τα λιμάνια της πόλης μας.
Ξεκινήσαμε με τη χαρά παιδιών που πάνε στο πανηγύρι. Και το είδαμε από μακυά με την ασπρογάλανη σημαία του να χαιρετάει όλο στοργική χαρά τα ξενητεμένα παιδιά στην απαλή αύρα. Γαλήνιο και καθαρό, σαν ωκεάνιο πουλί που ήρθε να ξαποστάσει, πήρε τη νοσταλγία μας και την κανάκεψε. Ανεβήκαμε με δυσκολία και τι παράξενο, με όλη την πολυκοσμία νοιώσαμε μα σπιτική θαλπωρή. Ήταν εκεί ταξιδιώτες και επισκέπτες, χαρούμενα γέλοια κι αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα, καλωσορίσματα και κατευώδια. Και όλα μύριζαν Ελλάδα κι όλα ήταν ζωηρά με μια αίσθηση χαράς. Από τα παιδιά του πληρώματος, καθαρά, γελαστά και πρόθυμα μέχρι τους καλοδεμένους τόμους της βιβλιοθήκης, με την υπόσχεση ενός απολαυστικού ταξιδιού.
Στριμωχτήκαμε στο μπάρ, πήραμε το ούζο μας κι αποτραβηχτήκαμε στην κουπαστή, ν΄ακούσωμε τη νύχτα και τη θάλασσα και τα παραμύθια που είχε να μας πει το καλοτάξιδο θαλασσοπούλι. Και πόσα δεν μας είπε ψιθυριστά στ΄αυτί!
«Τώρα που περάσατε την κορυφογραμμη του ορίζοντα και είδατε πως δεν είναι η διαμαντένια πολιτεία με τους κρυστάλινους πύργους και τα δαμασκηνά στρωσίδια πίσω της, τώρα που είδατε πως δεν είναι τα ξωτικά πουλιά και τα ευωδιαστά λουλούδια, τώρα που είδατε πως όλοι οι άνθρωποι αγωνίζονται για τον επιούσιο, ελάτε να σας πω για τη λαχτάρα της φυγής που βασανίζει όλους τους ανθρώπους.
Δεν είναι η καλλίτερη ζωή, δεν είναι τα υλικά αγαθά που θα την κάνουν τέτοια. Είναι γιατί σ’ αυτά φόρτωσαν οι άνθρωποι κι απόλαυση και δράση και δημιουργία και κέρδος και καλλίτερη ζωή».
Μα, είπε ο φίλος, είναι και η ανάγκη, αυτή μας έφερε. «Μια δικαιολογία» είπε ο κύκνος, «είναι το ξεκίνημα, μα αργότερα θα σμίξει με το εγώ, με τά βιοτικά, με τις όποιες αλλαγές και συμβιβασμούς. Η ουσία είναι ότι οι άνθρωποι έχτισαν το όνειρο, έξω από τον εαυτό τους σε πράγματα ξένα και φθαρτά. Αν έχει κάτι να ξεγελάσει η φυγή, είναι τα πρωτοειδωμένα λιμάνια. Μια εντύπωση, σε λίγο γίνονται κι αυτά παρελθόν. Η ονειρεμένη χώρα βρίσκεται μόνο στην καρδιά του ανθρώπου. Η φυγή και χωρίς ανάγκη είναι μια χίμαιρα. Ο άνθρωπος πάντα ζητάει να ξεφύγει από το μικρό εαυτό του. Κι ανοίγεται στις μεγάλες θάλασσες, παλεύει με τα κύματα να φτάσει στο νησί το ονειρεμένο, το καπερό. Κάποτε φτάνει σε στεριά παραδαρμένος, ναυαγός, χωρίς να έχει γνωρίσει παρά τη γεύση του αλατόνερου. Κι έρχεται ο χρόνος ο λυτρωτής να πασπαλίσει μ’ ασημόσκονη τις θύμισες του όνειρου και τους κροτάφους και φτάνει ένα ωκεάνιο πουλί, περαστικό μακρυά από το γιαλό, για να του φέρει κάποια αναλαμπή, κάποια συγκίνηση απ΄ το χτες.»
Τα γυροφέρναμε στη σκέψη εκει στην κουπαστή, μ΄ένα ποτήρι ούζο στο χέρι, ασήμαντες μαριονέτες, σε ξένη γη, πατώντας σ΄ ένα κομμάτι Ελλάδα. Η πόλη γύρω μας καθρέφτιζε κοκέτικα τα φωτεινά της σκουλαρίκια στα κανάλια της, αδιάφορη για τη δική μας ύπαρξη. Η μεγάλη της γέφυρα, επιβλητική στη σιωπή της με τα φώτα της στη σειρά, σαν ανθρώπινες ψυχές σε κατανυκτική πορεία γινόταν μεγαλόπρεπη τιάρα στο μέτωπό της. Και οι φωτεινές επιγραφές, εδώ κι εκεί φάνταζαν πετράδια στη κρινοδάχτυλά της. Χαιρόμασταν την ομορφά του περιβάλλοντος κι αθέλητα κάναμε τη σύγκριση με το σπιτικό μας περιβάλλον.
Φυσικά το αδίκησε η σύγκριση, μα σαν σκεφτήκαμε τις χάρες και τις χαρές εκείνης της ζωής είδαμε πως εκείνη ήταν απλή κοντά στη φύση, αλλά περισότερο ζωή περισσότερο δική μας. «Σκέψου πως σαλπάρουμε απόψε για την Πατρίδα», μου λέει ο φίλος. «Ξεχνάμε τις φτωχογειτονιές και τα εργοστάσια, τα μπλάτι φόρεϊνερ, παίρνουμε μόνο της ομορφιά της πόλης που τη ζήσαμε μίζερα κι όμως την αγαπήσαμε. Παίρνουμε κάθε όμορφο που γνωρίσαμε, κι ανοίγουμε τα φτερά για τη μάνα πατρίδα, τη φτωχή και αγαπημένη, την και πανέμορφη και καταγάλανη. Μας περιμένει, πάντα μας περιμένει. Κι αν δεν έχει πλούτη να μας καλωσορίσει αρχοντικά έχει την αγάπη και την ομορφιά της.
Σκαλωμένη σε κάθε κλωνάρι δέντρου της, απλωμένη σε κάθε ακρογιαλιά της, σε κάθε της βουνοκορφή στημένες. Δεν το μπορείς να τ΄αρνηθείς το κάλεσμα. Είναι το χώμα και το φως και ο αέρας και το αίμα που ζυμώθηκες που πλάστηκες. Όσο κι αν πιεις το νερό της λησμονιάς, δεν το μπορείς. Είναι ένα κάλεσμα μεταφυσικό. Μας καλεί η λεύκα της αυλής, εκεί που μας πρωτόδεσε ο παππούς την κούνια, ντυμένη στ΄ ασημικά της να τραγουδήσει στον άνεμο «ήρθε η χαρά στο σπίτι μας ήρθε και στην αυλή μας», μας περιμένει μια αγκαλιά αγαπημένη, η μάνα μας, παντοτεινό και ασφαλές αραξοβόλι, με την καρδιά στρωσίδι στο καλωσόρισμα, με αναφιλητά χαράς. Μας περιμένει κι ένας τάφος πικρός, να γονατίσουμε για την ευχή που δεν ακούσαμε στο σάλο της πολυάσχολης ζωής μας. Μας περιμένουν αδέλφια και ξαδέρφια και γείτονες και συγγενείς κι φίλοι. Ακόμη είναι κι εκείνη η πηγή στη δροσερή τη ρεματιά, που μας περιμένει για ν΄απολπλύνει, νάμα κι αγίασμα, τον παραδαρμό μας.
Νοσταλγίες παιδιάτικου ρομαντισμού, μαλώνεις το φίλο. Ωστόσο σκουπίζεις κρυφά κάποια συγκίνηση, ξεροβήχεις, κουμπώνεσαι, καμώνεσαι τον ανδρείο, χαμογελάς, χαιρετάς κάποιο γνωστό, προσκυνητή κι αυτόν της νοσταλγίας του σε τούτο το κομμάτι Ελλάδα που πατάς. Και σαν μείνεις μόνος το βράδυ μια ευεξία παράξενη σε πλημμυρίζει, σαν τότε που αγνό παιδί κοινωνούσες τ΄ άχραντα μυστήρια. Και βρίσκεις πως ήταν αυτό το προσκύνημα, αυτή η μυσταγωγία η ιερή που στην χάρισε. Και παραδίνεσαι στον ύπνο με τους στίχους του Καρυωτάκη.
«Θα μας δωθεί το χάρισμα κι η μοίρα να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα στο πράσινο ακρογιάλι της Πατρίδας;… γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια, που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν…».
First published: Kosmos Newspaper 05/09/2018 | Φωτογραφία από Peter H από το Pixabay