Ο Γρηγόρης Χρονόπουλος έχει γράψει… “Εργατικός και συνεπής στέκεται ανάμεσά μας σαν ηθικό παράδειγμα ευπρεπούς συνανθρώπου. Έχει δουλέψει σε όλες τις ελληνικές εφημερίδες της παροικίας μας, πάντα με συνέπεια και ευσυνειδησία. Με σεβασμό στον αναγνώστη και στην όποια αντίθεση. Καταγράφει την άποψή του με σοβαρότητα και επιχειρήματα. Δεν εξοργίζεται και δεν προσβάλει κι όταν ακόμα αντιμετωπίζει εχθρότητα. Και δεν προβάλει τον εαυτό του με υπερηφάνεια όταν δικαιώνεται…
Επειδή γεννήθηκα και γέρασα μέσα στις εφημερίδες, αν επρόκειτο να γράψω ένα βιβλίο, θα ήταν για τον παροικιακό Τύπο. Ομως επειδή δεν πρόκειται να το κάνω, θα προσπαθήσω να κάνω μια σύντομη αναδρομή με προσωπικές εμπειρίες στην ιστορία των παροικιακών εφημερίδων τα τελευταία 50 χρόνια, όπως τις έζησα και όπως τις θυμάμαι γιατί είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Μην περιμένετε την ιστορία τής παροικίας, ούτε τα κουτσομπολιά, αλλά μόνο την εξέλιξη τού παροικιακού Τύπου με τα δικά μου μάτια, από την πρώτη ημέρα που εργάστηκα για τον Θήο Σκάλκο στο Σίδνει, μέχρι που ο Θεόδωρος και η αξέχαστηΤασία Κωνσταστίνου έδωσαν το φιλί τής ζωής στον “Κόσμο”, για να σώσουν μια σπουδαία εφημερίδα και να μην υπάρχει μονοπώλιο στον παροικιακό Τύπο. Σήμερα την τεράστια αυτή ευθύνη έχει αναλάβει ο εκδότης τής εφημερίδας μας, Σπύρος Χαραλάμπους.
Ο πατέρας μου, που κι’ αυτός ανάλωσε τη ζωή του μέσα στις εφημερίδες στην Αλεξάνδρεια και το Αντελάιντ, με είχε μάθει να σέβομαι την εφημερίδα από μικρό παιδί, όταν με έβαζε στα γόνατά του και τοποθετούσε τα δαχτυλάκια μου πάνω στα πλήκτρα τής λινοτυπικής για να γράψω το όνομά μου με το καυτό μέταλλό της.
“Η εφημερίδα δεν είναι ένα άσπρο χαρτί μουτζουρωμένο με μελάνι για να τυλίγουμε τα σκουπίδια. Eίναι ζωντανό πράγμα που πρέπει να σεβόμαστε γιατί είναι δάσκαλος που σε διδάσκει, δημόσιος κήρυκας που σε ενημερώνει, επιθεωρητής που ελέγχει τα πάντα, διασκεδαστής για να σε ψυχαγωγεί, πιστός φίλος που σου κρατά παρέα και τέλειο συμπλήρωμα τού καφέ”, με είχε διδάξει και έχει γίνει βίωμά μου.
Αλλωστε το επιβεβαίωσαν και οι δάσκαλοί μου στον φημισμένο “Ταχυδρόμο” τής Αλεξάνδρειας όπου εργάστηκα για πρώτη φορά κοντά σε δημοσιογράφους ολκής τού Ελληνισμού τής Διασποράς, όπως τον Ντίνο Κουτσούμη και τον Μανόλη Γιαλλουράκη. Αλλά και στον Advertiser τού Αντελάιντ, έντεκα χρόνια κοντά σε μεγάλες φίρμες τής δημοσιογραφίας στην Αυστραλία, που πρώτος κανόνας τους ήταν η αλήθεια και ο σεβασμός στον αναγνώστη.
Από τότε που μετακόμισα από το Αντελάιντ στο τέλος τής δεκαετίας τού ’60 μέχρι σήμερα, στο Σίδνει κυκλοφόρησαν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα οι εφημερίδες, «Εθνικό (Ελληνικό και εκκλησιαστικό) Βήμα», «Πανελλήνιος Κήρυκας» (ο σημερινός «Ελληνικός Κήρυκας»), «Νέα Πατρίδα», «Κυριακή», «Ελληνική Φωνή», «Νέο Κύμα», «O Κόσμος» και μερικά άλλα θνησιγενή έντυπα, ανάξια λόγου. Κατά διαστήματα έχω εργαστεί σε διάφορους ρόλους, κυρίως σαν τεχνικός, σε όλες πλήν τής «Κυριακής».
Οταν ήρθα στο Σίδνεΐ, ο «Πανελλήνιος Κήρυκας» ήταν κυρίαρχος στην αγορά, με την Αρχαιότερη Ελληνική Εφημερίδα τής Αυστραλίας όπως έγραφε το “Εθνικόν Βήμα”, να δείχνει τα χρόνια της γηρασμένη και καταπονημένη. Ιδιοκτήτης της ήταν ο επιχειρηματίας, Πίτερ Αρώνης, που την κρατούσε εν ζωή για χόμπι. Κυκλοφορούσε και η «Κυριακή» τού Λάμπη Πασχαλίδη, ένα μοναδικό φαινόμενο εφημερίδας που οι φανατικοί αναγνώστες της την αγόραζαν κάθε Σάββατο μόνο για να απολαύσουν τις “Κορνίζες” της με καυστικές ατάκες τού απαράμιλλου Λάμπη.
Ο «Πανελλήνιος Κήρυκας», παρά τα χρόνια του και αυτός, είχε αναζωογονηθεί από τον αρχισυντάκτη του, Αγγελο Κούρλιο, έναν πρωτοπόρο στην εξέλιξη τού παροικιακού Τύπου, πρώην κτηνίατρο που είχε παγιδευτεί στη γοητεία τής εφημερίδας και την έκανε ένα δυναμικό, σφριγηλό έντυπο, την ψυχή τού Ελληνισμού. Ιδιοκτήτες ήταν ο Α. Γρίβας γιος τού ιδρυτή της και ο Δημήτρης Καλομοίρης, ένας πρώην λινοτύπης προοδευτικός ιδεολογικά, αλλά συντηρητικότατος επιχειρηματίας.
Θα έλεγα ότι ο «Πανελλήνιος Κήρυκας» ήταν «Ο Κόσμος” τής εποχής του. Δημοκρατικός και για όλους τούς Ελληνες, κατέγραφε την ιστορία τής εποχής του στην πρώτη γραμμή τού αντιχουντικού αγώνα με ανθρώπους που άφησαν το στίγμα τους στην παροικιακή δημοσιογραφία, όπως τον Κούρλιο, τον Τάκη Καλδή, τον Γιώργο Τσερδάνη, αλλά και ικανότατους τεχνικούς.
Ο Θήο Σκάλκος με κάλεσε από το Αντελάιντ όταν τού είχα πει σε αλληλογραφία μας ότι η ομογένεια τής Αυστραλίας χρειαζόταν μια καθημερινή εφημερίδα όπως είχα διδαχτεί στην Αίγυπτο, όπου με μικρότερο
πληθυσμό Ελλήνων, είχαμε μια εποχή πέντε καθημερινές: τον Ταχυδρόμο, την Ανατολή, την Εφημερίς και τα Ημερήσια Νέα στην Αλεξάνδρεια και το Φως στο Κάιρο.
Ο Θήο Σκάλκος συμφώνησε με την ιδέα μου για μια καθημερινή εφημερίδα και ήθελε να τον βοηθήσω να γίνει η “Νέα Πατρίδα” καθημερινή για να πολεμήσει τον “Πανελλήνιο Κήρυκα” και τελικά το πέτυχε, αλλά όχι ακριβώς όπως ήθελε επειδή είχαμε δραματικές εξελίξεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Οταν άρχισα να εργάζομαι στην «Νέα Πατρίδα», τα γραφεία της ήταν σε ένα κατάστημα κάτω από την Ελληνική Λέσχη, πίσω από το καλλιτεχνικό τυπογραφείο τού Θήο. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, Θεόδωρος Πατρικαρέας, που ήταν ο πρώτος αρχισυντάκτης τής εφημερίδας είχε αποχωρήσει και καθήκοντα είχε αναλάβει η Μαρία Πολίτη, μια ικανότατη, ευσυνείδητη δημοσιογράφος, αλλά φόβος και τρόμος των στοιχειοθετών με την τελειομανία της. Δυστυχώς, η προσφορά της δεν έχει εκτιμηθεί και τιμηθεί από την παροικία μέχρι σήμερα. Η Μαρία έγραφε άρθρα, ειδήσεις, μεταφράσεις, λεζάντες, διαφημίσεις και έκανε διορθώσεις, ενώ ένας άλλος παλαίμαχος, που και αυτός δεν έχει τιμηθεί ανάλογα με την μεγάλη προσφορά του, ο Θανάσης Χατζηανέστης, έγραφε τα αθλητικά, ρεπορτάζ και συνεντεύξεις. Εκτός από εμένα, λινοτύπης και για όλες τις δουλειές ήταν ο αδελφός τού Θήο, Γιάννης Σκάλκος.
Ο Κούρλιος και ο Καλομοίρης δεν πήραν στα σοβαρά τον Θήο Σκάλκο επειδή υποτίμησαν το πάθος του να πετύχει τους στόχους του διαθέτοντας τις μεγάλες ψυχικές και σωματικές αντοχές του, το έμφυτο επιχειρηματικό του ένστικτο και τη γνωστή μαχητικότητά του. Ο Θήο είχε ήδη αρχίσει τον ανταρτοπόλεμό του εναντίον τού Πανελλήνιου Κήρυκα, τοποθετώντας δύο βραδυφλεγείς βόμβες στα θεμέλια τού πανίσχυρου αντιπάλου του.
Το ένα όπλο του ήταν το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε την τελευταία τεχνολογία στην τυπογραφία, που τού έδινε τη δυνατότητα να τυπώνει δεκάδες φωτογραφίες από τη ζωή των Ελλήνων στα γλέντια τους, στους γάμους τους, στα βαφτίσια τους, στα γήπεδα κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ο «Πανελλήνιος Κήρυκας».
Δεύτερο όπλο του ήταν πως μοίραζε δωρεάν την εφημερίδα του, η οποία γινόταν ανάρπαστη από τους νεομετανάστες τότε συμπάροικους που ήθελαν να δουν τη φωτογραφία τους σε όμορφες στιγμές τής ζωής τους στην ξενιτιά και να τη στείλουν στους συγγενείς τους πίσω στην πατρίδα.
To 1968 o «Πανελλήνιος Κήρυκας» ήταν οπωσδήποτε ο γίγαντας Γολιάθ τού παροικιακού Τύπου, αλλά στην αλάνα τής παροικίας είχε ήδη εμφανιστεί ένας μικρούλης Δαβίδ που τού πετούσε πετραδάκια. Ηταν η “Νέα Πατρίδα” με εκδότη τον Θήο Σκάλκο, έναν πληθωρικό άνθρωπο με μεγάλα όνειρα να γίνει ο μεγιστάνας τού παροικιακού Τύπου. Ο «Πανελλήνιος Κήρυκας», ή μάλλον ο Καλομοίρης και ο Κούρλιος, υποτίμησαν τον μικρό Δαβίδ και όπως θα δούμε το πλήρωσαν ακριβά, πολύ ακριβά.
Η σχέση μου με τον Θήο Σκάλκο στηριζόταν στον αλληλοσεβασμό, αλλά δεν ήταν πάντα ομαλή, επειδή ήταν δύσκολος, επιθετικός και ανυποχώρητος.
Η πρώτη μας μεγάλη διαφωνία παρουσιάστηκε όταν έμαθα από την τότε σύζυγό του, Ελένη Σκάλκου, πως η «Νέα Πατρίδα» απορροφούσε τα κέρδη από το τυπογραφείο του και γρήγορα θα τού δημιουργούσε οικονομικά προβλήματα. Σε μια από τις πολλές συζητήσεις μας για την «Νέα Πατρίδα», τον συμβούλευσα να σταματήσει να τη μοιράζει δωρεάν και ν’ αρχίσει να την πουλά. Για λόγους αρχής, ο Θήο μού έβαλε τις φωνές, ότι δεν ήξερα τί λέω και πως αυτός με την τακτική του “θα κλείσει” τον «Πανελλήνιο Κήρυκα». Τόση αυτοπεποίθηση διέθετε. Υστερα από έντονη συζήτηση, επειδή και εγώ δεν κάνω πίσω όταν πιστεύω σε κάτι, τελικά υποχώρησε όταν του είπα πως οι αναγνώστες δεν σέβονται την εφημερίδα του επειδή είναι τζάμπα. Ξαφνικά ηρέμησε, αλλά απείλησε: “Αν δεν πουλήσω 3000 φύλλα, θα την κλείσω!”
Δέχτηκα την πρόκληση επειδή πίστευα ότι και 2500 φύλλα αν πουλούσε όπως εκτιμούσα, δεν θα την έκλεινε. Ομως, πόσο έξω είχαμε πέσει και οι δύο!
Η “Νέα Πατρίδα” πούλησε 5000 φύλλα, ο Θήο κυριολεκτικά πετούσε υπερήφανος για την επιτυχία του και η αντίστροφη μέτρηση για την απίστευτη τότε κατάρρευση τού Πανελλήνιου Κήρυκα είχε αρχίσει. Η προεργασία που είχε κάνει ο Θήο Σκάλκος άρχισε να αποδίδει καρπούς, αλλά μπροστά του είχε πολύ ζόρι ακόμα…
Η απόφαση τού Θήο Σκάλκου να πουλιέται η “Νέα Πατρίδα” ήταν ένα μεγάλο βήμα εμπρός που δεν μπορούσε να γίνει σε καλύτερη στιγμή, επειδή τότε χρειαζόταν και το εισόδημα από τις πωλήσεις για να εξοφλήσει ένα μοντέρνο ταχυπιεστήριο για την εκτύπωση τής εφημερίδας του που εγκατέστησε με τα υπόλοιπα συναφή μηχανήματα σε κτήριο στο προάστειο Chippendale του Σίδνει. Υπήρχαν, όμως και τα παράπλευρα πλεονεκτήματα, όπως το γεγονός ότι η εφημερίδα του απέκτησε τον απαιτούμενο σεβασμό όταν μπήκε στα εφημεριδοπωλεία και ότι ασφαλώς μείωσε τις πωλήσεις τού “Κήρυκα”, αφού πολλοί αναγνώστες της σταμάτησαν να τον αγοράζουν όταν έπρεπε να πληρώσουν για τη “Νέα Πατρίδα”. Αλλωστε, η αρθρογραφία τής Μαρίας Πολίτη και τα αθλητικά κείμενα τού Θανάση Χατζηανέστη, που είχε ανάγει σε θρησκεία την ποδοσφαιρική ομάδα μας τον “Πανελλήνιο”, είχαν αποκτήσει οπαδούς και αύξησαν τις πωλήσεις.
Αλλά ενώ η “Νέα Πατρίδα” είχε πάρει το δρόμο της, εγώ είχα τις δικές μου ανησυχίες για το μέλλον τής οικογένειάς μου απoφάσισα να εγκαταλείψω τη “Νέα Πατρίδα” για να κάνω την πρώτη αποτυχημένη απόπειρά μου να… πλουτίσω. Οταν μετά από μερικούς μήνες πείστηκα ότι δεν είμαι κομμένος και ραμμένος για επιχειρήσεις και χρειάστηκα εργασία, μου έγινε η πρόταση να αναλάβω τη διεύθυνση τού “Εθνικού Βήματος” που ανέκαθεν είχε πολύ καλές σχέσεις με την Εκκλησία. Ασφαλώς γνώριζα ότι υποστήριζε και τη χούντα, αλλά προτεραιότητα είχαν οι ανάγκες τής οικογένειάς μου.
Την πρώτη ημέρα που άρχισα δουλειά εκεί γνώρισα τον δημοσιογράφο Μιχάλη Μυστακίδη, που βοηθούσε στον τεχνικό τομέα και τον λινοτύπη Δημήτρη Γκρούτση, έναν λεβέντη Κορίνθιο από το χωριό Στεφάνι που έγινε φίλος αδελφικός. Εναν άνθρωπο με λεπτό χιούμορ και καρδιά λιονταριού, που δυστυχώς χάσαμε πολύ νωρίς, έναν λόγιο που είχε κερδίσει βραβείο σε διαγωνισμό διηγήματος τής Κοινότητας. Ενας ακόμη λινοτύπης, ο Κύπριος μπάρμπα Χρήστος, που μου διαφεύγει το επώνυμο, απουσίαζε σε διακοπές.
Ο Μιχάλης Μυστακίδης ήταν το μόνο “όπλο” που διέθετε η εφημερίδα γιατί ήταν δημοφιλής σαν αθλητικογράφος με μεγάλο κύκλο γνωριμιών στον κόσμο τού “Πανελληνίου”, ενώ αρθρογράφος ήταν ο Γιάννης Φακής, ένας πολύγλωσσος διερμηνέας και μεταφραστής, φιλόσοφος μπον βιβάντ από την Πάτρα, που είχε ζήσει πολλά χρόνια στη Χαβάνα τής Κούβας και στο Παρίσι σαν διπλωματικός υπάλληλος.
Τα γραφεία και τυπογραφεία ήταν στο ισόγειο ενός κτηρίου δίπλα στην Ελληνική Λέσχη, επί τής Elizabeth Street και δίπλα, στο βάθος τού διαδρόμου, ήταν το Κέντρο του Μετανάστη, κάτι μεταξύ λέσχης και καφενείου αντίστοιχο τού αριστερού “Ατλα” για δεξιούς συμπάροικους που χρηματοδοτούσε ο Πίτερ Αρώνης, ίσως και το ελληνικό προξενείο.
Οι τεχνικές εγκαταστάσεις τού “Βήματος” ήταν αποκαρδιωτικά παλιές και παίδευαν τους εργαζομένους γι’ αυτό ζήτησα να κάνουμε ριζικές αλλαγές στον τεχνικό τομέα και στη μορφή τής εφημερίδας. Για να μην πολυλογούμε, αγοράσαμε τα κατάλληλα μηχανήματα με μερικές εκατοντάδες δολάρια μόνο, άλλαξα το σχήμα τής εφημερίδας στο μικρό που είναι σήμερα, πρόσθεσα ένα αθλητικό ένθετο με διαφορετικό χρώμα χαρτιού για να ξεχωρίζει και η εφημερίδα πήρε τα πάνω της με νέα μοντέρνα εμφάνιση, ενώ ο φόρτος εργασίας μειώθηκε στο ήμισυ και γλιτώσαμε τη βρωμιά. Αργότερα, ο Πίτερ Αρώνης αγόρασε τυπογραφικές εγκαταστάσεις και για την εκτύπωση τού “Βήματος”, το οποίο αργότερα αγόρασε ο μεγαλοεπιχειρηματίας κ. Γρηγόρης Γαβριηλίδης, που μερικά χρόνια αργότερα δώρισε στην Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας.
Οι σχέσεις μου με τον Μιχάλη, τον Δημήτρη και τον μπάρμπα Χρήστο ήταν άριστες επειδή εκτίμησαν τις καινοτομίες μου που έκαναν τουλάχιστον εμφανησιακά σύγχρονη τήν αρχαιότερη εφημερίδα και δημιουργήθηκε ένα πολύ φιλικό περιβάλλον. Αν και διευθυντής, όμως, δεν είχα πολλά πάρε δώσε με τους επισήμους επισκέπτες, τον Αρχιεπίσκοπο Ιεζεκιήλ, τον χουντικό γενικό πρόξενο Παναγιώτη Ρέλλα ή χουντικούς από το Σίδνει και την Ελλαδα, που πήγαιναν κατ’ ευθείαν στον πρώτο όροφο όπου ήταν το γραφείο τού Αρώνη για να τού χαϊδέψουν τα αυτιά.
Τον καιρό εκείνο, το “Βήμα” πέτυχε τη μοναδική πέντε λεπτών φήμης στην ευρύτερη κοινωνία τού Σίδνει από ένα άρθρο μου για το RSL τού Μάρικβιλ, που είχε απαγορεύσει να μιλούν… Ελληνικά οι θαμώνες του. Οπως ξέρουμε, στη δεκαετία τού ’60 και ’70 οι Ελληνες κυριαρχούσαμε σε αυτό το προάστειο, με τα περισσότερα μαγαζιά ελληνικά, όλοι οι γιατροί, λογιστές κλπ. Ελληνες και δύο στα τρία σπίτια συμπατριωτών μας. Φυσικό φαινόμενο, λοιπόν, να είναι πολλοί οι Ελληνες που σύχναζαν στο τοπικό RSL και μιλούσαν τη γλώσσα μας. Αυτό ενοχλούσε τους αυστραλούς θαμώνες και το συμβούλιό του έβγαλε την απόφαση να απαγορεύσει τα Ελληνικά!
Με άρθρο μου καταδίκασα αυτό το ρατσισμό, κάποιος το ανέφερε στα αυστραλιανά ΜΜΕ και δύο ημέρες άναψαν τα τηλέφωνα ζητώντας περισσότερες πληροφορίες για το γεγονός, αλλά ο Πίτερ Αρώνης προτίμησε να υποβαμίσει το επεισόδιο λέγοντας ότι αστειευόμουν, “tongue in cheek” όπως έλεγε.
Οι σχέσεις μου με τους φανατικούς χουντικούς άρχισαν να ξυνίζουν πολύ γρήγορα, επειδή έβλεπαν με υποψία την δήθεν “μαρξιστική” αρθρογραφία μου, όπως την είχαν χαρακτηρίσει τότε και την είχε εγκρίνει ο Λάμπης Πασχαλίδης, όταν με σταμάτησε στο δρόμο για να με συγχαρεί.
Φυσικά, εγώ ποτέ δεν ήμουν μαρξιστής, ούτε έχω μελετήσει τη θεωρία, απλά πιστεύω ότι και ο κομμουνισμός έχει τη θέση του σε μια ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία, εξάλλου η απειλή του βοηθούσε ουσιαστικά τους εργαζόμενους στη Δύση.
Τότε στην Αυστραλία γινόταν αναπροσαρμογή μισθών κάθε τρίμηνο ανάλογα με το κόστος ζωής, είχαν επιβληθεί το 40ωρο, οι πληρωμές για τις υπερωρίες και για την εργασία στις ημέρες αργίας και πολλά άλλα ευεργετήματα, αλλά ποτέ δεν ακούγαμε θρήνους και οδυρμούς από το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο, όπως τώρα, ότι θα χρεοκοπήσουν μαζικά οι επιχειρήσεις! Αντίθετα, οι επιχειρήσεις ευημερούσαν, όλοι μας μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα σπίτι, τα επιτόκια ήταν φθηνά, ο τιμάριθμος χαμηλός και η ανεργία σχεδόν άγνωστη. Και όλα αυτά με Λίμπεραλ κυβερνήσεις!
Η ένταση στις σχέσεις μου με τον Πίτερ Αρώνη άρχισε όταν, όπως έκανα και στον “Κόσμο” πριν 20 χρόνια, προσπάθησα να ανοίξω δίαυλο επικοινωνίας με την Κοινότητα. Τα ήθελε βέβαια και ο ποπός μου, αφού τί δουλειά είχε ένα χουντικό και εκκλησιαστικό έντυπο στην Κοινότητα, σε μια περίοδο που έβραζε η διαμάχη της με την Αρχιεπισκοπή;
Και όμως ζήτησα συνάντηση για συνέντευξη με το συμβούλιο από τον πρόεδρό της και πάντα αγαπητό μου, τον αξέχαστο Πάνο Γεροντάκο, ο οποίος -άλλος κι αυτός!- δέχτηκε την πρότασή μου.
Οταν με παρουσίασε στο διοικητικό συμβούλιο τής Κοινότητας, που συνεδρίαζε στο Μέγαρο τού Πάτινγκτον έγινε το έλα να δείς, όπως και 20 χρόνια αργότερα πάλι, όταν παρουσιάστηκα σε γενική συνέλευση τής Κοινότητας σαν δημοσιογράφος τού “Κόσμου” και με έδιωξαν!
Την επίθεση άρχισε κάποιος Σοφίος, αλλά είχε την υποστήριξη άλλων και τού Δημήτρη (Τζιμ) Αναστασίου ακόμη, με τον οποίο αργότερα γίναμε καλοί φίλοι. Εγώ δέχτηκα τις επιθέσεις στωικά, αφού οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τις αγαθές προθέσεις μου και από τότε έμαθα να ζω σαν “δεξιός” για τους κομμουνιστές και σαν “κομμούνι” για τους δεξιούς, αφού όλοι αυτοί γνωρίζουν καλύτερα από εμένα τί είμαι…
Πάντως, ο Πάνος Γεροντάκος, ήταν παλλικάρι και το απέδειξε για άλλη μια φορά τότε, όταν απέκρουσε κάθετα τις επιθέσεις και είπε στο συμβούλιο ότι θα παραμείνω γιατί είμαι προσκεκλημένος τής Κοινότητας.
Αφού εκόντες άκοντες δέχτηκαν την απόφαση τού προέδρου τους, κάναμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση και στην επόμενη έκδοση το χουντικό και εκκλησιαστικό “Βήμα” κυκλοφόρησε με αναμνηστική φωτογραφία τού συμβουλίου τής Κοινότητας στην πρώτη σελίδα συνοδευόμενη από ρεπορτάζ. Οι ημέρες μου σ’ αυτή την εφημερίδα ήταν πια μετρημένες…
Ο ιδιοκτήτης τού “Βήματος” στη δεκαετία τού ’60, Πίτερ Αρώνης, ήταν διατεθειμένος να χάνει αρκετά χρήματα για να χαίρεται τα προνόμια τού εκδότη και κάτι που απολάμβανε ιδιαίτερα ήταν τα κοκτέιλ πάρτι που έδιδε τακτικά σε κάθε ευκαιρία. Μια μέρα ο Αρώνης με κάλεσε στο γραφείο του για να με ενημερώσει πως είχε καλέσει τον Διονύση Κομινάτο και μού είπε την ιστορία του, που αξίζει να πούμε με δυο λόγια, επειδή επρόκειτο για έναν ευφυέστατο άνθρωπο, πολύ διακριτικό στον πλούτο και τις φιλανθρωπίες του.
Σε συντομία, ο Διονύσης Κομινάτος ξεκίνησε σαν μετανάστης από την Κεφαλλονιά, πήγε στο Κάιρο και κατέληξε στην Κίνα όπου διέπρεψε στις επιχειρήσεις και στο ζενίθ ήταν πολυεκατομμυριούχος αντιπρόσωπος τής General Motors. Οταν επικράτησαν οι κομμουνιστές, ο Κομινάτος διέφυγε στην Αυστραλία και επανέκτησε την μεγάλη περιουσία του με το εμπόριο κρεάτων. Ομως, έκανε έναν ατυχή συνεταιρισμό και την έχασε για δεύτερη φορά, αλλά σαν δικέφαλος αετός αναστήθηκε πάλι από την τέφρα.
Μετά τις συστάσεις στο κοκτέιλ πάρτι και ενώ είχαν στηθεί τα πηγαδάκια, είδα τον Κομινάτο να στέκεται μόνος με την πλάτη στον τοίχο με ένα ποτό στο χέρι. Ηταν ευκαιρία να του μιλήσω για πρώτη και τελευταία φορά, αλλά η εντύπωση που μου δημιούργησε έμεινε ανεξίτηλη επειδή… δεν άκουσα την πολύτιμη συμβουλή του:
– Κύριε Κομινάτε γνωρίζω την ιστορία τής ζωής σας και επειδή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θα ήθελα να μου δίνατε μια συνέντευξη.
– Οχι ευχαριστώ, η ζωή μου δεν είναι πιο ενδιαφέρουσα από όλες τις άλλες ιστορίες μεταναστών, μου απάντησε χαμογελώντας καλωσυνάτα, αλλά εγώ επέμεινα:
– Μπορείτε να μου πείτε, τουλάχιστον, με την πείρα που έχετε, ποιό είναι το μυστικό να γίνει κάποιος πλούσιος;
– Μα δεν είναι μυστικό! Η γη σε πλουτίζει και όσο περισσότερη γη έχεις τόσο πιο πλούσιος είσαι, μου είπε και πραγματικά δεν ήταν τίποτε καινούργιο.
Ο Ελληνας μετανάστης από ένστικτο το γνωρίζει και γι’ αυτό όταν εξοικονομήσει χρήματα αγοράζει κτήρια και οικόπεδα σαν να φοβάται μήπως δεν θα περισσέψει ένα γι’ αυτόν. Από τότε που με συμβούλευσε ο Κομινάτος πολλοί συμπάροικοι μου είπαν ότι πλούτισαν από τις αγορές κτηρίων που έκαναν και όχι από τον ιδρώτα τους στις επιχειρήσεις.
Τον καιρό εκείνο υπήρχε μεγάλη εχθρότητα ανάμεσα στον Πίτερ Αρώνη και έναν άλλο σημαντικό παράγοντα στα μεγάλα σαλόνια τής παροικίας μας, τον μεγαλοδικηγόρο Σερ Αθα Τζορτζ. Επειδή έχω ακούσει μόνο την εκδοχή τού Αρώνη, δεν θα αναφερθώ στις λεπτομέρειες, αλλά αυτή η σκληρή κόντρα είχε επιπτώσεις στις εξελίξεις στον παροικιακό Τύπο.
Ο Σερ Αθα ενίσχυε με το αζημίωτο τον Θήο Σκάλκο, τον οποίο ο Αρώνης αντιπαθούσε εκ βάθους καρδίας όχι σαν αντίπαλο εκδότη, αλλά σαν σύμμαχο τού εχθρού του. Πάντως, ενώ εμείς στο “Βήμα” ασχολούμεθα με κοκτέιλ πάρτι, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην “Νέα Πατρίδα” και τον “Πανελλήνιο Κήρυκα” καλά κρατούσε.
Είναι απαραίτητο να γράψω ότι ο Θήο Σκάλκος, είχε τότε δίπλα του ένα επιτελείο πιστών συγγενών και εργαζομένων που κάλυπταν τα νώτα του για κάθε ενδεχόμενο. Θα αναφέρω τους δύο πιο σημαντικούς, κατά τη γνώμη μου, επειδή δεν πρέπει να ξεχαστούν με την πάροδο τού χρόνου: την πρώτη σύζυγό του, αξέχαστη Ελένη και τον αδελφό του, Γιάννη, ενώ αργότερα προστέθηκε ένας πολύτιμος σύμβουλός του. ο Γιώργος Μεσσάρης.
Η Ελένη Σκάλκου, μια γυναίκα με λίγες κουβέντες, αφοσιωμένη σύζυγος και μάνα, εργαζόταν σκληρά πολλές ώρες την ημέρα για να φέρει στην επιχείρηση τα σημαντικά κέρδη από το καλλιτεχνικό τυπογραφείο, αλλά ήταν και πραγματικός κέρβερος για την προστασία τής οικογενειακής περιουσίας στη σκιά του δυναμικού συζύγου της.
Ο Γιάννης Σκάλκος, σπουδαίος λινοτύπης και ακούραστος, σκληρό καρύδι σαν τον αδελφό του, ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές από τη στοιχειοθεσία τής εφημερίδας μέχρι τη διανομή της και η εγγύηση πως η “Νέα Πατρίδα” οπωσδήποτε θα φτάσει στα εφημεριδοπωλεία.
Τελικά, ο “Κήρυκας” άρχισε να νιώθει την πίεση από τον Θήο Σκάλκο που έσφιγγε τη μέγγενη ολοένα και περισσότερο. Κάτω από αυτή την πίεση ο Καλομοίρης πούλησε τις εγκαταστάσεις επί τής Castlereagh Street και αγόρασε ένα κτήριο σε κεντρικό σημείο τού Σίδνει στο Broadway, που εξόπλισε με σύγχρονα τυπογραφικά μηχανήματα για να μπορέσει να αντεπιτεθεί.
Στο μεταξύ, εγώ ένιωθα άβολα στο “Βήμα” και άρχισαν οι αψιμαχίες με τον Αρώνη, ο οποίος είχε αγγλοσαξωνική νοοτροπία και δεν μπορούσαμε να κάνουμε έναν ελληνοπρεπέστατο καυγά όπως με τον Θήο Σκάλκο. Υστερα από μια τέτοια αψιμαχία παραιτήθηκα από το “Βήμα” και απηυδισμένος σκόπευα να επιστρέψω στο αγγλόφωνο Τύπο. Ομως, μόλις ο Θήο έμαθε ότι έφυγα από το “Βήμα” μού πρότεινε να επιστρέψω για να εργαστώ στη στοιχειοθεσία αγγλικών προαστειακών εφημερίδων που είχε αναλάβει να τυπώνει. Επέστρεψα στο τυπογραφείο του, δύο βήματα μακριά από το νέο κτήριο τού “Κήρυκα” και γνώρισα τον νεοφερμένο στην Αυστραλία νεαρό, Γιώργο Μεσσάρη, με τον φίλο και πρώην συμμαθητή του, τον φίλτατο Τάκη Μακράκη. Διευθυντής τής “Νέας Πατρίδας” ήταν ο Γιώργος Μαυράκης, από τυπογραφική οικογένεια των Χανίων, ένα πολυσύνθετο ταλέντο, λινοτύπης, μηχανικός λινοτυπικών μηχανών και δημοσιογράφος. Ηταν μια δυναμική ομάδα, που αργότερα ενισχύθηκε από τον Τάκη Καλδή και η πολιορκία στον “Κήρυκα” έγινε πια ασφυκτική.
Ο Γιώργος Μεσσάρης, ανιψιός τής Ελένης Σκάλκου, που είχε σπουδάσει ναυπηγός και έμελλε να παίξει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις τού παροικιακού Τύπου, προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα στο περιβάλλον των εφημερίδων και όταν παραιτήθηκε ο Γιώργος Μαυράκης ανέλαβε την διεύθυνση τής “Νέας Πατρίδας”.
Στο πρόσωπο τού Γιώργου Μεσσάρη, ο Θήο είχε αποκτήσει ακόμη έναν πολύτιμο συνεργάτη και σύμβουλο, όμως το κάστρο τού “Κήρυκα” έμενε απόρθητο, παρόλο που κυκλοφορούσαν πληροφορίες ότι αντιμετώπιζε μεγάλες τεχνικές δυσκολίες με τα νέα μηχανήματα και οικονομικές από την απώλεια διαφημίσεων στον σκληρό ανταγωνισμό τής “Νέας Πατρίδας”. Αλλά ένα απόγευμα ο Θήο Σκάλκος με ανησύχησε.
Από έλλειψη χώρου η λινοτυπική μου ήταν κάτω από μια ξύλινη σκάλα και κάθε φορά που ανεβοκατέβαιναν φουριόζοι οι Σκάλκοι με ξεκούφαιναν, αλλά εκείνη την ημέρα επικρατούσε ησυχία όταν ο Θήο πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα μου.
Για κάποιο λόγο, από την αρχή τής γνωριμίας μας, ο Θήο μού εμπιστευόταν κατά καιρούς τα όνειρά του, τα σχέδιά του, αλλά και τους φόβους του για τις καταστροφικές συνέπειες μιας πιθανής αποτυχίας του. Ομως αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν σοβαρά.
“Γιωργάκη, κουράστηκα και δεν ξέρω τί θα κάνω αν αποτύχω!!”, μου είπε με φανερή κόπωση, ψυχική από τον σκληρό αγώνα και σωματική, αφού δούλευε είκοσι ώρες το 24ωρο. Αιφνιδιάστηκα και ανησύχησα επειδή τα λόγια του μού φάνηκαν σαν μια μακάβρια προειδοποιηση και προς στιγμή δεν ήξερα τί να πω, γιατί ο Θήο μου είχε δημιουργήσει την εικόνα τού αλώβητου και πίστευα ακράδαντα ότι θα άντεχε μέχρι την τελική νίκη.
“Δεν μου τα λες καλά, τί έπαθες στα καλά καθούμενα; Φάγαμε το γάϊδαρο και στην ουρά θα κωλόσουμε;” του είπα όταν συνήλθα και για να τον ενθαρρύνω τού ανέφερα τα προβλήματα του “Κήρυκα”, που φυσικά τα ήξερε και δεν χρειαζόταν εμένα να του τα πω. Μιλήσαμε για λίγο ακόμη και πιστεύω ότι αναπτερώθηκε το ηθικό του, ενώ εγώ ήμουν βέβαιος πως ήταν πια θέμα χρόνου η κατάτερρευση του “Κήρυκα”.
Ο Δημήτρης Καλομοίρης είχε ήδη δείξει σημεία κάμψης και ο Αγγελος Κούρλιος είχε αποχωρήσει από την εφημερίδα, ή τον είχαν σπρώξει, όπως θα δούμε στο επόμενο μέρος.Οι υποψίες μου επαληθεύτηκαν πολύ γρήγορα, όταν ύστερα από μερικές ημέρες, ο Καλομοίρης ζήτησε διαπραγματεύσεις για ανακωχή και συνεργασία με τον Θήο. Ομως αυτό ήταν στα πλαίσια σχεδίου τού Καλομοίρη για να βγάλει από τη μέση τον σκληρό αντίπαλό του, με άλλο τρόπο. Γι’ αυτό, ενώ το δήθεν “απόρθητο” κάστρο έπεσε, ο παροικιακός Τύπος θα περνούσε από 40 κύματα για να φτάσει στο σήμερα.
Η τελική συμφωνία τους για συνεταιρισμό Καλομοίρη – Σκάλκου με την ένωση των εφημερίδων τους ήταν ιδεώδης για τους δύο, καλύτερος και από μια νίκη τού ενός ή του άλλου στον αμείλικτο πόλεμό τους, επειδή δημιούργησαν ένα πανίσχυρο μονοπώλιο που αποθάρρυνε κάθε επίδοξο εκδότη. Χωρίς τον ανταγωνισμό τής “Νέας Πατρίδας”, ο “Κήρυκας” μεταλλάχτηκε σε ένα χρυσωρυχείο με τεράστια κέρδη από σελίδες επί σελίδων για κηδείες και μνημόσυνα, μικρές αγγελίες και διαφημίσεις κτηματομεσιτικών γραφείων που εξυπηρετούσαν τους διψασμένους για το πρώτο σπίτι τους Ελληνες νεομετανάστες. Υπήρχαν και οι διαφημίσεις των νυχτερινών κέντρων, ελληνικών κινηματογράφων και άλλων ελληνικών επιχειρήσεων που έκαναν χρυσές δουλειές.
Μετά τη συμφωνία Καλομοίρη – Σκάλκου για συνεταιρισμό, η θορυβώδης μεταφορά των μηχανημάτων και τού προσωπικού τής “Νέας Πατρίδας” στο κτήριο τού “Πανελληνίου Κήρυκα” προκάλεσε μειδιάματα αμηχανίας στο ήρεμο περιβάλλον του και ο Γιώργος Τσερδάνης, μάλιστα, την χαρακτήρισε “εισβολή των βαρβάρων”! Πολλοί από εμάς γνωριστήκαμε για πρώτη φορά με τους συναδέλφους μας στον “Κήρυκα” και ήταν ευκαιρία να συνεργαστώ πάλι με τον παλιό μου μάστορα στον “Ταχυδρόμο” τής Αλεξάνδρειας, Κώστα Κωνσταντινίδη.
Στο νέο συγκρότημα, αρθρογράφος για τον “Κήρυκα” ήταν ο Τάκης Καλδής και για την “Νέα Πατρίδα” η Μαρία Πολίτη, που ενισχύθηκαν από τον Λάμπη Πασχαλίδη, τον έμπειρο Βαγγέλη Μυγδάλη που είχε έρθει από την Ελλάδα και για ένα μικρό διάστημα τον Ανδρέα Παπαγεωργόπουλο, ενώ επικεφαλής των αθλητικογράφων ήταν ο Θανάσης Χατζηανέστης.
Υπεύθυνος για την παραγωγή των εφημερίδων ήταν ο Γιώργος Τσερδάνης, επικεφαλής των σελιδοποιών ήταν ο Αλέκος Γκαλελής και τής στοιχειοθεσίας ο μαστρο-Κώστας Κωνσταντινίδης.
Ο “Κήρυκας” κυκλοφορούσε κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, ενώ η “Νέα Πατρίδα” κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο. Σημειωτέον ότι ο “Κήρυκας” τής Δευτέρας είχε τότε τα αποτελέσματα τού ελληνικού πρωταθλήματος πριν τυπωθούν στην Ελλάδα και γινόταν ανάρπαστος, ενώ η Τετάρτη ήταν ημέρα των κηδειών, μικρών αγγελιών και κτηματομεσιτικών διαφημίσεων.
Μεγάλη απουσία στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν ο Αγγελος Κούρλιος, μια τραγική φιγούρα στην ιστορία τού παροικιακού Τύπου. Σ’ αυτή τη μυστήρια ζωή, άλλοι διαπράτουν εγκλήματα και μένουν ατιμώρητοι, ενώ άλλοι πληρώνουν πολύ ακριβά τα όποια ανθρώπινα λάθη τους και ο Αγγελος Κούρλιος ήταν ένας από αυτούς.
Σαν κτηνίατρος ο Κούρλιος θα μπορούσε να κάνει καλύτερη ζωή και θα απέφευγε ίσως τις κακοτοπιές που τον κατέστρεψαν, αλλά επέλεξε την πιο ενδιαφέρουσα καριέρα στις εφημερίδες που άρχισε με τον καλύτερο τρόπο. Μορφωμένος, ευφυέστατος, νεωτεριστής και με καλή πένα παρέλαβε μια μέτρια εφημερίδα, τον “Πανελλήνιο Κήρυκα”, που πουλιόταν στα μπακάλικα και την έβαλε στα εφημεριδοπωλεία, τής έδωσε νέα όψη και την έκανε μια επικερδή επιχείρηση.
Οταν οι συνταγματάρχες έβαλαν στο γύψο την πατρίδα μας, ο Κούρλιος σήκωσε το λάβαρο τής Δημοκρατίας και ο “Κήρυκας” κέρδισε πολλούς αναγνώστες με τα ανάλογα οικονομικά ωφέλη. Ομως, σε ένα ταξίδι του στην Ελλάδα εντυπωσιάστηκε από τη θερμή φιλοξενία που τού επεφύλαξαν οι “μιλημένοι” από τους εδώ φίλους τους χουντικοί και όταν επέστρεψε στο Σίδνει άρχισε να εγκωμιάζει με άρθρα του το δικτατορικό καιθεστώς. Αυτό προκάλεσε σκληρές αντιδράσεις και ο Καλομοίρης τον απέλυσε ή τον ανάγκασε σε παραίτηση χάνοντας έναν πολύτιμο συνεργάτη. Πιστεύω ότι η αποχώρηση τού Κούρλιου από τον “Κήρυκα”, επιτάχυνε την υποχώρηση τού Καλομοίρη.
Τον Κούρλιο δεν γνώριζα επειδή ζούσαμε σε διαφορετικούς κόσμους και συνάντησα για πρώτη φορά μόνον όταν αποχώρησε από τον “Κήρυκα”. Είχε υποστεί καρδιακή προσβολή και τον επισκέφθηκα με δύο συναδέλφους που είχαν εργαστεί μαζί του, τον Αλέκο Γκαλελή και τον Βαγγέλη Περούλια, στο διαμέρισμά του σε βόρειο προάστιο τού Σίδνεϊ. Παρά την μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του ζούσε μόνος και πρέπει να πω ότι ήταν ενδιαφέρων, ευχάριστος συνομιλητής, που φαινόταν να είχε αποδεχτεί την πτώση του από την κορυφή, αν και ένιωθε προδωμένος.
Στο μεταξύ, ενώ ο Καλομοίρης τηρούσε διακριτικές αποστάσεις λόγω χαρακτήρος, ο Θήο Σκάλκος απολάμβανε την μεγάλη δύναμη που απόκτησε σαν εκδότης των δύο μεγαλύτερων παροικιακών εφημερίδων. Ηταν τέτοια η δύναμή του που αξίζει να αναφέρω ένα περιστατικό.
Ο φίλος και συνάδελφος, Δημήτρης Γκρούτσης, ήταν μέλος τού Εργατικού Κόμματος στο παράρτημα τού Παραμάτα, σε περίοδο που ο Θήο Σκάλκος είχε μια κόντρα με τον τότε πρέμιερ ΝΝΟ, Νέβιλ Ραν. Οταν ο πρέμιερ επισκέφθηκε το παράρτημα στο Παραμάτα, ο Δημήτρης τού είπε “Νέβιλ, γιατί δεν προσπαθείς να συμφιλιωθείς με τον Θήο τώρα που έρχονται εκλογές και θα τον χρειαστούμε για την ελληνική ψήφο;”.
“Δεν έχω πρόβλημα να επισκεφθώ τον Θήο, αλλά αν με πετάξει έξω με τις κλωτσιές τί γίνεται;”, απάντησε ο κ. Ραν.
Τέτοια ήταν η πολιτική δύναμη τού “Κήρυκα” τότε, αλλά αντί να συνεργάζονται οι δύο συνεταίροι για να την εκμεταλλευτούν, άρχισαν μια διελκυστίνδα για το ποιός θα επικρατήσει και τις διαδικασίες για ένα διαζύγιο λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων. Πραγματικά, δεν μπορούσαν να υπάρξουν δύο πιο διαφορετικοί άνθρωποι από τον Δημήτρη Καλομοίρη και τον Θήο Σκάλκο, που ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν σε ο,τιδήποτε. Πάντως, παρά τις αψιμαχίες τους και πολλές φορές μπροστά μας, η ζωή συνεχιζόταν και οι εφημερίδες τους κάλυπταν άψογα την παροικιακή δράση.
Οπως γράψαμε, ο συνεταιρισμός Καλομοίρη – Σκάλκου δημιούργησε μονοπώλιο στον παροικιακό Tύπο και μια εύρωστη επιχείρηση με το καλύτερο επιτελείο δημοσιογράφων και τεχνικών που εργάστηκε ποτέ κάτω από την ίδια στέγη: οι δημοσιογράφοι Καλδής, Πολίτη, Μεσσάρης, Μυγδάλης, Πασχαλίδης, Τσερδάνης, Χατζηανέστης, που αργότερα ενισχύθηκαν από την Τζόαν Μεσσάρη, τον Βασίλη Πασσά, τον Κούρλιο, τον Γεροντάκο, τον Πλατύρραχο, τον Τζουμάκα, τον Νεράντζη, τον Μυστακίδη, τον Μάκη Ελυμπο, τον Γιώργο Δημητριάδη και άλλους, αλλά και οι τεχνικοί όπως ο Γιάννης Σκάλκος, ο Διομήδης Κυριακού, ο Αλέκος Γκαλελής, ο Βαγγέλης Περούλιας, ο Δημήτρης Γκρούτσης, ο Θανάσης Βαγενάς, ο παλαίμαχος Κώστας Κωνσταντινίδης και άλλοι που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους εργάζονταν ευσυνείδητα για να παράγουν εφημερίδες ποιότητας έξι ημέρες κάθε εβδομάδα.
Ομως οι ιδιοκτήτες τού συγκροτήματος είχαν τη δική τους ατζέντα, ποιός θα αγοράσει το μερίδιο τού άλλου. Εμείς, που είμασταν έξω από τον κύκλο των εμπιστων τους δεν γνωρίζαμε τί ακριβώς συνέβαινε και τα κουτσομπολιά οργίαζαν, μέχρι που ένα πρωί με πλησίασε ο Τάκης Καλδής και με ρώτησε αν είμαι διατεθειμένος να επενδύσω χρήματα για να αγοράσουμε το μερίδιο τού Θήο Σκάλκου. Με λίγα λόγια, ο Δημήτρης Καλομοίρης θ’ αγόραζε το μισό μερίδιο τού Θήο και οι εργαζόμενοι θα αγοράζαμε το υπόλοιπο ήμισυ, αν δεν κάνω λάθος το συνολικό ποσό ήταν $250.000, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο πριν την εποχή εκείνη. Εγώ υπέθεσα ότι ο Θήο ήθελε να αποχωρήσει για να ασχοληθεί με μια άλλη ιδέα του.
Πριν κάποιο διάστημα, ο Θήο Σκάλκος, μου είχε πει ότι θέλει να μου δείξει κάτι και πήγαμε σε ένα άδειο σπίτι, στην Greenbank Street τού Μάρρικβιλ, απέναντι περίπου από τον γνωστό τοπικό ελληνικό φούρνο.
“Θα το φτιάξω ελληνικό σχολείο”, μου είπε, αλλά επειδή τον είχα μάθει καλά δεν έπεσα ξερός. Το μυαλό του δούλευε με εκατό χιλιόμετρα την ώρα και πάντα είχε κάποιο σχέδιο στα σκαριά, γι’ αυτό η μόνη μου αντίρρηση ήταν ο μικρός χώρος.
“Θα είναι μόνο για τις δύο πρώτες τάξεις μέχρι να χτίσουμε κανονικό σχολείο”, μου είπε και εξήγησε πώς θα έφερνε τους καλύτερους δασκάλους, διευθυντές κλπ., αλλά το πράγμα έμεινε εκεί.
Νόμιζα, λοιπόν, ότι ο Θήο ήθελε ν’ αποχωρήσει από τις εφημερίδες αφού πέτυχε το στόχο του για ν’ ασχοληθεί με το σχολείο, όμως έκανα λάθος, γιατί βασικά ήθελε να αγοράσει το μερίδιο τού Καλομοίρη. Οι δύο συνεταίροι είχαν αποδυθεί σε αγώνα ποιός θα βρει πρώτος τα χρήματα για να αγοράσει το μερίδιο τού άλλου και το μέλλον για τον Θήο ήταν αβέβαιο, επειδή ο Καλομοίρης είχε εξασφαλίσει το δικό του μερίδιο από πάμπλουτο ομογενή, μ’ εμάς να πληρώνουμε τα υπόλοιπα χρήματα. Αντίθετα, ο Θήο αντιμετώπιζε πρόβλημα επειδή ο τραπεζίτης του βρισκόταν σε διακοπές και δεν μπορούσε να δανειστεί τις $250.000.
Ομως, άλλαι αι βουλαί ανθρώπων και άλλα ο Θεός κελεύει! Ο πάμπλουτος ομογενής πεθαίνει πριν προλάβει ο Καλομοίρης να εισπράξει τα χρήματα και το σχέδιό του καταρρέει δίνοντας τον απαιτούμενο χρόνο στον Θήο Σκάλκο να βρει τα χρήματα για να γίνει μοναδικός ιδιοκτήτης τού “Πανελληνίου Κήρυκα” και τής “Νέας Πατρίδας” με διευθυντή τον Γιώργο Μεσσάρη.
Αργότερα, ο Δημήτρης Καλομοίρης θα πει ότι πούλησε το μερίδιό του στον Θήο Σκάλκο με τη σιγουριά ότι θ’ αγόραζε φτηνά το συγκρότημα σε ένα χρόνο όταν θα χρεοκοπούσε ο Θήο. Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, αφού δεν είχε υπολογίσει στον παράγοντα “Μεσσάρης”. Πραγματικά, ο Γιώργος Μεσσάρης, σαν το δεξί χέρι τού Θήο Σκάλκου έπαιζε ισορροποιητικό ρόλο στις εξάρσεις του και το συγκρότημα συνέχισε την ανοδική πορεία του, αλλά ούτε ο συνετός Γιώργος μπορούσε να προβλέψει και να ελέγξει τις εξελίξεις.
Να πούμε σ’ αυτό το σημείο ότι ο Καλομοίρης και ο Σκάλκος είχαν εφαρμόσει τις ιδιωτικές συμβάσεις εργασίας πολύ πριν τις ανακαλύψει ο Τζον Χάουαρντ 40 χρόνια αργότερα με τα Work Choices, που κατέστρεψαν την πολιτική σταδιοδρομία του. Ετσι και στο συγκρότημα δημιουργήθηκε βαθιά δυσαρέσκεια όταν αποκαλύφθηκε πως κάποιοι έπαιρναν αδικαιολόγητα μεγαλύτερους μισθούς από κάποιους άλλους για την ίδια ή και λιγότερη εργασία. Ο Περούλιας και εγώ είχαμε ήδη συγκρουστεί με τον Καλομοίρη για το θέμα τού μισθού, αλλά η δυσαρέσκεια συνεχίστηκε και όταν ανέλαβε ο Θήο Σκάλκος. Οι δημοσιογράφοι κατέφυγαν στο Διαιτητικό Δικαστήριο για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, ενώ οι τεχνικοί απεργήσαμε δύο ώρες για μια αύξηση που είχε δοθεί από το Διαιτητικό Δικαστήριο.
Ομως, κατακλυσμιαίες διαστάσεις πήρε ένας φοβερός καυγάς ανάμεσα στον Θήο Σκάλκο και τον Τάκη Καλδή, ο οποίος αποχώρησε και ο Θήο μου ζήτησε να τον αντικαταστήσω. Φυσικά, αρνήθηκα για δύο λόγους: Πρώτον η οικογένειά μου είχε πολύ φιλικές σχέσεις με τον Τάκη και την Χαρίκλεια Καλδή και δεύτερον πώς μπορούσα ν’ αντικαταστήσω έναν από τους κορυφαίους δημοσιογράφους μας; Γι’ αυτό ίσως ο Θήο δεν επέμενε, αλλά προκλήθηκε ένα σοβαρό πρόβλημα ανάμεσά μας: ο Γιάννης Οικονόμου, τον οποίο είχα γνωρίσει από τον Τάκη Καλδή και είχε δημιουργηθεί μια ζεστή οικογενειακή σχέση.
Θ’ ανοίξω μια παρένθεση σ’ αυτό το σημείο επειδή με την ευκαιρία αυτών των άρθρων, όπως θα προσέξατε, καταγράφω κάποιους ανθρώπους και γεγονότα που δεν θα ήθελα να ξεχαστούν. Στη ζωή μου έχω γνωρίσει πολλούς και πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους και ένας από αυτούς στην κορυφή ασφαλώς είναι ο Γιάννης Οικονόμου και η σύζυγός του Αλίκη για διαφορετικούς λόγους.
Το 1972 ήταν μια ιστορική χρονιά για την Αυστραλία, επειδή για πρώτη φορά σε 23 χρόνια με Λίμπεραλ κυβέρνηση, οι Εργατικοί είχαν μεγάλες ελπίδες να κερδίσουν στις εθνικές εκλογές τής 2ας Δεκεμβρίου. Τα δυο κόμματα εξουσίας δαπάνησαν πολλά χρήματα σε προεκλογικές διαφημίσεις στον “Κήρυκα” και την “Νέα Πατρίδα”, αλλά και ο Τάκης Καλδής είχε πολύ στενές σχέσεις με τους Εργατικούς.
Στα πλαίσια τής προεκλογικής εκστρατείας, ο Γκοφ Ουίτλαμ, επισκέφθηκε τις εγκαταστάσεις των εφημερίδων και αφού συνομίλησε με τους δύο εκδότες κατέβηκε στο τεχνικό τμήμα όπου ο Τάκης έκανε τις συστάσεις. Οταν έφθασε στη μηχανή μου και άκουσε ότι με λένε “Χατζηβασίλη”, γύρισε στους συνεργάτες του και ρώτησε αν ξέρουν το γιατί, που φυσικά δεν είχαν ιδέα.
“Κάποιος από τους προγόνους τού κ. Χατζηβασίλη βαπτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό και έγινε χατζής”, τους εξήγησε.
Την ημέρα των εκλογών είχαμε οργανώσει με τη γυναίκα μου μια συγκέντρωση φίλων στο σπίτι μας για να παρακολουθήσουμε την καταμέτρηση των ψήφων. Οταν έγινε φανερό ότι κέρδισαν οι Εργατικοί, ο καλός φίλος, Γιάννης Οικονόμου, είχε τη φαεινή ιδέα να βάψει αυγά και να πάμε στον Ουίτλαμ για να τσουγκρίσουμε την “ανάσταση” των Εργατικών!
Αφού έβαψε τα αυγά, ο Γιάννης Οικονόμου, ο Τάκης Καλδής και άλλοι από την παρέα πήγαν να συγχαρούν τον Ουίτλαμ στο σπίτι του, αλλά όταν τσούγκρισαν τα αυγά ήταν μελάτα και φαντάζεστε τις συνέπειες στα χέρια τού νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού!
Ο Γιάννης Οιικονόμου ήταν γιος στρατηγού, αλλά ασυμβίβαστος από μικρό παιδί. Ο στρατηγός προσπάθησε να τον “στρώσει” όπως τα άλλα παιδιά του, ο άλλος γιος του αποστρατεύθηκε συνταγματάρχης από την χούντα, αλλά ο Γιάννης δεν καταλάβαινε τίποτε. Κάποιος καλύτερος από εμένα θα μπορούσε να γράψει βιβλίο και κινηματογραφικό σενάριο ακόμη γύρω από τη ζωή τού Γιάννη, που προτίμησε να ξενιτευτεί στην Αυστραλία παρά να εργαστεί στο “γκουβέρνο” για σιγουριά όπως τον συμβούλευε η μητέρα του. Με την ευκαιρία να αναφέρω ένα από τα “κατορθώματά” του στην Αυστραλία.
Ενα βράδι επί χούντας επέστρεφε στο σπίτι του με την Αλίκη και ένα άλλο ζευγάρι που μού χάρισαν υπέροχες αναμνήσεις, το αξέχαστο “γελαστό παιδί” Γιάννη και την Πόπη Δημητρακοπούλου, νομίζω και τον Τάκη με την Χαρίκλεια Καλδή, όταν σε έναν δρομάκο κοντά στον ελληνικό κινηματογράφο τού Ρέντφερν είδαν τη Μερσεντές τού χουντικού γενικού προξένου, Παναγιώτη Ρέλλα. Ο Γιάννης πρότεινε να την… καλωπίσουν με ένα δοχείο μπογιάς που είχε μέσα στο station waggon του. Ομως μπήκαν στον δρόμο αντίθετα στο ρεύμα κυκλοφορίας, τους είδε ένας Αυστραλός και τους κατήγγειλε στην Αστυνομία. Οταν έλαβαν και την καταγγελία τού Ρέλλα, το ένα και ένα κάνουν δύο και αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι τού Γιάννη και τής Αλίκης και ζήτησαν να εξετάσουν το αυτοκίνητο. Ο Γιάννης είχε πετάξει το δοχείο με την μπογιά, όμως καθώς η Αλίκη άνοιγε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, είδε έναν λεκέ από την μπογιά και… έκατσε πάνω για να μην την δουν οι αστυνομικοί. Τελικά, ο Γιάννης και η παρέα του γλίτωσαν και επειδή ο αυστραλός αυτόπτης μάρτυς αρνήθηκε να καταθέσει όταν έμαθε ότι επρόκειτο για ενέργεια με πολιτικά κίνητρα και όχι για βανδαλισμό.
Απέναντι από το κατάστημα τού Γιάννη ήταν τότε ένα ελληνικό κοττάδικο που για να το επισκεφθεί αργότερα ο Ρέλλας, στάθμευσε την επισκευασμένη Μερσεντές του ακριβώς έξω από το μαγαζί τού Γιάννη. Μόλις μπήκε ο Ρέλλας στο κοττάδικο τού λέει ο συμπατριώτης μας “ξέρετε πως παρκάρατε το αυτοκίνητό σας έξω από το μαγαζί τού Οικονόμου;”
“Ωχ, στο στόμα τού λύκου!”, είπε ο Ρέλλας αστειευόμενος.
Να πω ακόμη ότι ο Γιάννης Οικονόμου, ήταν ταμίας τής Κοινότητας και ένας από αυτούς που εγγυήθηκαν το δάνειο για την αγορά τού Μεγάρου της στο Πάτινγκτον, ενώ σαν μέλος τής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα είχαν μεταφέρει τον τότε πρέμιερ τής Νότιας Αυστραλίας, Ντον Ντάνσταν, για να δώσει ομιλία στο Γούλογκονγκ, πάνω στην καρότσα ενός οχήματος utility!
Πειραχτήρι, λοιπόν, ο Γιάννης και με καλές σχέσεις με τον κόσμο των εφημερίδων, όποτε έβλεπε τον Θήο τού πετούσε σπόντες για πράγματα που τον αφορούσαν και γι’ αυτό μου ζητούσε επίμονα να σταματήσω τις σχέσεις με τον Οικονόμου, πράγμα που με ενοχλούσε γιατί δεν επρόκειτο να γίνει, όποιες και αν ήταν οι συνέπειες. Για μένα, ο Γιάννης και η Αλίκη ήταν όπως τούς καλούς φίλους, σαν τ’ άστρα: δεν τους βλέπεις κάθε μέρα, αλλά ξέρεις πως πάντα είναι εκεί.
Παρά την αποχώρηση τού Τάκη Καλδή το 1973 από τον “Πανελλήνιο Κήρυκα”, η φιλία μας συνεχίστηκε επειδή εκείνη την εποχή ήταν πολύ καλές οι σχέσεις ανάμεσα στους δημοσιογράφους και το τεχνικό προσωπικό, με στενές φιλίες, κουμπαριές, οικογενειακές σχέσεις, γλέντια κλπ. Ενα ζεστό βράδι, λοιπόν, ο Τάκης Καλδής, ο Βαγγέλης Περούλιας, ο Γιάννης Οικονόμου και εγώ συμφωνήσαμε να συναντηθούμε με τις οικογένειές μας στην παραλία τής Μαρούμπρα όπως συνηθίζαμε για να δροσιστούμε και να περάσουμε μερικές ευχάριστες ώρες, επειδή όταν είχαν κέφια ο Καλδής και ο Οικονόμου ήταν σκέτη απόλαυση.
Οταν έφθασα, όμως, λίγο καθυστερημένος βρήκα δύο “επισκέπτες” μας, τον Δημήτρη Καλομοίρη και τον ιδιοκτήτη τού “Νέου Κόσμου”, Τάκη Γκόγκο, που συναντούσα για πρώτη φορά.
Ο Καλδής, ο Καλομοίρης και ο Γκόγκος είχαν απομακρυνθεί και φαινόταν πως είχαν σοβαρή συζήτηση προκαλώντας την περιέργεια των υπολοίπων, που υποθέσαμε ότι επρόκειτο για προσφορά εργασίας στον Τάκη από τον “Νέο Κόσμο”. Ομως εκείνο το βράδι πάρθηκαν πολύ σοβαρότερες αποφάσεις…
Οταν τελείωσε η συζήτησή τους, ο Καλδής έκατσε στα βράχια ανάμεσα σ’ εμένα και τον Περούλια και μάς ρώτησε αν θέλουμε να εργαστούμε για μια νέα εφημερίδα που επρόκειτο να εκδοθεί από συμπάροικους επιχειρηματίες. Η πρόταση μάς δημιούργησε απορίες και διλήμματα γιατί επρόκειτο να πάρουμε μια μεγάλη απόφαση. Ρωτήσαμε τον Τάκη αν θα υπήρχαν αρκετά κεφάλαια για να κρατηθεί η εφημερίδα μέχρι να ορθοποδήσει και μάς διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για σοβαρούς ανθρώπους, όπως τον Κίκη Ευθυμίου που πλήρωσε τη… νύφη εξοφλώντας στο τέλος $14.000 χρέη τής εφημερίδας, τον Τάκη Γκόγκο, τον Τζιμ Αναστασίου, τον Κώστα Ζαχαρόπουλο, τον Αντριου Βας, τον Χρήστο Λούη, τότε ιδιοκτήτη των ελληνικών κινηματογράφων. Director τής εταιρείας ήταν ο κ. Κίκης Ευθυμίου.
Η εφημερίδα δεν είναι από τις πιο εύκολες επιχειρήσεις και αν δεν έχεις μεγάλα κεφάλαια, καλύτερα να μείνεις μακριά γιατί τα έσοδα θ’ αργήσουν να έρθουν. Ακόμη και αν ξεκινήσεις με μεγάλη κυκλοφορία, δεν πρόκειται να εισπράξεις ούτε ένα σεντ από τα εφημεριδοπωλεία πριν περάσουν δύο μήνες, το ίδιο και με τις διαφημίσεις, εκτός από εκείνες που πληρώνονται προκαταβολικά. Ομως, τα έξοδα λειτουργίας τής εφημερίδας αρχίζουν από την πρώτη ημέρα και ήταν πολλά γιατί η νέα εφημερίδα μας θα έπρεπε εκτός από όλα τα άλλα να πληρώνει για την εκτύπωσή της.
Γιατί δεχτήκαμε τελικά την πρόταση τού Τάκη εκεί στης Μαρούμπρα τα νερά; Πιστεύω ότι η πρόκληση δημιουργίας μιας νέας εφημερίδας ήταν πολύ δελεαστική, αλλά και από συναδελφική αλληλεγγύη, αφού μαζί μας δέχτηκαν να έρθουν ακόμη δύο πολύ σημαντικά στελέχη τού συγκροτήματος Σκάλκου, ο Βαγγέλης Μυγδάλης και ο Αλέκος Γκαλελής.
Η πρώτη συνάντησή μας για ν’ αποφασίσουμε τις λεπτομέρειες τής νέας εφημερίδας έγινε στο σπίτι του Τάκη Καλδή, όπου συζητήσαμε την αγορά των αναγκαίων μηχανημάτων και άλλου εξοπλισμού, την ενοικίαση τού αναγκαίου χώρου, τα καθήκοντα τού καθενός μας, τις ημέρες κυκλοφορίας (Τετάρτη και Παρασκευή) και το όνομα αυτής “Ελληνική Φωνή”.
Στις πρώτες συναντήσεις μας υπήρχε αισιοδοξία, ενθουσιασμός θα έλεγα, και αποφασίσαμε να δώσουμε τις παραιτήσεις μας σταδιακά, αφού θ’ αργούσε η κυκλοφορία τής “Ελληνικής Φωνής” μέχρι ν’ αγοραστεί ο εξοπλισμός και να εγκατασταθεί στο χώρο που έπρεπε να βρεθεί.
Ο χώρος ήταν μια μεγάλη αποθήκη σε μία πάροδο του Botany Road, στο Redfern, τη διαρρύθμιση των γραφείων έκανε ο Τζιμ Αναστασίου και η “Ελληνική Φωνή” ήταν έτοιμη ν’ ακουστεί.
Οταν υπέβαλα την παραίτησή μου στον Θήο Σκάλκο, προσπάθησε να με μεταπείσει λέγοντας ότι συμμάχησα με τους εχθρούς του για να τον καταστρέψω. Του είπα αυτό που πίστευα πραγματικά, ότι ο “Κήρυκας” δεν κινδύνευε από εμάς που στην καλύτερη περίπτωση θα κερδίζαμε ένα μεγαλύτερο μεροκάματο με καλύτερες συνθήκες εργασίας. Οπως αποδείχτηκε, άλλωστε, ο “Κήρυκας” κατέρρευσε εκ των έσω από τρομαχτικά λάθη των ανεύθυνων υπευθύνων και όχι από τον ανταγωνισμό των αντιπάλων του.
Ομως ο Θήο ήταν τότε τόσο στενοχωρημένος, που αν δεν με συνέδεε η φιλία με τους συναδέλφους μου και δεν είχα δώσει το λόγο μου ίσως να υποχωρούσα, αλλά πώς θα ξανάβλεπα στα μάτια τον Καλδή, τον Περούλια, τον Μυγδάλη ή τον Γκαλελή και τον Οικονόμου ακόμη; Δυστυχώς, όμως, δεν έχουμε όλοι οι άνθρωποι τα ίδια αισθήματα…
Λυπήθηκα όταν άκουσα το παράπονό του και γιατί αν έμαθα κάτι από τον Θήο Σκάλκο, άσχετα με τα ελαττώματά του για να μη νομιστεί κιόλας ότι τον… κολακεύω ύστερα από τις αισχρές συκοφαντίες τής εφημερίδας του εναντίον μου, ήταν οι αγώνες των συμπατριωτών μας μεταναστών όταν ξεκινούσαν τότε επιχειρήσεις και δούλευαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες για να μην τους πάρουν το σπίτι οι δανειστές τους.
Η παραίτησή μου από τον “Κήρυκα” έγινε δεκτή και αφού πληρώθηκα την Παρασκευή ήμουν έτοιμος να φύγω όταν ο Γιάννης Σκάλκος με παρεκάλεσε να πάμε μαζί στο γραφείο του Θήο επειδή ήθελε να μάς μιλήσει. Προσπάθησα να αποφύγω αυτή τη συνάντηση, αλλά ο Γιάννης επέμενε και δέχτηκα γιατί δεν ήθελα να τον δυσαρεστήσω την τελευταία ημέρα τής συνεργασίας μας.
Η συνάντηση με τον Θήο άρχισε φιλικώτατα, με ρώτησε αν είχα κανένα παράπονο για να φύγω και τού εξήγησα τούς λόγους, οπότε έκανε μια πολύ σημαντική πρόταση σ’ εμένα και τον Γιάννη: Να μάς πληρώνει μισθό $1100 την εβδομάδα στον καθένα αν αναλάβουμε εργολαβικά τη στοιχειοθεσία των εφημερίδων, για να καλύψουμε την απουσία τού Περούλια. Με το Γιάννη Σκάλκο δίπλα μου δεν φοβόμουν τον φόρτο τής εργασίας γιατί ήταν ένας σπουδαίος λινοτύπης, ο μόνος που έχω δεί ποτέ να δακτυλογραφεί με το ένα χέρι στο γύψο και να προλαβαίνει την μηχανή! Αλλωστε, αν τα χρήματα που μάς είχε προσφέρει ο Θήο είναι αρκετά σήμερα, πόσο μάλλον το 1973, αλλά ένιωθα υποχρεωμένος να τα απορρίψω και δεν ξέρω πώς μου ήρθε να αναφέρω το όνομα τού Οικονόμου: “Και αν ακόμη δεχτώ την προσφορά σου, έτσι κι’ αλλιώς θα συγκρουστούμε αν επιμένεις να σταματήσω τη φιλία με τον Γιάννη”, τού είπα.
Οταν άκουσε αυτό ο Θήο, με κύτταξε ψυχρά και μού είπε “τότε να πάς με τους άλλους!”.
Οπως είχε εξελιχθεί η κατάσταση, ο Θήο Σκάλκος κυκλοφορούσε εφημερίδες έξι ημέρες κάθε εβδομάδα, φορτωμένες με διαφημίσεις και παρόλο που έφυγαν ικανά στελέχη είχε καλές εφεδρείες, τον Μεσσάρη, τον Τσερδάνη, τον Πασχαλίδη, τον Χατζηανέστη, αργότερα τον Βασίλη Πασσά, τον Οδυσσέα Πλατύρραχο τον Δημήτρη Τζουμάκα και άλλους, ενώ η “Ελληνική Φωνή” ξεκινούσε από το μηδέν με δύο εκδόσεις την εβδομάδα και εξαρτώμενη από την καλή θέληση μερικών επιχειρηματιών.
Βέβαια, δεν είμαστε και ξυπόλητοι στ’ αγκάθια με τον Καλδή διευθυντή, τον Μυγδάλη αρχισυντάκτη, τον Γκαλελή πολύ ικανό στη σελιδοποίηση και τον Περούλια, σπουδαίος λινοτύπης και αυτός με εμένα στη στοιχειοθεσία. Ο Καλδής, εκτός από τα πολιτικά άρθρα του ήταν πολύ έμπειρος στην ειδησεογραφία, ενώ ο Μυγδάλης έχει γράψει από τα καλύτερα χρονογραφήματα στον παροικιακό Τύπο με δικό του πολύ άνετο και ευχάριστο για τον αναγνώστη στιλ. Τα αθλητικά είχε αναλάβει ο Μιχάλης Αγαδάκος.
Στη σελιδοποίηση βοηθούσε τότε η Παρούλα Θέρμπαν, ενώ αργότερα εργάστηκαν μαζί μας η Αννα Οικονόμου και η νεαρή Γιώτα, ανιψιά τής Χαρίκλειας Καλδή. Αν είχαμε μια αδυναμία ήταν η φωτογράφιση και ένοχος εγώ που εκτελούσα αυτό το καθήκον, επειδή δεν μπορούσα να κρίνω από το αρνητικό αν μια φωτογραφία θα τυπωνόταν καλά στην εφημερίδα. Μέχρι που ήρθε ο Τζον Θέρμπαν, ένας σπουδαίος Γερμανός τον οποίο είχε… ελληνοποιήσει η Παρούλα (Γκαλελή) και με δίδαξε με πολλή υπομονή.
Η “Ελληνική Φωνή” ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς στις 7 Νοεμβρίου 1973 όσον αφορά στην κυκλοφορία της, επειδή ο Καλδής και ο Μυγδάλης είχαν φανατικούς αναγνώστες που τούς ακολούθησαν στη νέα εφημερίδα. Τα μηνύματα από τα εφημεριδοπωλεία ήταν περισσότερο από ενθαρρυντικά και στα γραφεία τής “Ελληνικής Φωνής” επικρατούσε ένα δικαιολογημένο αίσθημα ευφορίας και αισιοδοξίας για το μέλλον.
Υπενθυμίζουμε, ότι την εποχή εκείνη το ’60 και ’70 είχαμε μια παροικία νέα, σφριγηλή, που ήδη είχε αρχίσει τα μεγάλα έργα της. Οι ογδοντάρηδες και εξηντάρηδες σήμερα ήταν τότε νέοι άνθρωποι που δούλευαν σκληρά και κέρδιζαν πολλά χρήματα σαν επιχειρηματίες, επαγγελματίες, ακόμη και σαν εργαζόμενοι δουλεύοντας πολλές υπερωρίες ή σε δύο δουλειές για να κάνουν προκοπή στη νέα τους πατρίδα.
Επιτρέψτε μου να ανοίξω παρένθεση σ’ αυτό το σημείο για την πρώτη γενιά μεταπολεμικών μεταναστών που μεσουρανούσε και η εφημερίδα ήταν απαραίτητη στα χέρια τους, επειδή μέσα από τις σελίδες της καθρεφτίζονταν οι δραστηριότητές τους σαν επιχειρηματίες, σαν παροικιακοί παράγοντες, αλλά και σαν άτομα που παντρεύονταν μαζικά κάθε Σαββατοκύριακο, ή βάπτιζαν τα παιδιά τους.
Οι εθνοτοπικοί σύλλογοι ζούσαν τη χρυσή εποχή τους και κάθε Σαββατόβραδο η παροικία γλεντούσε στους χορούς τους με ζεστό σουβλάκι και κρύα μπίρα. Τα συμβούλια τότε δεν το έπαιζαν κυριλέ με δεξιώσεις σε πολυτελείς αίθουσες, αλλά στο Erskineville Police Boys Club ή στο Δημαρχείο τού Μάρικβιλ κλπ., στολισμένα με σημαιούλες τής Ελλάδας και Αυστραλίας. Εκεί οι άνδρες στα διοικητικα συμβούλια πήγαιναν νωρίς και ίδρωναν πάνω από τις ψησταριές για τα ζεστά σουβλάκια που γίνονταν ανάρπαστα, ενώ οι γυναίκες έκοβαν τόνους σαλάτας και ετοίμαζαν σε χάρτινα πιάτα τους κλασικούς μεζέδες, ταραμοσαλάτα, τζατζίκι και φέτα με εληές πάνω σε χάρτινα τραπεζομάντηλα τυπωμένα με έναν γαλανό μαίανδρο.
Οι επιχειρηματίες έκλειναν τα μαγαζιά τους και έτρεχαν για ένα ντους στα σπίτια τους πριν έρθουν συν γυναιξί και τέκνοις για να συναντήσουν συμπατριώτες τους και να γλεντήσουν, ξοδεύοντας γενναιόδωρα στις λαχειοφόρες αγορές και τους πλειστηριασμούς, για να αγοραστεί ή να κτιστεί η τεράστια περιουσία τής παροικίας μας.
Εξάλλου, πόσα ειδύλλια δεν άρχισαν και πόσες λαμπρές οικογένειες δεν στήθηκαν σ’ εκείνους τους χορούς κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει, αλλά πρέπει να ήταν πολλές, γιατί έρως ανίκατε μάχαν και δεν μπορούσαν να κρυφτούν οι ερωτοχτυπημένοι.
Ομορφα χρόνια, αλλά και πολύ δύσκολα γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα μεγάλα έργα τής παροικίας και οι μεγάλες οικογενειακές περιουσίες κτίστηκαν τούβλο – τούβλο με πολύ κόπο. Ατέλειωτες ώρες στα μαγαζιά πάνω από τα καζάνια με το βραστό λάδι ή στα μιλκ μπαρ, με εκατομμύρια “yes, please” και “thank you” με το απαραίτητο χαμόγελο είτε είχαν τη διάθεση, είτε όχι.
Αναψυχή τους, ο χορός το Σάββατο, ο Πανελλήνιος στο Wentworth Park την Κυριακή και η εφημερίδα κάθε μέρα. Πόσα εκατομμύρια δολάρια να συγκεντρώθηκαν άραγε από το ζεστό σουβλάκι και την κρύα μπίρα για τα μεγάλα έργα τής παροικίας και πόσα δολάρια χάθηκαν για να στηριχθεί ο Πανελλήνιος και να μπορεί να φέρει έναν Λουκανίδη για να μαγεύει τις εξέδρες δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Αλλά, όπως είπαμε, ο Ελληνας τότε αγόραζε εφημερίδες, πολλές εφημερίδες. Αυτοί που έκλειναν αργά τα μαγαζιά τους, σχολνούσαν από βραδινή βάρδια, ή ανυπομονούσαν να διαβάσουν τις ειδήσεις και μικρές αγγελίες, πήγαιναν στο Taylor’s Square από τα μεσάνυχτα και ύστερα για ν’ αγοράσουν την εφημερίδα τους.
Δυστυχώς, αυτό το ενδιαφέρον έχει χαθεί και διαφωνώ κάθετα με αυτούς που λένε ότι οι πωλήσεις των εφημερίδων μειώθηκαν επειδή η πρώτη γενιά πεθαίνει. Αν υπολογίσουμε ότι μόνο το 10% των συμπαροίκων αγοράζουν εφημερίδες -και πολλοί είναι-, μόνον ένας στους δέκα από αυτούς που πεθαίνουν είναι αναγνώστες εφημερίδων μας!
Οταν κυκλοφόρησε η “Ελληνική Φωνή” δεν υπήρχε η καλωδιακή τηλεόραση που καθηλώνει την παροικία μπροστά στο χαζοκούτι για να παρακολουθεί μέρα – νύχτα τί λέει ο κάθε τενεκές στα παράθυρα των ελληνικών καναλιών ή να δει την εικοστή επανάληψη κάποιου σίριαλ. Ακούμε συχνά τα παράπονα συμπαροίκων για τα ελληνικά κανάλια, αλλά έχουν εθιστεί και δεν μπορούν να κάνουν το αυτονόητο, δηλαδή να σταματήσουν τη συνδρομή τους για να αναγκάσουν τους καναλάρχες να τα βελτιώσουν.
Εξάλλου, η ελληνική τηλεόραση είναι και ένα μεγάλο κόστος για το συνταξιούχο συμπάροικο, που προτιμά να μειώσει τις εφημερίδες που αγοράζει κάθε εβδομάδα, αν και σήμερα οι εφημερίδες μας δεν υστερούν σε τίποτε.
Κλείνω την παρένθεση όσον αφορά την κατάσταση τού Τύπου σήμερα αν και θα επανέλθουμε ίσως και με δικές σας απόψεις για το θέμα αυτό, για να επιστρέψω στην εποχή τής “Ελληνικής Φωνής” όπου στην Ελλάδα κυριαρχούσε το καθεστώς των συνταγματαρχών, ο Μακάριος στην Κύπρο και οι Εργατικοί στην Αυστραλία. Ομως, το 1974 άρχισαν δραματικές εξελίξεις με τον αρχηγό τής Λίμπεραλ αντιπολίτευσης, Μπιλ Σνέντεν, να αναγκάζει σε παραίτηση την Εργατική κυβέρνηση με διάλυση τού Κοινοβουλίου και εκλογές στις 18 Μαίου που κέρδισε ο Γκοφ Ουίτλαμ. Πιο συνταρακτικές ήταν οι εξελίξεις στην Ελλάδα και Κύπρο, όπου η ΕΟΚΑ Β’ έκανε πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου για να διώξει τον Μακάριο και με το πρόσχημα αυτό οι Τούρκοι εισέβαλαν στις 20 Ιουλίου και κατέλαβαν σχεδόν τη μισή Κύπρο. Αποτέλεσμα αυτής τής εθνικής καταστροφής ήταν η κατάρρευση τής χούντας στο τέλος τού Ιουλίου και η θριαμβευτική επιστροφή τού Κωνσταντίνου Καραμανλή που εγκαινίασε την περίοδο τής μεταπολίτευσης.
Με δύο ικανότατους δημοσιογράφους και ανταποκριτή στην Αθήνα το δημοσιογράφο φίλο τού Μυγδάλη και αργότερα εκδότη, Νίκο Ρίζο, η «Ελληνική Φωνή» πρωταγωνιστούσε στον τομέα των ειδήσεων που επειδή ήταν συγκλονιστικές είχαμε εγκαταστήσει αυτόματο τηλεφωνητή για να ενημερώνει τούς αναγνώστες όταν τα γραφεία μας ήταν κλειστά.
Ολα φαίνονταν καλά και ωραία, αλλά ο Τάκης Καλδής είχε κάθε λόγο να ανησυχεί, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα. Επειδή, στο περιβάλλον των εφημερίδων επικερδής εφημερίδα δεν είναι η καλύτερη, ούτε αυτή που πουλά τις περισσότερες εφημερίδες, αλλά αυτή που έχει τις περισσότερες διαφημίσεις και σ’ αυτό τον τομέα η “Ελληνική Φωνή” δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί τον “Κήρυκα”.
“Ελλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου”, λέμε οι Ελληνες και η “Ελληνική Φωνή” πολύ γρήγορα ξέμεινε από χρήματα, αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε. Τα γραφεία της ήταν σε έναν δρομάκο τού Ρέντφερν και εύκολη λεία για εγκληματικές ενέργειες, αφού δύο φορές αποπειράθηκαν να πυρπολήσουν τις εγκαταστάσεις της χωρίς επιτυχία, ενώ αντιμετωπίζαμε και προβλήματα με τη διανομη τής εφημερίδας. Συμπάροικοι αναγνώστες μας είχαν καταγγείλει πως όταν πήγαιναν να την αγοράσουν στο μαγαζί την εύρισκαν σκορπισμένη στους γειτονικούς δρόμους!
Παρόλα αυτά, τα γεγονότα εδώ και στην πατρίδα βοηθούσαν στις πωλήσεις. Ενα από αυτά ήταν ο ερχομός του Ανδρέα Παπανδρέου στην Αυστραλία και επειδή θα ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι τού Δημήτρη Καλομοίρη η “Ελληνική Φωνή” βρέθηκε δίπλα του, μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, ο Μυγδάλης πρωτοστατούσε στην οργάνωση ομάδας σωματοφυλάκων του. Φυσικά, ο λαύρος αρχηγός τού ΠΑΚ εντυπωσίασε τα πλήθη με τις ομιλίες του και έβαλε τις βάσεις για το μελλοντικό παράρτημα τού ΠΑΣΟΚ στο Σίδνει.
Το 1974, ο Γιώργος Τσερδάνης πήρε τη γενναία απόφαση να εκδόσει δική του εβδομαδιαία εφημερίδα, το “Νέο Κύμα”, που κυκλοφόρησε σε μια περίοδο που η “Ελληνική Φωνή” χαροπάλευε και κάθε Τετάρτη βράδι δούλευα για να στοιχειοθετήσω τα κείμενα τού “Κύματος” που κυκλοφορούσε κάθε Πέμπτη.
Πρώτος συνεργάτης τού Γιώργου ήταν ο Δημήτρης Οικονόμου, που μαζί με τον Τάσο Νεράντζη και τον Πάνο Γεωργίου, ξεκίνησαν τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία τους στο «Κύμα». Αλλά και η δημοφιλέστατη τηλεπαρουσιάστρια, κα Μαίρη Κωστακίδη, άρχισε να δημοσιογραφεί στο «Κύμα», όπου τα αθλητικά έγραφε ο προπονητής τότε Γιάννης Καλογεράς. Με το «Κύμα» συνεργάστηκε αργότερα και ο Λάμπης Πασχαλίδης όταν αποχώρησε από τον «Κήρυκα».
Να προσθέσω ότι ο Γιώργος είχε τη δημοσιογραφική επιτυχία να αναφερθεί τότε στην ομοσπονδιακή Βουλή από τον Εργατικό υπουργό, Κλάιβ Κάμερον, ένα προκλητικό άρθρο του που αφορούσε στους πρόσφυγες, ενώ ήταν και η σπάνια περίπτωση να πάρει γρήγορα κυβερνητική διαφήμιση που ποτέ δεν ήταν εύκολο πράγμα. Τελικά, όμως, αναγκάστηκε να πουλήσει το “Κύμα” στον επιχειρηματία συμπάροικο, Τάκη Θεοχαρίδη, που το κράτησε τρία χρόνια.
Στο μεταξύ, τα πράγματα στην “Ελληνική Φωνή” πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Το χαμόγελο είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπο τού Τάκη Καλδή, που σαν διευθυντής αγωνιούσε καθημερινά πώς θα πληρώσει για την εκτύπώση τής εφημερίδας, τους μισθούς και τα τρέχοντα έξοδα.
Από απόγνωση, ίσως, ο Μυγδάλης άρχισε σκληρές προσωπικές επιθέσεις εναντίον τού Θήο Σκάλκου, προσδοκώντας σε μια αντιπαράθεση που θα ανέβαζε το ενδιαφέρον τού αναγνωστικού κοινού. Ομως ήταν αρχή των αντιπαραθέσεων ανάμεσά μας, καθώς έφθιναν τα όνειρά μας και ο αρχικός ενθουσιασμός.
Οι προσπάθειες τού Μυγδάλη για μια δημόσια αντιπαράθεση με τον “Κήρυκα” δεν ευόδωσε επειδή ο συνετός Μεσσάρης συμβούλευσε τον Θήο Σκάλκο ότι δεν τον συμφέρει ν’ απαντήσει στις προκλήσεις για ν’ αποδειχτεί η άποψή μου, ότι ο «Κηρυκας» θα βρισκόταν σε καλύτερη θέση αν αργότερα είχε καλούς διευθυντές. Πιστεύω ακράδαντα ότι η επιτυχία κάθε ηγέτη και το μέγεθός της, είναι συνδεδεμένη με την ποιότητα των συμβούλων του.
Ηταν φανερό πια ότι η “Ελληνική Φωνή” δεν είχε μέλλον, το ενδιαφέρον εξανεμίστηκε, ο καθένας πήγαινε και ερχόταν κατά βούληση και κάποιοι ήδη σκέπτονταν εναλλακτικές λύσεις μετά την αναπόφευκτη χρεοκοπία.
Μπροστά σ’ αυτή την θλιβερή προοπτική, ο Βαγγέλης Περούλιας και εγώ μελετούσαμε τρόπους για ν’ αυξήσουμε τα εισοδήματα τής εφημερίδας και να προλαβουμε το κακό με τον μόνο τρόπο που γνωρίζαμε, τη στοιχειοθεσία άλλων εντύπων. Σ’ αυτή την προσπάθεια ανακαλύψαμε τη φωτοστοιχειοθεσία που τότε ήταν στα σπάργανα, αλλά είχε πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με την λινοτυπική. Κάναμε έρευνες, διαβάσαμε τόμους ενημερωτικού υλικού, ειδαμε τα μηχανήματα να εργάζονται, ζητήσαμε τιμές από αντιπροσωπείες για το κόστος των απαραιτητων μηχανημάτων και βγάλαμε το συμπέρασμα ότι με τη φωτοστοιχειοθεσία μπορούσαμε ν’ ανταγωνιστούμε με επιτυχία τις επιχειρήσεις στοιχειοθεσίας που χρησιμοποιούσαν λινοτυπικές.
Γράψαμε μια λεπτομερή έκθεση που ενέκριναν οι άλλοι συνάδελφοι και καλέσαμε σε σύσκεψη τούς εκδότες για να κάνουμε την πρότασή μας. Τα γράφω όλα αυτά, ίσως ανιαρά, επειδή έχουν μεγάλη σημασία όσον αφορά στην εξέλιξη των παροικιακών εντύπων.
Για να εφαρμόσουμε τα σχέδιά μας με τη φωτοστοιχειοθεσία ήταν αναγκαίο οι ιδιοκτήτες τής “Ελληνικής Φωνής” να διπλασιάσουν την επένδυσή τους στην εφημερίδα και το απέρριψαν. Η απόφασή τους ήταν δικαιολογημένη, επειδή τους ζητούσαμε να επενδύσουν χρήματά τους σε έναν τομέα πρωτοπορειακό, άγνωστο για όλους μας πέραν από τις όποιες έρευνές μας. Προφανώς δεν ήθελαν να διπλασιάσουν το κόστος τής επένδυσής τους στην “Ελληνική Φωνή”, που όπως έμαθα από τον κ. Κίκη Ευθυμίου είχε ζημίες δύο χιλιάδες δολάρια την εβδομάδα, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή εκείνη.
Μετά την απόρριψη και τής τελευταίας ελπίδας για τη σωτηρία τής εφημερίδας μας η ατμόσφαιρα είχε γίνει ανυπόφορη, αφού δεν ξέραμε τί μέλλει γενέσθαι, μέχρι που μια μέρα ο Τάκης Καλδής μου είπε ότι ο Χρήστος Λούης ήθελε να την αγοράσει για να διαφημίζει τους κινηματογράφους του. Το πίστεψα γιατί δεν υπήρχε λόγος να μου δώσει ψεύτικες ελπίδες που, έτσι κι αλλιώς ματαιώθηκαν ένα πρωινό, όταν πήγα ν’ ανοίξω τα γραφεία τής εφημερίδας και έμεινα με το στόμα ανοιχτό και τα κλειδιά στο χέρι.
Η κλειδαριά τής σιδερένιας πόρτας βρισκόταν στο πεζοδρόμιο και όταν μπήκα μέσα τα εξαρτήματα από τα μηχανήματά μας είχαν φτάσει στο γραφείο υποδοχής. Το θέαμα ήταν χειρότερο στο τυπογραφείο, με τα σπασμένα μηχανήματα, αλλά και τα τζάμια στα παράθυρα. Μόνο η λινοτυπική τού Περούλια είχε γλιτώσει από την μανία των καταστροφέων, γιατί περί μανιώδους επίθεσης επρόκειτο.
Ομως η “Ελληνική Φωνή” έπρεπε να κυκλοφορήσει και αρωγός ήρθε ο Πίτερ Αρώνης, λόγω τής αντιπαλότητάς του με τον Θήο Σκάλκο και μάς επέτρεψε να χρησιμοποιούμε τις δικές του εγκαταστάσεις για να ετοιμάζουμε την εφημερίδα μας, μέχρι ν’ αντικατασταθούν τα σπασμένα μηχανήματα.
Μετά την καταστροφή των μηχανημάτων της, οι μέρες τής “Ελληνικής Φωνής” ήταν μετρημένες. Το πήγαινε-έλα από το “Εθνικόν Βήμα” στην Ελίζαμπεθ Στριτ στο Ρέντφερν για την προετοιμασία της ήταν χρονοβόρο και ψυχοφθόρο, αλλά συνεχίζαμε και όπου πάει… Ενα βράδι, θάταν περίπου Μάρτιος 1975, με το Γιάννη Σκάλκο πήγαμε στα “Σάλωνα” οικογενειακώς να φάμε και πέσαμε πάνω στον αδελφό του που ήταν εκεί.
“Γιωργάκη, πώς τα πάτε στη ‘Φωνή’;” με ρώτησε ο Θήο χαμογελώντας ειρωνικά και τού απάντησα “μάς έσπασαν τα τζάμια και κρυώνουμε” πληρώνοντας με το ίδιο νόμισμα, αλλά πήρα μια απάντηση που δεν περίμενα:
“Τα μηχανήματα που σπάσανε είναι δικά μου γιατί έχω αγοράσει τη ‘Φωνή’!”.
Αυτό με αιφνιδίασε επειδή πίστευα ότι την εφημερίδα ήθελε να αγοράσει ο Χρήστος Λούης, που όπως αποδείχτηκε διαπραγματευόταν την αγορά εκ μέρους τού Θήο, ο οποίος πλήρωσε τότε $100.000 για την “Ελληνική Φωνή”.
Οταν μπήκε η ταφόπετρα στην εφημερίδα που με τόσες ελπίδες και ενθουσιασμό δημιουργήσαμε, μια καλή εφημερίδα που τής άξιζε καλύτερο μέλλον, ο καθένας πήρε τον δρόμο του. Ο Τάκης άρχισε να ασχολείται με τη δημιουργία πολυεθνικής ραδιοφωνίας, το σημερινό SBS, πριν εκλεγεί στην Ανω Βουλή ΝΝΟ το 1978, o Περούλιας μπήκε συνέταιρος σε ένα μεγάλο ντελικατέσεν στο Neutral Bay πριν παλιννοστήσει, o Μυγδάλης και ο Γκαλελής αγόρασαν ένα τυπογραφείο, ενώ εγώ αγόρασα μια λινοτυπική μηχανή.
Ο “Πανελλήνιος Κήρυκας” ήταν πανίσχυρος πια, με μεγάλη κυκλοφορία και τεράστια κέρδη, στη χρυσή εποχή τού παροικιακού Τύπου, γιατί καλωδιακή τηλεόραση δεν υπήρχε και τα ραδιοφωνικά προγράμματα ήταν λίγα και μικρής διαρκείας. Με τον Γιώργο Μεσσάρη στο τιμόνι, ο “Πανελλήνιος Κήρυκας” λειτουργούσε ρολόι και εξυπηρετούσε με το αζημίωτο, φυσικά, τις κοινωνικές και εμπορικές ανάγκες τού Ελληνισμού στο Σίδνει. Να υπενθυμίσω ότι η έκδοση τής Δευτέρας γινόταν ανάρπαστη επειδή κυκλοφορούσε με τα αποτελέσματα του ελληνικού πρωταθλήματος, λόγω διαφοράς τής ώρας πριν καν δημοσιευτούν στις αθηναϊκές εφημερίδες, ενώ η έκδοση τής Τετάρτης ήταν ένας θησαυρός διαφημίσεων.
Πώς μπορούσε να σκεφτεί κάποιος τότε ότι αυτή η μεγάλη εφημερίδα θα άλλαζε κάποτε όνομα, θα χρεοκοπούσε και θα σταματούσε για ένα διάστημα την κυκλοφορία της; Αλλά για όλα υπάρχει «ένας λόγος σοβαρός», όπως λέει το άσμα και όπως θα δούμε στη συνέχεια…
Τον καιρό εκείνο όλη η στοιχειοθεσία εντύπων από τις καθημερινές μεγάλες εφημερίδες μέχρι την πιο μικρή τυπογραφική εργασία γινόταν είτε με τυπογραφικά στοιχεία ή με τις λινοτυπικές, μια δαπανηρή, ανθυγιεινή, θορυβώδη και βρώμικη διαδικασία που χρειαζόταν πολύ χώρο για τα αναγκαία μηχανήματα και τα εξαρτήματά τους. Πολλές μικρές προαστειακές εφημερίδες, τυπογραφεία και εκδοτικοί οίκοι δεν είχαν δικές τους εγκαταστάσεις και χρησιμοποιούσαν ειδικές επιχειρήσεις στοιχειοθεσίας μια φορά την εβδομάδα, τον μήνα ή όποτε τις χρειάζονταν. Οι λινοτύπες ήταν ειδικευμένοι τεχνίτες με καλούς μισθούς και χρειάζονταν χρόνια για να εξειδικευτούν στην τέχνη τους, γι’ αυτό τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα μελετούσαν τρόπους για να μειώσουν το κόστος τής στοιχειοθεσίας τους.
Ν’ αναφέρω μόνο πως όταν άρχισα να εργάζομαι στον Advertiser τού Αντελάιντ, οι παλιοί λινοτύπες έρχονταν στη δουλειά με Μερσεντές και ένας μάλιστα με Ρολς Ρόις(!), επειδή δούλευαν με πολύ ευνοϊκούς όρους.
Τότε άρχισε να εμφανίζεται η φωτοστοιχειοθεσία και αφού είχα κάνει τις έρευνες για τη “Φωνή” πίστευσα ότι είναι η μέθοδος τού μέλλοντος που θ’ αχρηστεύσει τις λινοτυπικές. Αντίθετα με τα τυπογραφικά στοιχεία και τις λινοτυπικές, στη φωτοστοιχειοθεσία χρειάζονταν μερικά πληκτρολόγια που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν δακτυλογράφοι και ένα μηχάνημα επεξεργασίας που φωτογράφιζε σε χαρτί τη δουλειά των δακτυλογράφων. Χωρίς θόρυβο, με την καθαριότητα γραφείου, χωρίς ανθυγιεινές αναθυμιάσεις από το μείγμα μολύβδου και αντιμονίου και με μικρότερο μισθό από τους λινοτύπες, οι δακτυλογράφοι έπρεπε να μάθουν μόνο μερικούς κώδικες για την γραμματοσειρά, το μήκος τής γραμμής και το ύψος των γραμμάτων του κειμένου που δακτυλογραφούσαν πριν εμφανιστεί σε φωτογραφικό χαρτί.
Από περιέργεια μια μέρα, λοιπόν, πήγα σ’ έναν πλειστηριασμό τυπογραφικών μηχανημάτων για να δω αν υπάρχει ενδιαφέρον για το νέο σύστημα και ποιό είναι το κόστος του. Εκεί είδα τον Θήο Σκάλκο, αλλά τον απέφυγα επειδή δεν ήθελα να συζητώ το κλείσιμο τής «Ελληνικής Φωνής».
Ομως όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ, έρχεται ο Θήο κοντά μου και χωρίς να μιλήσει παίρνει ένα μπουκάλι Κόκα Κόλα που κρατούσα, ήπιε μια γουλιά σαν ένδειξη συμφιλίωσης, πως δεν μού κρατά κακία και είπε:
“Αστα αυτά εδώ και έλα στο γραφείο να δεις μια μηχανή που έχω και πώς μπορούμε να την εκμεταλλευτούμε”, λες και τού ζήτησα δουλειά! Τού απάντησα ότι θα το σκεφτώ, αν και με έβαλε σε πειρασμό, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι τα νεύρα μου θ’ άντεχαν ακόμη μια περιπέτεια ύστερα από την εμπειρία με τη “Φωνή”.
Για να μην πολυλογούμε, ο Θήο ήρθε ένα βράδι στο σπίτι μου και μού πρότεινε συνεταιρισμό, εκείνος, εγώ και ο αδελφός του Γιάννης για μια νέα επιχείρηση φωτοστοιχειοθεσίας με εγγυημένο μισθό μέχρι να δείξει κέρδη. Υποπτευόταν ότι η μέθοδος αυτή ήταν ικανοποιητική και συμφέρουσα οικονομικά, αλλά δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί τις συνέπειές της στην τυπογραφία, τις δυσκολίες στην εφαρμογή και το μεγάλο κόστος για την αγορά.
Αφού συμφωνήσαμε και πήγα στα γραφεία τού “Κήρυκα”, είδα νέα πρόσωπα όπως τον Βασιλάκη Πασσά που έμελλε να εξελιχθεί σε έναν από τους κορυφαίους μας αθλητικογράφους και εφημεριδοποιούς, δημοσιογράφους και αθλητικογράφους, τον Αγγελο Κούρλιο που επέστρεψε στα παλιά λημέρια του, τον Δημήτρη Τζουμάκα που κι’ αυτός άφησε το στίγμα του, τον Οδυσσέα Πλατύρραχο που τελικά ακολούθησε το δικό του δρόμο στον τραπεζικό τομέα και στα παροικιακά ΜΜΕ με την εφημερίδα των Κρητικών και δικό του ραδιοφωνικό σταθμό, τον Τάσο Νεράντζη, που εργάστηκε στη ραδιοφωνία SBS, τον Κύπριο Λεύκιο Κλεάνθους και τη συμπατριώτισσά του, Μαρία Χατζηγεωργίου, τον συνεργάτη μας σήμερα Μπάμπη Ράκη, αλλά και τον λογοτέχνη – ηθοποιό, Γιώργο Καζούρη, που εργαζόταν στο λογιστήριο, ενώ διευθυντής διαφημίσεων ήταν ο γνωστότατος στην παροικία μας, Γιώργος Αντωνίου. Να πω, όμως, ότι δεν θυμάμαι ακριβώς αν ήταν όλοι εκεί μαζί τότε, ή κάποιοι ήρθαν λίγο αργότερα.
Η φωτοστοιχειοθετική μηχανή τού “Κήρυκα” ήταν ένα πρωτόγονο μηχάνημα με τα σημερινά δεδομένα που χειριζόταν μια δύστροπη Νεοζηλανδέζα, η Λινέτ, η πιο γρήγορη δακτυλογράφος που έχω δει ποτέ, η οποία με πήρε από καλό μάτι και έγινε δασκάλα μου.
Αρχίσαμε, λοιπόν, την παραγωγή αγγλικών κειμένων και καθώς αυξανόταν ο φόρτος εργασίας, μάς βοηθούσε η αξέχαστη Τζόαν Μεσσάρη που στο μεταξύ είχε παντρευτεί τον Γιώργο και έγραφε τις αγγλικές σελίδες στον “Κήρυκα”, που είχε αρχίσει η Ντοόροθι Οικονόμου, αλλά μια Κυριακή απόγευμα που έπρεπε να εργαστούμε για να βγει η δουλειά, ξέσπασε κρίση.
Η Λινέτ ήρθε με δύο σκυλάκια παραμάσχαλα και ο Θήο που έτυχε να βρίσκεται στην είσοδο, τη ρώτησε πού πάει με τα σκυλιά. “Εχω δουλειά”, του απάντησε αυτή.
“Και νομίζεις ότι είναι ζωολογικός κήπος εδώ; Πάρε τα σκυλιά στο σπίτι και έλα πίσω να εργαστείς”, τής λέει, αλλά η Λινέτ δεν καταλαβαίνει τίποτε. “Χωρίς τα σκυλιά δεν ξανάρχομαι”, απαντά και φεύγει.
Εγώ δεν έχω ιδέα τί συμβαίνει και περιμένω την Λινέτ αμάν και πώς για να βγει η επείγουσα δουλειά, όταν ο Θήο μου λέει τα δυσάρεστα νέα. Εν πάση περιπτώσει, ήρθε η Τζόαν Μεσσάρη, ξενυχτήσαμε και η δουλειά έγινε, ενώ αργότερα προσλάβαμε και άλλες δακτυλόγράφους καθώς αυξανόταν η παραγωγή. Το φθηνότερο κόστος στοιχειοθεσίας που προσφέραμε ήταν μαγνήτης για τους εκδότες, αλλά τα μεγάλα κέρδη γίνονταν από την εκτύπωση των εντύπων, όπως για παράδειγμα την μεγάλη ιταλική εφημερίδα “Λα Φιάμα”, που αναλάβαμε να στοιχειοθετούμε και να τυπώνουμε.
Το μηχάνημα, όμως, άρχισε να αγκομαχά, οι στοιχειοθέτες διαμαρτύρονταν επειδή ήταν αργό και ειδοποίησα τον Θήο ότι οι δυνατότητες τής μηχανής ήταν πια περιορισμένες αν ήθελε ν’ αυξήσει την παραγωγή.
Μού ανέθεσε να βρω ένα πιο σύγχρονο μηχάνημα με μεγαλύτερες δυνατότητες και χωρίς να το συνειδητοποιήσω, με την εντολή αυτή ξεκίνησα μια πραγματική τεχνολογική επανάσταση στον Τύπο τής Αυστραλίας με ελληνική πρωτοβουλία.
Το 1976 ήταν καλή χρονιά για την παροικία στο Σίδνει που συνέχιζε το δημιουργικό έργο της, τους επιχειρηματίες της που με σκληρή δουλειά έφτιαχναν τότε τις περιουσίες που απολαμβάνουν σήμερα, τους εργάτες που αγόραζαν το πρώτο ή και δεύτερο σπίτι δουλεύοντας δύο βάρδιες άνδρας και γυναίκα για να το εξοφλήσουν στο άψε σβήσε και τον “Πανελλήνιο Κήρυκα” που γιόρτασε τα 50 χρόνια κυκλοφορίας με μεγαλοπρεπή δεξίωση στο Wentworth Hotel με επίσημους προσκεκλημένους τέσσερεις πρέμιερ πολιτειών, 15 ομοσπονδιακούς και πολιτειακούς υπουργούς, διπλωμάτες και την αφρόκρεμα τής κοινωνίας τού Σίδνει. Ο Θήο Σκάλκος μεσουρανούσε και τα αγγλόφωνα έντυπα τον παρομοίαζαν με τον Ρούπερτ Μέρντοκ, σαν μεγιστάνα του “έθνικ” Τύπου.
Αντίθετα με άλλους συναδέλφους, η σχέση μου με τον Θήο δεν ήταν ποτέ στενή και στηριζόταν μόνο στον αλληλοσεβασμό. Εγώ σεβόμουν τις προσπάθειες ενός συμπατριώτη μου για να προκόψει, ενώ εκείνος σεβόταν τις γνώσεις μου και την όποια προσφορά μου στην επιχείρησή του. Σε ένα ταξίδι μας στο Λονδίνο, μού απεκάλυψε ότι κάποιοι συνάδελφοι παραπονέθηκαν επειδή ποτέ δεν είχε υψώσει τη φωνή του όταν μού μιλούσε και τους απάντησε “αφού ο Γιώργος δεν μου δίνει αιτία γιατί να του βάλω τις φωνές;” Η αλήθεια είναι ότι δεν συμφωνούσα πάντα μαζί του, αλλά οι όποιες οι διαφωνίες μας δεν έπαιρναν έκταση και δημοσιότητα. Πάντως, στα τρία τελευταία χρόνια περίπου τής συνεργασίας, μάς συνέδεσε το κοινό ενδιαφέρον για τη νέα τεχνολογία που αγκαλιάσαμε με πάθος.
Τον καιρό εκείνο, πριν την ηλεκτρονική σελιδοποίηση, η έκδοση των παροικιακών εντύπων στηριζόταν στο κατάστημα “Σαλαπάτας” που τις τροφοδοτούσε με αθηναϊκές εφημερίδες από τις οποίες έμπειροι συντάκτες, όπως τον Τσερδάνη, ή τον Πασσά έκοβαν τις κυριότερες ειδήσεις και όση άλλη ενδιαφέρουσα ύλη χρειάζονταν, όπως άρθρα για την γυναίκα, την υγεία, πολιτικά, σταυρόλεξα, ακόμη και το ωροσκόπιο, που τα συναρμολογούσαν για να φτιάξουν τις λεγόμενες “ψόφιες” σελίδες. “Ζωντανές” ήταν οι σελίδες με τις ειδήσεις και άρθρα που έγραφαν οι δημοσιογράφοι μας, πολιτικά, κοινωνικά και αθλητικά.
Ομως, η ύλη από τις αθηναϊκές εφημερίδες ήταν δύο – τριών ημερών ή περισσότερο αν υπήρχε καθυστέρηση τού αεροπλάνου και ήταν ένα πρόβλημα που λύθηκε όταν ο Θήο Σκάλκος ανακάλυψε ένα σύστημα που μπορούσε να μεταφέρει δακτυλογραφημένα κείμενα από την Αθήνα στο Σίδνεϊ σε χρόνο μηδέν. Το συζητήσαμε και το αγόρασε, ενώ προσέλαβε τον χειριστή του έναν ικανό και ευσυνείδητο ηλεκτρονικό, τον Κεν Μίσινγχαμ. Το σύστημα αποτελούσαν δύο μηχανήματα, αποστολέα και αποδέκτη. Ο αποστολέας έστελνε με τηλεφωνική γραμμή το περιεχόμενο μιας διάτρητης ταινίας με το δακτυλογραφημένο κείμενο και ο αποδέκτης κατασκεύαζε ένα ακριβές αντίγραφο τής ταινίας που χρησιμοποιούσαμε για να τυπωθεί το κείμενο στο μηχάνημα φωτοστοιχειοθεσίας.
Αμ έπος, αμ’ έργον, ο Θήο πήγε στην Ελλάδα και ενοικίασε ένα γραφείο επί τής οδού Νίκης, ένα βήμα από την Πλατεία Συντάγματος, πάνω από το εστιατόριο “Διεθνές” για όσους γνωρίζουν την Αθήνα, ενώ το μηχάνημα με τα εξαρτήματά του, που μεταφέρθηκαν αεροπορικώς, ανάλαβα να τα εκτελωνίσω και να εγκαταστήσω. Δεν θα αναφερθώ στις πολυήμερες προσπάθειές μου να τα εκτελωνίσω αντιμετωπίζοντας το απροσπέλαστο τείχος τής γραφειοκρατίας στην Ελλάδα, αρκεί να πω ότι κάποιοι έμποροι που με έβλεπαν κάθε μέρα κι’ όλη μέρα στα γραφεία τού αεροδρομίου, νόμιζαν ότι είμαι εκτελωνιστής και ζητούσαν τη βοήθειά μου!
Τελικά κατάφερα να πάρω τα μηχανήματα και επειδή δεν ήξερα γρυ από ηλεκτρονικά, μου έλεγε τις οδηγίες ο Κεν από το τηλέφωνο στο Σίδνει και κάναμε τη σύνδεση. Το πρώτο και ιστορικό για την εφημερίδα κείμενο από την Αθήνα στο Σίδνεϊ ήταν ένα προσωπικό μήνυμά μου στο Θήο, που πιστεύω ότι το είχε φυλάξει. Ετσι, ο “Πανελλήνιος Κήρυκας” και η “Νέα Πατρίδα” ήταν οι πρώτες εφημερίδες τής Αυστραλίας με γραφείο στην Αθήνα.
Με το νέο σύστημα, η αντιπρόσωπός μας δακτυλογραφούσε τις σημαντικότερες ειδήσεις που άκουγε στο ραδιόφωνο, αλλά και αυτές που αντέγραφε από τις αθηναϊκές εφημερίδες με αποτέλεσμα να έχουμε “φρέσκες” ειδήσεις και άλλη επίκαιρη ύλη πριν φτάσουν οι εφημερίδες στην Αυστραλία.
Στο μεταξύ συνέχισα τις προσπάθειες να βρω ένα νέο σύγχρονο μηχάνημα φωτοστοιχειοθεσίας για να αντικαταστήσουμε το παλιό που δεν ανταποκρινόταν πια στις ανάγκες μας και ανακάλυψα το εξής παράδοξο. Οτι μια από τις δύο εταιρείες που κυρίως κατασκεύαζαν λινοτυπικές, η Mergenthaler στο Λονδίνο, προβλέποντας το μοιραίο τέλος των μηχανών της με την πρόοδο τής φωτοστοιχειοθεσίας, κατασκεύασε η ίδια ένα πολύ καλό και ταχύτατο μηχάνημα φωτοστοιχειοθεσίας, το LINOTRON (φωτό). Ο Θήο αμέσως άρχισε διαπραγματεύσεις με την αντιπροσωπεία τής εταιρείας στο Σίδνεϊ για την αγορά τής μηχανής και βρήκε ευνοϊκή ανταπόκριση επειδή οι Αγγλοι ήθελαν να το χρησιμοποιήσουν σαν έκθεμα για να βοηθήσει στις πωλήσεις τους.
Ο Θήο ήταν τόσο παθιασμένος με τη νέα τεχνολογία, που δεν λογάριαζε ούτε κόστος, ούτε δυσκολίες για να την αποκτήσει. Επειδή είχε τη συνήθεια πριν πάει να κοιμηθεί να περνά πρώτα από την εφημερίδα για να κάνει έλεγχο, ένα βράδι τα μεσάνυχτα είδε πως το μηχάνημα φωτοστοιχειοθεσίας δεν λειτουργούσε παρά τις προσπάθειες των στοιχειοθετών και με ξύπνησε για να πάω να το επισκευάσω. Αυτό συνέβαινε τακτικά και επειδή χρειάστηκα κάποιο διάστημα να το βάλω σε λειτουργία, όταν το πέτυχα μου είπε “αν ήξερα αυτές τις δυσκολίες θα το σκεφτόμουν πολύ πριν το αγοράσω!”
Ομως, αυτό δεν είναι η όλη ομορφιά τής προόδου; Αν οι πρωτοπόροι ερευνητές και εξερευνητές, οι οραματιστές επιστήμονες και επιχειρηματίες υπολόγιζαν τις δυσκολίες που πιθανόν θ’ αντιμετώπιζαν και δεν έκαναν τίποτε, πού θα βρισκόταν σήμερα η ανθρωπότητα; Η πρόοδος, η εξέλιξη σε όλους τους τομείς τής ανθρώπινης δραστηριότητας δεν είναι μια συνεχής περιπέτεια; Αλίμονό μας αν όλοι περίμεναν εκ τού ασφαλούς την πρόοδο, τον εκσυχρονισμό και την εξέλιξη.
Τελοσπάντων, αφού η απόφαση πάρθηκε βρεθήκαμε στο Λονδίνο προσκεκλημένοι τής εταιρείας, που οι διευθυντές της μάς επεφύλαξαν θερμή φιλοξενία όχι μόνο επειδή θα πωλούσαν ένα μηχάνημά τους στην μεγάλη τιμή για την εποχή εκείνη των $250.000 αν δεν κάνω λάθος (όσα χρήματα πλήρωσε ο Θήο Σκάλκος για ν’ αγοράσει το μερίδιο τού Καλομοίρη!), αλλά και γιατί μ’ αυτό άνοιγαν την αγορά τους στην Αυστραλία.
Φυσικά, τις διαπραγματεύσεις για την αγορά έκανε στο Λονδίνο ο Θήο, ενώ εγώ που τον συνόδευα προσπαθούσα να μάθω όσο πιο πολλά μπορούσα για τη λειτουργία τού μηχανήματος και να μεταφέρω τις γνώσεις μου στις συναδέλφους στοιχειοθέτες, σε βαθμό που όταν έφτασε στο Σίδνει το μηχάνημα είμασταν έτοιμοι να το λειτουργήσουμε αμέσως. Εξάλλου, για την τεχνική μου κατάρτιση και να δω πώς λειτουργεί το σύστημα, η εταιρεία οργάνωσε μια περιοδεία μου σε μεγάλα τυπογραφεία σε ευρωπαϊκές χώρες που ήδη είχαν εγκαταστήσει το μηχάνημα και επισκέφθηκα την Ολλανδία, τη Σουηδία και Ελβετία, πριν ταξιδεύσω στη Ρώμη για τη δημιουργία γραφείου τής Λα Φιάμα, όπως το δικό μας στην Αθήνα για την μεταφορά κειμένων.
Εκτός από τις γνώσεις που απέκτησα για το μηχάνημα στις χώρες αυτές, εξακρίβωσα και πόσο καθυστερημένοι είμασταν στην Αυστραλία τεχνολογικά, αλλά και εργασιακά. Πρώτ’ απ’ όλα με εντυπωσίασε η καθαριότητα στα τυπογραφεία αυτά, που μερικά λεπτά μετά την εκτύπωση τής εφημερίδας μπορούσες να φάς από το πάτωμα, τα πιεστήρια ήταν σαν καινούργια και τα εργαλεία έλαμπαν τοποθετημένα στον τοίχο. Οι καντίνες τους δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από καλά εστιατόρια με ποικιλία φαγητών σε ένα ευχάριστο, ευάερο περιβάλλον και στο πάρκινγκ των εργαζομένων δεν έβλεπες παλιό αυτοκίνητο.
Αλλά εκείνο που μ’ ενθουσίασε στη Σουηδία ήταν το θέαμα παιδιών στα πόδια των μανάδων τους στοιχειοθετών να διαβάζουν ή να παίζουν παιχνίδια, ήσυχα, πειθαρχημένα. Το τόνισα στο Σουηδό διευθυντή τού τμήματος που με ξεναγούσε και μου είπε ότι οι μητέρες είναι πιο ευτυχείς και πολύ πιο παραγωγικές όταν έχουν τα παιδιά κοντά τους. Ανοιξε, μάλιστα, ένα ψυγείο αποκλειστικό για τα παιδιά φορτωμένο με φρούτα, ποτά και θρεπτικές τροφές, τού πουλιού το γάλα που λέμε και πραγματικά ζήλεψα τούς Σουηδούς πολίτες. Μετά από αυτή την εμπειρία δεν θα πιστέψω ποτέ ότι η καλή μεταχείριση τού εργάτη μπορεί να καταστρέψει μια εταιρεία ή ένα έθνος, όπως έλεγαν οι κλέφτες που κατέστρεψαν την παγκόσμια οικονομία. Οι εργαζόμενες μητέρες στη Σουηδία με έπεισαν ότι ευτυχισμένος εργάτης σημαίνει μεγαλύτερη παραγωγή και κέρδη για τις επιχειρήσεις και το έθνος.
Η άφιξη τής μηχανής φωτοστοιχειοθεσίας στα γραφεία μας ήταν μια ιστορική στιγμή για τον “Πανελλήνιο Κήρυκα” και έστω από ανάγκη η υποδοχή της έγινε με συμβολικό τρόπο. Λόγω τού μεγέθους της, αναγκαστήκαμε να βγάλουμε ένα παράθυρο και να σπάσουμε τον τοίχο, όπως έκαναν στην υποδοχή των Ολυμπιονικών στην αρχαία Ελλάδα για να μπορέσουμε να την τοποθετήσουμε στον πρώτο όροφο τού κτηρίου στο Μπροντγουέι. Ο Θήο Σκάλκος έφερε έναν τεράστιο γερανό για να σηκώσει το μηχάνημα που σταμάτησε σχεδόν την κυκλοφορία επί τής Parramatta Road και έκανε ο ίδιος τον τροχονόμο για να μη συμβεί δυστύχημα. Ηταν, όμως, και μια ιστορική στιγμή για όλα τα παροικιακά έντυπα που χωρίς τη φωτοστοιχειοθεσία και την ηλεκτρονική σελιδοποίηση αργότερα, αμφιβάλω πολύ αν σήμερα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το απαγορευτικό κόστος τής μεθόδου με τα μέταλλα.
Ομως, από ενθουσιασμό, είχαμε βουτήξει σε βαθιά νερά και έπρεπε να μάθουμε να κολυμπούμε πολύ γρήγορα για να μην πνιγούμε, επειδή οι δουλειές έρχονταν γρήγορα η μια μετά την άλλη και δεν προλαβαίναμε να προσλαμβάνουμε προσωπικό για να το εκπαιδεύσουμε στην νέα τεχνολογία και να ανταποκριθούμε στη ζήτηση. Εκτός από προαστειακές εφημερίδες, την ιταλική Λα Φιάμα, την κροατική Νοβόστι κλπ., αναλάβαμε το Trottguide, μια μεγάλη και δύσκολη εφημερίδα, αλλά και μικρές εκδόσεις όπως το μηνιαίο φιλολογικό Quadrant που αρχισυντάκτης του τότε ήταν ο Λίμπεραλ πολιτικός και συμπαθέστατος διανοούμενος, Πίτερ Κόλμαν, πεθερός τού πρώην Θησαυροφύλακα, Πίτερ Κοστέλο. Το βράδι πριν την ημέρα έκδοσης θα μάς βλέπατε τους δύο καθισμένους στο πάτωμα με τις σελίδες τού περιοδικού απλωμένες για να κάνουμε τον τελευταίο έλεγχο.
Πολύ γρήγορα ο επάνω όροφος στο κτήριο τού “Πανελληνίου Κήρυκα” με την μηχανή φωτοστοιχειοθεσίας γέμισε από πληκτρολόγια και ειδικά τραπέζια για τη σελιδοποίηση που γινόταν με το χέρι, αλλά παραδόξως για τις ελληνικές εφημερίδες μας ακόμη χρησιμοποιούσαμε τις λινοτυπικές ως επί το πλείστο, επειδή υπήρχε κάποια αντίσταση στην εξέλιξη. Ομως, η σελίδοποίηση γινόταν με χαρτιά πια και όχι με μέταλλα.
Στο μεταξύ, αναβαθμίσαμε το γραφείο μας στην Αθήνα ενοικιάζοντας ένα καλό διαμέρισμα επί τής οδού Απόλλωνος στο Σύνταγμα και ο Μάκης Ελυμπος διορίστηκε ανταποκριτής μας, αλλά αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα και ένα Σάββατο έφθασα στην Αθήνα για να κάνω έλεγχο. Αφού συζήτησα τα προβλήματα με τον Μάκη, τηλεφώνησα στη Ντόροθι Οικονόμου, κόρη των φίλων μου Γιάννη και Αλικης, που εργαζόταν στην Αθήνα. Μου είπε ότι εκείνο το βράδι έδινε συναυλία λαϊκής μουσικής στον Λυκαβηττό ο Σταύρος Ξαρχάκος με την Σωτηρία Μπέλου και άλλους καλλιτέχνες, αλλά όταν φθάσαμε εκεί γινόταν το έλα να δεις από το πλήθος κόσμου και αφού δεν μπορούσαμε να μπούμε στον υπαίθριο χώρο τής συναυλίας, προχωρήσαμε και καθήσαμε πίσω από συρματοπλέγματα για ν’ ακούμε τουλάχιστον, έστω χωρίς να βλέπουμε. Ομως ξαφνικά είδαμε κάποιους να μπαίνουν μέσα στο χώρο κάτω από τα συρματοπλέγματα, κάναμε και εμείς το ίδιο για να βρεθούμε πάνω σε ένα ύψωμα απέναντι από το ακροατήριο και τους καλλιτέχνες και πίσω από την πλάτη τού Ξαρχάκου. Ηταν μια καταπληκτική συναυλία, μια μουσική πανδαισία, ένα προσκύνημα στο λαϊκό τραγούδι και η Ντόροθι έβαλε τα κλάματα: “Γι’ αυτό δεν θέλω να επιστρέψω στην Αυστραλία”, έλεγε επειδή σε μερικές ημέρες επρόκειτο να επιστρέψει κοντά στους γονείς της. Μετά την συναυλία πήγαμε για δείπνο σε μια ταβέρνα και όταν χωρίσαμε τής είπα να δώσει χαιρετισμούς στην οικογένειά μου, αλλά πού να ήξερα τί με περίμενε…
Οταν έφθασα στο ξενοδοχείο μου απέναντι από το γραφείο μας, στο μπαλκόνι με περίμενε ώρα μια το πρωί ο Μάκης Ελυμπος για να μου φωνάξει πώς πήραν φωτιά οι εγκαταστάσεις τού “Πανελληνιου Κήρυκα” και να τηλεφωνήσω στον Θήο Σκάλκο, που μου έδωσε εντολή να επιστρέψω αμέσως στο Σίδνεϊ, έστω “στο φτερό τού αεροπλάνου”, όπως μού είπε. Εφτασα Σάββατο πρωί, λοιπόν, στην Αθήνα και Κυριακή επιβιβάστηκα σε αεροπλάνο τής Qantas για την επιστροφή πριν από την Ντόροθι!
Οταν πήγα στα γραφεία μας στο Σίδνει, ευτυχώς η φωτιά είχε περιοριστεί στο δωμάτιο τής μηχανής φωτοστοιχειοθεσίας που ήταν μια θλιβερή εικόνα κατάμαυρη από τον καπνό.
Οπως ήταν φυσικό η φωτιά μάς δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στην παραγωγή, αφού έπρεπε ν’ ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας και τότε εργαζόμουν 20 ώρες το 24ωρο, πολλές φορές κοιμώμουν σε έναν καναπέ, αλλά πρέπει να πω ότι είχαμε ευσυνείδητους και φιλότιμους στοιχειοθέτες, ως επί το πλείστο γυναίκες, που εργάζονταν μέρα νύχτα για να βγει η δουλειά.
Όμως, όταν η ασφάλεια ανακαίνισε εκ βάθρων το χώρο και ήρθε το νέο μηχάνημα είχαμε την πιο σύγχρονη αίθουσα στοιχειοθεσίας με την τελευταία λέξη τής τεχνολογίας. Για να πάρετε μια ιδέα, θα αναφέρω μόνο ότι κάτω από κάθε πλακάκι στο πάτωμα ήταν ένας γρύλος και μιλάμε για εκατοντάδες πλακάκια που έπρεπε να είναι απόλυτα αλφαδιασμένα για τις δονήσεις που προκαλούσαν τα μηχανήματα. Εξάλλου, δεχόμασταν επισκέπτες από μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα και τυπογραφεία που ήθελαν να δούν την απόδοσή μας πριν επενδύσουν τεράστια ποσά στην φωτοστοιχειοθεσία. Ηταν μια πραγματικη επανάσταση με ελληνική πρωτοβουλία που την υιοθέτησαν όλες οι εφημερίδες και περιοδικά.
Αλλά, όπως έγραψα πιο πάνω, δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε όλα τα προβλήματα που θα παρουσίαζε μια τεχνολογική επανάσταση και ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα ήταν η αποθήκευση και ταξινόμηση χιλιάδων κειμένων που στοιχειοθετούσαμε για όλα τα έντυπα. Ηταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα να εντοπίσουμε τα κείμενα ενός εντύπου παρόλο που τους δίναμε έναν αριθμό, μέχρι που μάθαμε ότι σε μεγάλο πλειστηριασμό τυπογραφικών μηχανημάτων στο Λας Βέγκας υπήρχε ένα σύστημα αποθήκευσης δεδομένων. Ο Θήο έστειλε στο Λας Βέγκας έναν έμπιστό του συνεργάτη, τον Νίκο Σμυρνή, που τώρα διαπρέπει στην Ελλάδα σαν ιδιοκτήτης μεγάλου τυπογραφείου και χωρίς να το δούμε αγοράσαμε το μηχάνημα με τα μεγάλα προβληματά του.
Το μηχάνημα ήταν η πρωτόγονη μορφή τού σημερινού σκληρού δίσκου στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όμως ενώ σήμερα έχει το μέγεθος μιας ανοιχτής παλάμης περίπου, το μηχάνημα που αγοράσαμε ήταν μια στίβα δίσκων που ο καθένας τους είχε το μέγεθος ενός μεγάλου στρογγυλού ταψιού και μια βελόνα σαν του γραμμοφώνου που εκινείτο με τεράστια ταχύτητα για να εντοπίσει το ζητούμενο κείμενο.
Στη θεωρία το μηχάνημα ήταν πολύ καλό, αλλά στην πρακτική άχρηστο αφού κανείς δεν μπορουσε να το λειτουργήσει. Φέραμε προγραμματιστές υπολογιστών από την Αυστραλία που προσπάθησαν, φέραμε από την Ελλάδα ένα ανδρόγυνο προγραμματιστών που δουλευαν σκληρά με το κεφάλι κάτω ατέλειωτες ώρες χωρίς να μπορέσουν να λύσουν το γόρδιο δεσμό και για να μην μακρυγορούμε το πανάκριβο μηχάνημα θα κατέληγε στη χωματερή αν δεν μαθαίναμε ότι στο Κάιρο εργάζονταν δύο ιρανοί προγραμματιστές ειδικοί σε τέτοια μηχανήματα. Ο ηλεκτρονικός μας, Κεν Μίσινγχαμ, ταξίδεψε στο Κάιρο, συζήτησε το πρόβλημα με τους ιρανούς και σε μερικές εβδομάδες ήρθαν για να θέσουν σε λειτουργία το μηχάνημα.
Ο “Πανελλήνιος Κήρυκας” μονοπωλούσε τον παροικιακό Τύπο με τεράστια οικονομικά ωφέλη, χωρίς να υπολογίσουμε τα κέρδη από το τυπογραφείο και ο ιδιοκτήτης του, Θήο Σκάλκος, σε ηλικία μόνο 43 ή 44 χρονών τότε είχε κάνει πραγματικότητα τα όνειρά του με ευφυείς χειρισμούς, σωστές ενέργειες, αλλά και σκληρή εργασία. Πίστευα τότε ότι βρισκόταν καθ’ οδόν για μεγαλύτερα ακόμη επιτεύγματα, επειδή δεν φοβόταν το ρίσκο και ήταν λάτρης τής τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά αυτή η παντοδυναμία του τον έκανε να πιστέψει ότι ήταν αλώβητος. Πολλές φορές είχε πει ότι θα έφτιαχνε εφημερίδα χωρίς δημοσιογράφους χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες της νέας τεχνολογίας και πόσο θα το ‘θελαν αυτοί που θέλουν να φιμώσουν τον Τύπο!
Στο μεταξύ, όμως, χωρίς να καταλάβει τις αρνητικές επιπτώσεις ο Θήο είχε αρχίσει να χάνει σημαντικά στελέχη του και θα το πλήρωνε ακριβά στο μέλλον. Είχαν ήδη αποχωρήσει κορυφαίοι δημοσιογράφοι όπως ο Τάκης Καλδής και ο Βαγγέλης Μυγδάλης, ακολούθησαν ο Πλατύρραχος, ο Τζουμάκας και ο Χατζηανέστης ειδικά, που μπορούσε να επιρρεάσει τον Θήο κατά κάποιο τρόπο, έφυγε ο Λάμπης Πασχαλίδης επειδή έγραψε ένα αντιεβραϊκό σχόλιο και τέλος έφυγαν ο Γιώργος και η Τζόαν Μεσσάρη, αλλά και ο αδελφός του Γιάννης. Ολες αυτές οι αποχωρήσεις προκάλεσαν ρωγμές στην πανοπλία του και έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνος του πια τον κίνδυνο κάθε επιτυχημένου να τού κόψουν τα πόδια από το γόνατο οι εχθροί. Ο Θήο αναμφισβήτητα ήταν σκληρό καρύδι και δεν υποχωρούσε με τίποτε, όμως επρόκειτο να βρει μπροστά του έναν πολύ δύσκολο αντίπαλο, χωρίς να έχει δίπλα του τούς πολύτιμους συνεργάτες που χρειαζόταν για να τον συμβουλεύουν και έπρεπε να βολευτεί με αυτούς που είχε. Και αυτοί που είχε, με εξαίρεση το σοφό Πάνο Γεροντάκο, δεν φάνηκαν ανάλογοι των περιστάσεων.
Πριν λήξει η δεκαετία τού ’70 μαύρα σύννεφα άρχισαν να συσσωρεύονται πάνω από τον “Πανελλήνιο Κήρυκα” και πολύ γρήγορα θ’ άρχιζε να βάζει νερά από παντού επειδή, όπως είπαμε, η έξοδος κορυφαίων στελεχών του τον είχε αποδυναμώσει διοικητικά και δημοσιογραφικά, αλλά η εφημερίδα εξακολουθούσε να μονοπωλεί τον παροικιακό Τύπο ελλείψει αντιπάλου. Αλλωστε, στο μεταξύ, ο Θήο Σκάλκος, είχε συνάψει φιλικές και επιχειρηματικές σχέσεις με τον μεγιστάνα των Αυστραλιανών μέσων επικοινωνίας, Ρούπερτ Μέρντοκ, που τον βοήθησε να επεκτείνει το συγκρότημά του στη Μελβούρνη με μεγάλο τυπογραφείο, κάνοντας ανταγωνισμό στη μεγάλη ομογενειακή εφημερίδα τής Αυστραλίας, τον “Νέο Κόσμο” και σάς παρακαλώ να το κρατήσετε αυτό επειδή προέκυψαν συνέπειες.
Πάντως, τα προβλήματα για τον “Πανελλήνιο Κήρυκα” άρχισαν σχεδόν με την άφιξη στην Αυστραλία του νέου Αρχιεπισκόπου, κ. Στυλιανού Χαρκιανάκη, ενός ιερωμένου με πυγμή, που όπως τον Θήο Σκάλκο δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και η σύγκρουση αποδείχτηκε αναπόφευκτη.
Θυμάστε σε προηγούμενο δημοσίευμα που ανέφερα ότι ο Θήο με πήρε να δούμε ένα σπίτι στο Μάρικβιλ που προώριζε για δίγλωσσο κολλέγιο; Επειδή δεν μού ξαναμίλησε γι’ αυτό το θέμα, πίστευα ότι είχε εγκαταλείψει την ιδέα, αφενός επειδή ήταν πολύ δύσκολο να την πραγματοποιήσει και αφ’ ετέρου δεν χρειαζόταν ακόμη έναν μπελά στο κεφάλι του. Ομως ο Θήο δεν είχε παραιτηθεί από τη φιλοδοξία αυτή και σύμφωνα με τον μύθο ζήτησε από τον μακαριστό Στυλιανό να συνεταιριστούν για την ίδρυση τού κολλεγίου. Υποτίθεται ότι ο Αρχιεπίσκοπος τού απάντησε πως η Εκκλησία δεν κάνει συνεταιρισμούς με ιδιώτες και ο Θήο άρχισε τον πόλεμο εναντίον του.
Πρέπει να πω ότι μέχρι που παραιτήθηκα από το συγκρότημα του “Πανελληνίου Κήρυκα” το 1979 δεν γνώριζα τίποτε γι’ αυτή την υπόθεση, επειδή δεν ανήκα στον εσωτερικό κύκλο των συμβούλων του και δεν δημοσιογραφούσα, άρα στηρίζομαι σε φήμες από καλές πηγές και μπορώ να πω ότι ο Θήο δεν άρχισε τον πόλεμο επειδή ο Στυλιανός αρνήθηκε συνεργασία για το κολλέγιο. Ο Θήο Σκάλκος ήταν αρκετά ευφυής για να γνωρίζει ότι ο Στυλιανός δεν ήταν υποχρεωμένος να συνεργαστεί μαζί του. και άλλωστε ο Θήο δεν είχε ανάγκη το κολλέγιο.
Πιο πιθανή αιτία είναι πως η απόπειρά του να επιβληθεί από την αρχή στο νέο ιεράρχη ενόχλησε τον κ. Στυλιανό. Οπως φαίνεται, σε μεταξύ τους συζήτηση ειπώθηκαν πράγματα που δεν έπρεπε, ή πως κάποιος καλοθελητής μετέφερε στο Θήο κάποιο υποτιμητικό χαρακτηρισμό που είπε ή και δεν είπε ο Αρχιεπίσκοπος. Με την ισχύ που τού έδινε η εφημερίδα ο Θήο αντέδρασε οργισμένα και επειδή δεν υπήρχε κανείς να τον συμβουλεύσει ότι πρέπει να τηρήσει την ψυχραιμία του μπροστά σε έναν επικίνδυνο αντίπαλο, άρχισε να βάλλει εναντίον τού Στυλιανού από τις στήλες τής εφημερίδας του. Μετά την αποχώρησή μου και των άλλων στελεχών, ο Θήο κατέφυγε υποχρεωτικά σε ανθρώπους που δεν ήξεραν, ή δεν ήθελαν να τον προστατεύσουν, όπως είχαν καθήκον. Βέβαια, είχε προσλάβει τον Ικαρο Κυριάκου, που εξελίχθηκε σε πολύ καλό διευθυντή εφημερίδας με τεχνικές και δημοσιογραφικές ικανότητες, αλλά και τον Κώστα Ποτήρη, ικανό δημοσιογράφο και οι δύο σοβαροί άνθρωποι που ποτέ δεν θα κατέφευγαν στο λίβελλο, αλλά τα διευθυντικά πόστα ήταν κατειλημμένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι με αρχισυντάκτες τον Γιώργο Τσερδάνη ή τον Μπάμπη Ράκη, που από άνοια δεν ανέφερα σε προηγούμενα δημοσιεύματα, ο “Πανελλήνιος Κήρυκας” δεν είχε μηνυθεί για λίβελλο. Να αναφέρω ακόμη ότι ο Θήο δεν πλήρωσε ακριβά μόνο λιβελλογραφήματα εναντίον τού Αρχιεπισκόπου, αλλά και για λιβέλλους εναντίον άλλων με τους οποίους είχε διαφορές.
Σε μια συζήτησή μας κάποτε, ο Θήο μου είχε πει ότι “για να πετύχεις στις επιχειρήσεις χρειάζεσαι έναν καλό λογιστή και έναν καλό δικηγόρο”, λόγια προφητικά αφού αργότερα πλήρωσε μια περιουσία σε λογιστές και δικηγόρους…
Στο σημείο αυτό επιτρέψετέ μου να ανοίξω μια παρένθεση για να αναφερθώ στο πάντα επίκαιρο θέμα τού λιβέλλου, που τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. Λίβελλος είναι μια ψευδής καταγγελία που θίγει την αξιοπρέπεια κάποιου ή και τον βλάπτει οικονομικά. Θα ρωτήσει, λοιπόν, κάποιος: Μα δεν μπορούσε ο Θήο ν’ ασκήσει κριτική στους αντιπάλους του χωρίς να τους πληρώσει ακριβά στο τέλος; Βεβαίως και μπορούσε αν είχε ανθρώπους που ήξεραν τί γράφουν. Ο Θήο ήταν ικανότατος για πολλά πράγματα, αλλά δεν ήταν δημοσιογράφος και φυσικά στηριζόταν σ’ αυτούς που πλήρωνε για να τον εκφράζουν. Από όσο τον γνωρίζω, ποτέ δεν υπαγόρευε τί θα γράψεις, απλά σού έλεγε τί ήθελε και εσύ έγραφες το άρθρο. Οι άσχετοι θεώρησαν καλό να συκοφαντήσουν τους αντιπάλους του για να τον ευχαριστήσουν ή επειδή δεν ήξεραν να το κάνουν διαφορετικά.
Στα 31 σχεδόν χρόνια υπηρεσίας μου στον “Κόσμο”, πολλές φορές χρειάστηκε να απαντήσω και συνήθως σκληρά στους εχθρούς τής εφημερίδας μας, αλλά το έκανα χωρίς να πληρώσουν ούτε ένα σεντ αποζημίωση οι εκδότες, επειδή αποφεύγω τον λίβελλο για να προστατεύσω την αξιοπιστία μου, αλλά και το συμφέρον τού εργοδότη μου. Βλέπετε, ο Τύπος είναι η τέταρτη εξουσία και ο νόμος επιτρέπει στο δημοσιογράφο να γράψει όποια καταγγελία εναντίον οποιουδήποτε εφόσον έχει στη διάθεσή του αποδεικτικά στοιχεία και αυτό το βλέπουμε στα αγγλόφωνα έντυπα σχεδόν κάθε μέρα με τις αποκαλύψεις τους για μοιχείες, πλαστογραφίες, παρανομίες, σπατάλες δημοσίου χρήματος κλπ. κλπ.
Επιπλέον, το Σύνταγμα, που προστατεύει την ελευθερία τού λόγου, επιτρέπει στο δημοσιογράφο να διαφωνήσει και να ασκήσει κριτική στις δηλώσεις και ενέργειες δημοσίων προσώπων χωρίς αυτό να θεωρείται λίβελλος. Το γεγονός ότι κάποιοι στην παροικία μας συγχέουν την κριτική ή την διαφωνία με τον λίβελλο, είναι άλλη ιστορία και έχει να κάνει περισσότερο με τον πληγωμένο εγωισμό τους και την ματαιοδοξία τους, παρά με το γράμμα τού νόμου.
Εδώ στον “Κόσμο” γράψαμε πράγματα που έχουν εξοργίσει αρχιεπισκοπικούς, κοινοτικούς, αριστερούς, δεξιούς και κεντρώους, διπλωμάτες, τον πρόεδρο τής Ανω Κρύας Βρύσης και τούς τζάμπα τουρίστες τού ΣΑΕ, αλλά μόνο μια φορά μηνυθήκαμε από τους Σκοπιανούς και κερδίσαμε τη δίκη πανηγυρικά, ενώ μόνο μια φορά αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε συγνώμη από την Κοινότητα για ένα σχόλιό μας που τελικά αποδείχτηκε σωστό και δικαιωθήκαμε. Γι’ αυτό πιστεύω ακράδαντα πως αν διευθυντές τού “Κήρυκα” τότε ήταν ο Καλδής, ο Κούρλιος, ο Μεσσάρης, η Πολίτη, ο Ράκης, ή ο Τσερδάνης, σήμερα ο “Κόσμος” δεν θα υπήρχε και εγώ δεν θα “δημοσιογραφούσα”, προς χαράν και αγαλλίαση πολλών. Αυτοί οι έμπειροι και ικανοί δημοσιογράφοι θ’ ασκούσαν κριτική εναντίον πάντων και θα ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις τού Θήο, χωρίς το παραμικρό κόστος. Κλείνω την παρένθεση και συνεχίζω.
Ο “Πανελλήνιος Κήρυκας” έκανε στο τέλος τής δεκαετίας τού ’70 δύο μοιραία λάθη με θλιβερές συνέπειες μεταξύ άλλων και την αλλαγή τού ιστορικού ονόματος “Πανελλήνιος Κήρυξ” σε “Ελληνικό Κήρυκα”. Το πρώτο λάθος ήταν ο πόλεμος εναντίον του . Στυλιανού και το δεύτερο ήταν ότι σταμάτησε να πάρουσιάζει από τις στήλες τής εφημερίδας του το έργο τής Αρχιεπισκοπής και τα επιτεύγματα των φορέων της. Ενώ, με τη φιλοσοφία τού “φίλος μου ο εχθρός τού εχθρού μου”, αναγκάστηκε να αγκαλιάσει την Κοινότητα.
Προηγουμένως, ο Θήο Σκάλκος ποτέ δεν ήταν φίλος τής προοδευτικής παράταξης ή τού ιστορικού φορέα μας και η “Νέα Πατρίδα” είχε δημοσιεύσει πύρινα άρθρα εναντίον των αριστερών στην Κοινότητα, αλλά ξαφνικά αυτός και συνεργάτες του που δεν ήξεραν προς τα πού πέφτει η Κοινότητα, έγιναν ένθερμοι οπαδοί τού Κοινοτικού Θεσμού! Το αναφέρω επειδή με αυτή την τακτική έχασε τις διαφημίσεις τής Αρχιεπισκοπής και των φορέων της, αλλά και πολλούς αναγνώστες οπαδούς της, δημιουργώντας ένα τεράστιο κενό στην ενημέρωση τής παροικίας που έπρεπε να καλυφθεί.
Ο Τάκης Καλδής, που είχε εγκαταλείψει την κομμουνιστική παράταξη μετά την εισβολή τής Σοβιετικής Ενωσης στη Τσεχοσλοβακία, αν δεν κάνω λάθος και βρισκόταν στα μαχαίρια με τους πρώην συντρόφους του και την Κοινότητα, ανάλαβε να καλύψει το κενό με την έκδοση καινούργιας εφημερίδας στο Σίδνει με τη βοήθεια τού Δημήτρη Γκόγκου, ιδιοκτήτη τού “Νέου Κόσμου”, που ήθελε να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα τον ανταγωνισμό τού Θήο στην Μελβούρνη, βάζοντας “πόδι” στο Σίδνει. Το 1982, λοιπόν, άρχισε να κυκλοφορεί ο “Κόσμος” με πρώτο αρχισυντάκτη τον Γιώργο Τσερδάνη, χωρίς ούτε αυτό ν’ ανησυχήσει τον πανίσχυρο Θήο και τους συνεργάτες του, που έλεγαν περιφρονητικά “μωρέ ποιός θ’ αγοράσει αυτή την εφημερίδα”, αλλά κατέληξαν να την αγοράζουν ακόμη και στον “Κήρυκα” όταν έγινε σοβαρός και υπολογήσιμος αντίπαλος. Για τους Κοινοτικούς, που ανέλπιστα απέκτησαν δικό τους έντυπο και σύμμαχο έστω τον Θήο και τους συνεργάτες του στον πόλεμο εναντίον τής Αρχιεπισκοπής, ο “Κόσμος” ήταν ανάθεμα λόγω Καλδή, αλλά και τής αποκλειστικής υποστήριξης που πρόσφερε στην Εκκλησία και τους φορείς της.
Ενας νέος Κόσμος
Μετά το άδοξο τέλος τής “Ελληνικής Φωνής” και μέχρι τις 16 Ιουνίου 1982 όταν κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο τού “Κόσμου”, ο “Κήρυκας” απόλαυσε αρκετά χρόνια το μονοπώλειο στον παροικιακό Τύπο στη δεκαετία τού ’70 όταν το λεγόμενο εκκλησιαστικό καλά κρατούσε και συμμάχησε με τους Κοινοτικούς που τον δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες παρά το ιδεολογικό χάσμα και το γεγονός ότι το πρόβλημα με τον εκδότη του δεν ήταν εκκλησιαστικό, αλλά η προσωπική κόντρα του με τον Αρχιεπίσκοπο.
Ενώ, όμως, η “Ελληνική Φωνή” προσπάθησε γενναία να σπάσει το μονοπώλειο, ο “Κόσμος” το πέτυχε επειδή κάλυψε ένα μεγάλο κενό, το χώρο των δραστηριοτήτων τής Αρχιεπισκοπής, με την οποία είχε συμμαχήσει ο Τάκης Καλδής και σε συνεργασία με τον παλιό φίλο, Δημήτρη Γκόγκο, αποφάσισαν να το καλύψουν με την έκδοση τού “Κόσμου”.
Πρώτος αρχισυντάκτης ήταν ο Γιώργος Τσερδάνης, με αρθρογράφους τον Τάκη Καλδή που στο μεταξύ είχε εκλεγεί στην Ανω Βουλή τής ΝΝΟ, τον Γιώργο και τη Τζόαν Μεσσάρη, τον Τάσο Νεράντζη, τον Δημήτρη Οικονόμου και στις διαφημίσεις τον Δημήτρη Βεντούρη. Δεν μπορώ να γράψω πολλά για την περίοδο εκείνη, αλλά το 1983 έγινε μια διοικητική αλλαγή και την αρχισυνταξία ανέλαβε ο Γιώργος Μεσσάρης, ενώ ο Γιώργος Τσερδάνης παρέμεινε σαν δημοσιογράφος.
Με την έκδοση τού “Κόσμου”, ο “Κήρυκας” στα επόμενα χρόνια θα περάσει από σαράντα κύματα, αλλά ούτε ο “Κόσμος” έκανε περίπατο στο πάρκο γιατί βρήκε μπροστά του πολλούς σκόπελους και σώθηκε ως εκ θαύματος από τον πνιγμό από τον Θεόδωρο και την αξέχαστη Αναστασία Κωνσταντίνου.
Από τότε που φοιτούσα στο Γυμνάσιο, ο πατέρας μου ήθελε να μάθω την τυπογραφία και ιδιαίτερα την λινοτυπική επειδή ήταν ένα καλοπληρωμένο επάγγελμα, λέγοντας “μάθε την τέχνη κι’ άστηνε και όταν πεινάσεις πιάστηνε”, λόγια προφητικά που επαληθεύτηκαν ύστερα από μια τέλεια οικονομική καταστροφή μου σε αποτυχημένη επιχείρηση.
Μόλις το έμαθε ο Γιώργος Μεσσάρης μού πρόσφερε δουλειά στον “Κόσμο” τον Οκτώβριο τού 1989 και από διευθυντής παραγωγής στον “Foreign Language Publications” τού Θήο Σκάλκου επέστρεψα στην τέχνη μου σαν απλός δακτυλογράφος, ξεκινώντας από το τελευταίο σκαλί.
Στον “Κόσμο” επανασυνδέθηκα με τον Γιώργο και την Τζόαν Μεσσάρη, τον Τάκη Καλδή, τον Γιώργο Τσερδάνη, τον Βασίλη Πασσά και τον Θανάση Χατζηανέστη και -παλιά μου τέχνη κόσκινο- άρχισα να δακτυλογραφώ πάλι τα κείμενά τους. Τότε, όμως, γνωρισα και συνεργάτες τους φίλους Γιάννη και Ζωή Λίππη που έχουν παλιννοστήσει, όπως και ο φωτορεπόρτερ μας Μιχάλης Κάλλης με την οικογένειά του, τον Παύλο και Ζωή Θεοδωρακοπούλου, τον Δημήτρη και την Σούλα Βεντούρη, τον Αποστόλη και την Δήμητρα Γκαβογιάννη και τον Θανάση Τσάνη, ενώ αργότερα ήρθαν μαζί μας η Γιάννα Μαυράκη, η Τάνια και ο Νικος Γρίβας, η Κατερίνα Ορφανίδου, η Χρύσω Χρυσάνθου, η Τζίνα Τσούτσουρα και οι αδελφές Κούλα και Ρια Μιχαήλ.
Οι τεχνικές εγκαταστάσεις τού “Κόσμου” ήταν υποδεέστερες από αυτές που άφησα στον “Κήρυκα” επειδή δεν υπήρχε ανάγκη για τεράστια παραγωγή, αλλά το πάλευα ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας μέχρι που μια μέρα ο Μεσσάρης με κάλεσε στο γραφείο του για να μου πει ότι θέλει να μου αναθέσει μια στήλη στην εφημερίδα. Είχα αντιρρήσεις επειδή δεν θεωρούσα τον εαυτό μου (ούτε και τώρα άλλωστε) δημοσιογράφο με τη σωστή σημασία τής λέξης, όμως ο Γιώργος επέμενε και συμφωνήσαμε να γράψω ένα δοκιμαστικό κείμενο. Το πρώτο άρθρο αφορούσε την πάλη μου με την σοβαρή κατάθλιψη που άρεσε στο Γιώργο και μάλιστα αυτός βάφτισε τη στήλη μου “Κόσμια και μη”, σ’ αυτόν λοιπόν τα παράπονά τους όσοι διαφωνούν με την παρουσία μου στον “Κόσμο”. Να προσθέσω ακόμη ότι με δική του συμβουλή σταμάτησα να γράφω ολοσέλιδα άρθρα επειδή κούραζαν τον αναγνώστη και ν’ ασχοληθώ με μικρά σχόλια όπως κάνω πολλά χρόνια.
Οταν άρχισα δουλειά στον “Κόσμο”, ο Τάκης Καλδής, αντιμετώπιζε με σκληρά άρθρα του παλιούς συντρόφους στην Κοινότητα και για την παροικία είμασταν η «παπαδική» εφημερίδα, ενώ πολλοί “παπαδικοί” αγόραζαν ακόμη τον “Κήρυκα” τάχαμ’ τάχαμ’ για να διαβάσουν τα μνημόσυνα και τις κηδείες. Εγώ ποτέ δεν πίστευσα ότι η συντριπτική πλειοψηφία τής παροικίας υποστήριζε αποκλειστικά την Αρχιεπισκοπή ή την Κοινότητα, επειδή μπορούσε να διακρίνει τις διαφορές ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Ομολογουμένως, το 90% ή και 95% των συμπαροίκων εκκλησιάζονται στις εκκλησίες τής Αρχιεπισκοπής και εκεί τελούν τα Μυστήρια επειδή αναγνωρίζουν τον Αρχιεπίσκοπο σαν πνευματικό τους ηγέτη, αλλά πέρα από τα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα δεν περιφρονούν την Κοινότητα.
Γι’ αυτό το Darling Harbour πλημμυρίζει από τον Ελληνισμό στο Φεστιβάλ και χιλιάδες παρακολουθούν τις πολλές εκδηλώσεις του, όπως και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, γι’ αυτό εκατοντάδες οικογένειες στέλνουν τα παιδιά τους στα κοινοτικά απογευματινά σχολεία και στην Παρούλα Θέρμπαν για να διδαχτούν ελληνικούς χορούς, γι’ αυτό η παροικία υποστηρίζει θερμά το γηροκομείο Ελληνικό Σπίτι κλπ. κλπ.
Γι’ αυτό δεν μπορούσα να ανεχθώ το γεγονός ότι ο “Κόσμος” δεν κάλυπτε το έργο τής Κοινότητας, δηλαδή έκανε ό,τι ο “Κήρυκας” από την ανάποδη. Το ότι ο Τάκης Καλδής συγκρουόταν με τους κοινοτικούς πολύ λίγο με ενδιέφερε, εφόσον δεν θα έλειπε από τις στήλες μας η δράση τής Κοινότητας που είναι ένα μεγάλο κομμάτι τής παροικίας και θυμάμαι κάτι που μού είπε αργότερα η Παρούλα Θέρμπαν, με την οποία και τον σύζυγό της όπως είπαμε είχαμε συνεργαστεί στην “Ελληνική Φωνή”.
Μια μέρα ένα παιδάκι την ρώτησε: “Γιατί κυρία Παρούλα εμείς δεν μπορούμε να χορέψουμε μαζί με τα παιδιά τής Αρχιεπισκοπής;” Για εμένα αυτό ήταν συγκλονιστικό.
Η ευκαιρία μού δόθηκε όταν διάβασα ανακοίνωση τής Επιτροπής Φεστιβάλ για συνέντευξη Τύπου όπου θα έδινε στη δημοσιότητα το πρόγραμμα των εκδηλώσεών του για το 1990 και ρώτησα τον Μεσσάρη αν μπορούσα να καλύψω αυτή την συνέντευξη, με απώτερο στόχο να κτίσουμε γέφυρες με την Κοινότητα. Οταν πήγα στο Λακέμπα και μπήκα στην αίθουσα συνεδριάσεων για τη συνέντευξη Τύπου ήμουν σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα, αλλά είχα την προηγούμενη εμπειρία όπως έχουμε αναφερθεί σε προηγουμενο κεφάλαιο όταν πήγα στην Κοινότητα στο Πάτινγκτον με πρόεδρο τον Γεροντάκο, πάλι σαν εκπρόσωπος “παπαδικού” εντύπου, τού “Βήματος”.
Αυτή τη φορά η υποδοχή ήταν φιλικώτερη και ο γραμματέας τής Κοινότητας, Νίκος Παπανικήτας, με ρώτησε από πού κατάγομαι. Οταν τού είπα από τη Σύμη μού είπε αστειευόμενος “επιτέλους και ένας Συμιακός γιατί μάς έχουν κυριεύσει εδώ Κεφαλλονίτες”, εννοώντας τον Χάρη Δανάλη.
Για να μην πολυλογούμε εκείνη τη χρονιά δούλεψα σκληρά για το Φεστιβάλ, δεν άφηνα εκδήλωση για εκδήλωση, γέμισε ο “Κόσμος” με ρεπορτάζ και φωτογραφίες τού Μιχάλη Κάλλη που είχαμε γίνει κολλητοί, η συνεργασία μου με τον Νίκο Παπανικήτα ήταν στενή και δημιουργήθηκε μια πολύχρονη γνωριμία που μέχρι “κουμπάρους” μάς έκαναν.
Τον Παπανικήτα δεν υποστήριξα επειδή είναι Συμιακός, αλλά επειδή είχε όραμα για την Κοινότητα και την παροικία, που το έβαζε πάνω από το προσωπικό του συμφέρον και πολιτικές σκοπιμότητες. Εζησα από κοντά την αγωνία του και τής οικογένειάς του όταν παλιοί φίλοι και σύντροφοι στράφηκαν εναντίον του και θαύμασα τη λεβεντιά με την οποία τους αντιμετώπισε, όπως ο Δανάλης που κι’ αυτός έδειξε αρχηγικό ανάστημα όταν χρειάστηκε και μακάρι να του έμοιαζαν άλλοι.
Πιστεύοντας, λοιπόν, ότι έκτισα γέφυρες με την Κοινότητα και πως εκτιμήθηκε η δουλειά μου για το Φεστιβάλ, πήγα για να καλύψω την ετήσια γενική συνέλευση τού ιστορικού φορέα, αλλά είχα πέσει έξω στις εκτιμήσεις μου επειδή δεν γνώριζα ότι ήμουν πια ο στόχος αυτών που αντιπολιτεύονταν τον Δανάλη και τον Παπανικήτα. Βρισκόμουν όρθιος κοντά στις τελευταίες καρέκλες τής αίθουσας και πρόσεξα ότι με είχαν δει ο Δανάλης και ο Παπανικήτας χωρίς να πούν τίποτε, αλλά μετά από λίγο κάποιο μέλος πηγαίνει στην έδρα, μιλά στον Δανάλη και τον Παπανικήτα, οι οποίοι έστρεψαν το βλέμα τους σ’ εμένα και μόνο τότε καταλάβα ότι είχα πρόβλημα. Πραγματικά, ο Δανάλης είπε ότι υπήρχε ένσταση για την παρουσία μου στη συνέλευση και ζήτησε να γίνει ψηφοφορία για ν’ αποφασιστεί αν θα παραμείνω ή θα φύγω, αλλά στο μεταξύ έπρεπε να βγω έξω. Όπως και έγινε, μέχρι που κάποιο μέλος του συμβουλίου μού είπε ότι δεν μπορώ να επιστρέψω στην αίθουσα επειδή δεν είμαι μέλος.
Παρόμοιο επεισόδιο συνέβη και στην Αρχιεπισκοπή, όταν σε συνέδριο τής Κληρικολαϊκής στον Αγιο Σπυρίδωνα πήγα με το μαγνητοφωνάκι μου για να καταγράψω τα τεκταινόμενα και με πλησίασε ένας ιερέας για να με ρωτήσει από πού είμαι. Επειδή με είχε δει πολλές φορές στον “Κόσμο” και πίστευα ότι με θυμάται, νόμιζα ότι αστειευόταν και ανταποκρινόμενος τού είπα ότι είμαι από τον… “Κήρυκα”(!)
“Εξω!” μου λέει και συνεχίζοντας το καλαμπούρι εγώ τού απάντησα “δεν πάω πουθενά”, αλλά ο ιερέας ήταν ανένδοτος: “Κατάλαβες τί σού είπα; Εξω!” επανέλαβε αγριεμένα και συνειδητοποίησα ότι δεν αστειεύεται καθόλου, οπότε τον ρώτησα αν γνωρίζει ποιός είμαι.
“Δεν με ενδιαφέρει ποιός είσαι, να σηκωθείς να φύγεις”, μου λέει και τότε υποχρεώθηκα να τού αποκαλύψω ποιός είμαι, οπότε με έσπρωξε ελαφρά και με απείλησε χαμογελώντας πια “αυτό θα μού το πληρώσεις!”
Οταν γράφεις ένα ρεπορτάζ ύστερα από σαράντα χρόνια χωρίς να έχεις κρατήσει σημειώσεις αναπόφευκτα θα σου διαφύγουν κάποιες λεπτομέρειες και αυτό έχει συμβεί σε λίγες -ελπίζω- περιπτώσεις σ’ αυτή την “Αναδρομή στο παρελθόν” που γράφω από μνήμης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι ασυγχώρητα δεν ανέφερα τους φωτορεπόρτερ τού παροικιακού Τύπου δεκαετίες ολόκληρες, τα αδέλφια Παναγιώτη (Πίτερ), τον Γιώργο και τον Σπύρο Παναγόπουλο, που με τον φακό τους έχουν καταγράψει την ιστορία τής παροικίας πολύ καλύτερα από τα δικά μας ρεπορτάζ και δυστυχώς δεν έχει εκτιμηθεί η μεγάλη προσφορά τους. Ο δημοφιλέστατος στην παροικία, Παναγιώτης (Πίτερ) Παναγόπουλος, “κρέμασε” τη φωτογραφική μηχανή του και αποσύρθηκε ταπεινά χωρίς καμία μνεία, χωρίς καμία επιβράβευση για τις δεκαετίες από τη ζωή του που αφιέρωσε στον Τύπο. Ούτε εμείς, που θα έπρεπε να ξέρουμε καλύτερα, είμαστε άμοιροι ευθυνών, επειδή θεωρούμε τους φωτογράφους σαν επέκταση τού ρόλου μας, σαν κάτι δεδομένο. Ομως, χωρίς τους φωτογράφους γενικά και θα ήθελα να αναφέρω ειδικά τον φιλότιμο συνεργάτη μου και καλό φίλο, Μιχάλη Κάλλη, η ιστορία που καταγράφουμε θα ήταν ελλειπής.
Δυστυχώς, ο πρόεδρος τής Ανω Κρύας Βρύσης που θέλει τη φωτογραφία του στην εφημερίδα δεν μπορεί να καταλάβει ότι ο φωτογράφος θα χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητό του, θα καύσει βενζίνη και θα χάσει το χρόνο του, πολλές φορές χωρίς ούτε ένα “ευχαριστώ”. Το έχω γράψει πολλές φορές και θα το επαναλάβω: σεβαστείτε τους φωτογράφους μας, ακόμη και αν ανεβαίνουν πάνω στις καρέκλες για να σάς απαθανατίσουν, ακόμη και αν γίνονται “ενοχλητικοί” για να σάς εξυπηρετήσουν ΔΩΡΕΑΝ! Αφού δεν είναι υποχρεωτικό ν’ αγοράσετε φωτογραφίες τους όπως θα έπρεπε για να τους αποζημιώσετε, τουλάχιστον συμπεριφερθείτε τους με κατανόηση και βοηθείστε στο δύσκολο έργο τους προσφέροντας ένα πιάτο φαγητό και ένα ποτό…
***Σήμερα θέλω να διορθώσω ακόμη μια παράλειψη. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, όταν αναφέρθηκα στους πρώτους συνεργάτες τού “Κόσμου” δεν έγραψα ότι πρώτος διευθυντής τού διαφημιστικού τμήματος ήταν ο γνωστός για την πολύχρονη και πολυσχιδή δράση του στην παροικία, Γιώργος Αντωνίου. Sorry! Αν έχετε εντοπίσει και άλλες παρόμοιες παραλείψεις, ενημερώστε με και από καθήκον θα επανορθώσω.
Το 1989, λοιπόν, άρχισα μια νέα καριέρα στον παροικιακό Τύπο, αυτή τη φορά σαν συντάκτης και σχεδόν αμέσως είχα μπελάδες με ιερείς και κοινοτικούς, όμως δεν μπορούσα να διαλέξω καλύτερη περίοδο γιατί η παροικία, ή για να ακριβολογούμε οι φορείς τής Αρχιεπισκοπής και η Κοινότητα βρίσκονταν σε μια εποχή δημιουργίας, ενώ και το λεγόμενο “εκκλησιαστικό” προς στιγμήν τουλάχιστον φαινόταν να είναι κοντά στη λύση του.
Οπως έγραψα, μια από τις πρώτες μου ενέργειες ήταν να κτίσουμε γέφυρες με την Κοινότητα και αυτό ενόχλησε κάποιους κύκλους στην Αρχιεπισκοπή, στην ίδια την Κοινότητα και προπαντός τους αντιπάλους μας που άρχισαν τις επιθέσεις για να πλήξουν την αξιοπιστία μας, ότι δήθεν οι προθέσεις μας δεν ήταν ειλικρινείς. Οταν υπέβαλα αίτηση για να γίνω μέλος τής Κοινότητας υπήρξαν έντονες αντιρρήσεις, ενώ οι πρώην “φίλοι” και συνεργάτες μου στον “Κήρυκα”, “Στυλιανοπαίδι” με ανέβαζαν, “παπαδοπαίδι” και «εξαπτέρυγο» με κατέβαζαν και ο εκδότης του, σε μια τυχαία συνάντησή μας στο Tom Mann Theatre μου είπε ότι τα άρθρα μου έγραφε ο Αρχιεπίσκοπος. Λες και αν τα άρθρα μου είχαν την ποιότητα γραφής τού Στυλιανού, θα εργαζόμουν στο Σίδνει και όχι σε μια από τις μεγάλες εφημερίδες τής Αθήνας!
Ομως, παρόλο που κτίζαμε γέφυρες με την Κοινότητα, πρόθεσή μας δεν ήταν να βλάψουμε τις καλές σχέσεις μας με την Αρχιεπισκοπή επειδή θα ήταν παράλογο γι’ αυτό συνάντησα πρώτη φορά τον Στυλιανό, περίπου 15 χρόνια μετά την αφιξή του στην Αυστραλία.
Η πρώτη μου συνάντηση με τον Στυλιανό για συνέντευξη ήταν -επιεικώς- λίαν ενδιαφέρουσα, γιατί αντιμετώπισα έναν φλογερό ηγέτη, έναν εκρηκτικό συνομιλητή που με κατακεραύνωσε για την υποστήριξη που πρόσφερα στην Κοινότητα. Παρόλο, που απέρριψε την έκκλησή μου για συμφιλίωση με την Κοινότητα για να είναι ο ηγέτης ολόκληρης τής παροικίας και δέχτηκα έναν καταιγισμό επιχειρημάτων γιατί αυτό δεν ήταν δυνατόν, κατέβηκα τα σκαλιά τής Αρχιεπισκοπής ικανοποιημένος από τη συνάντησή μου με έναν κορυφαίο πνευματικό άνθρωπο που με εντυπωσίασε. Γνώριζα, όμως, κιόλας πως με όλο το σεβασμό η σχέση μας δεν είχε μέλλον επειδή γράφω αυτά που πιστεύω και δεν είμαι από τους ανθρώπους που αποφεύγουν τη σύγκρουση, απ’ όπου και αν προέρχεται. Οπως και δεν άργησε να έρθει.
Στη δεκαετία τού ’90 δεν ήταν μόνο η παροικία που έδειχνε πρόοδο, αφού και ο “Κόσμος” ευημερούσε με αύξηση στις πωλήσεις και διαφημίσεις πολλές από τις οποίες ήταν κυβερνητικές. Θα πρέπει ν’ αναφέρω χαρακτηριστικά, πως όταν ο Δημήτρης Σκουλούδης αγόρασε τον “Κόσμο” το 1998, η εφημερίδα είχε ήδη αγοράσει δύο κτήρια, ένα στο Dulwich Hill και ένα στο Canterbury.
Στο μεταξύ, ο “Κόσμος” υιοθέτησε την τελευταία τεχνολογία με την ηλεκτρονική σελιδοποίηση ένα νέο άλμα μετά την φωτοστοιχειοθεσία και βελτιώθηκε δραματικά η εμφάνισή του με τη βοήθεια τού τεχνικού Αποστόλη Γκαβογιάννη. H νέα τεχνολογία μάς πρόσφερε μεγάλες δυνατότητες και ένα παράδειγμα είναι το ένθετο που εκδόσαμε για την άφιξη τού Οικουμενικού Πατριάρχη στο Σίδνει και τον εντυπωσίασε.
Το 1992 ο “Κόσμος” γιόρτασε τα 10 γενέθλιά του με μια μεγάλη δεξίωση στην αίθουσα “Παλάτι” με 700 προσκεκλημένους που έλαβαν δώρα ένα άρωμα Chanel 5 οι γυναίκες και ένα στιλό οι άνδρες. Μπορώ να αποκαλύψω τώρα ότι τότε απειληθήκαμε με βομβισμό από εχθρούς τής πατρίδας μας και οι αρχές ασφαλείας μάς προστάτευαν διακριτικά, ενώ με τη βοήθεια τού Κώστα Βερτζάγια αντιμετωπίσαμε με επιτυχία στα δικαστήρια τούς Σκοπιανούς που μάς είχαν μηνύσει επειδή δεν τους αναγνωρίζαμε στις στήλες τής εφημερίδας μας σαν…”Μακεδόνες”.
Στην περίοδο αυτή εδραιώθηκαν τα Κολλέγια τής Αρχιεπισκοπής ύστερα από τα προβλήματα που αντιμέτωπισαν στα πρώτα τους βήματα και είχαν αρχίσει τις επεκτάσεις, ενώ το Ιδρυμα Βασιλειάς είχε αρχίσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επέκτασης και ανακαίνισης.
Αλλά και η Κοινότητα με πρόεδρο τον Δανάλη και γραμματέα τον Παπανικήτα είχε αγοράσει το 1989 τον παιδικό σταθμό στο Μάρικβιλ και το 1990 τη Λέσχη στο Λακέμπα, μπαίνοντας δυναμικά στην παροικία από την οποία είχε απομονωθεί στο Πάτινγκτον, ενώ το 1991 εγκαινίασε το γηροκομείο “Ελληνικό Σπίτι”, ένα έργο αφιερωμένο στα 90 χρόνια ύπαρξης και ιστορικής δράσης. Η Κοινότητα είχε γιορτάσει την επέτειο αυτή το 1988 με μεγαλοπρεπή δεξίωση στο Convention Centre, Darling Harbour, παρουσία τού τότε πρωθυπουργού Μπομπ Χόουκ, πέντε υπουργών, κομματικής αντιπροσωπείας από την Ελλάδα και 862 προσκεκλημένους. Το Ελληνικό Σπίτι οικοδομήθηκε με την βοήθεια τής παροικίας, τής κυβέρνησης και κοινοτικούς πόρους, ενώ πρώτος ο “Κόσμος” δημοσίευσε ρεπορτάζ και συνεντεύξεις μου με τους ενοίκους του. Το 1993-94 η Κοινότητα αγόρασε το σπίτι δίπλα στο γηροκομείο της που χρησιμοποιήθηκε για την επέκτασή του με πρωτοβουλία τού Κίκη Ευθυμίου, αλλά και την αποθήκη και ένα μεγάλο σπίτι δίπλα στην Κοινοτική Λέσχη με προοπτική να κτιστεί εκεί ένα πολιτιστικό κέντρο.
Η δεκαετία τού ’90 ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος για τον “Κόσμο” επειδή έπρεπε να ακροβατούμε ανάμεσα σε Κοινότητα και Αρχιεπισκοπή τηρώντας τις σχετικές ισορροπίες. Η προβολή των έργων και των δραστηριοτήτων τής Αρχιεπισκοπής και των φορέων της δεν ελαττώθηκε ούτε στο ελάχιστο, ενώ η εφημερίδα μας πλουτιζόταν και με τις δραστηριότητες τής Κοινότητας. Αυτό προκαλούσε ανησυχίες στους επαγγελματικούς αντιπάλους μας που προσπαθούσαν να εξαγοράσουν στελέχη μας με υποσχέσεις για αστρονομικές αμοιβές.
Ομως, παρά την συνεργασία μας με την Αρχιεπισκοπή και την Κοινότητα για την προβολή τού έργου και των δραστηριοτήτων τους, στους κύκλους τους δυστυχώς υπήρχαν άτομα που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τον αντικειμενικό “Κόσμο”. Στην Κοινότητα υπήρχε αντίδραση για τις διαφημίσεις της στην “παπαδική” εφημερίδα μας, ενώ επιχειρηματίας φίλος τής Αρχιεπισκοπής ακούστηκε να λέει ότι σε έξι μήνες θα χρεοκοπούσε ο “φιλοκοινοτικός Κόσμος”, όταν το “Βήμα” αγόρασε ο γνωστός μεγαλοεπιχειρηματίας, Γρηγόρης Γαβριηλίδης και τού έδωσε το φιλί τής ζωής με διευθυντή τον πολυτάλαντο και ικανότατο συνάδελφο, Ικαρο Κυριάκου, που προηγουμένως ήταν από τα βασικά στελέχη στον “Κήρυκα”.
Οπως γράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στο πρώτο ήμισυ τής δεκαετίας τού ’90 οι φορείς τής Αρχιεπισκοπής αναπτύσσονταν με γρήγορους ρυθμούς, όπως και η Κοινότητα με τις αγορές γης, τής Λέσχης της στο Λακέμπα και την ανέγερση τού Ελληνικού Σπιτιού στο Ερλγουντ. Η Κοινοτική Λέσχη έγινε γρήγορα μια κυψέλη πνευματικής δραστηριότητας και φιλοξένησε ανθρώπους μεγάλης εμβέλειας προσκεκλημένους τού Ελληνικού Φεστιβάλ που στο μεταξύ είχε αλλάξει πορεία μετά την επισκεψη τής Μελίνας Μερκούρη στο Σίδνει, όπως τον Κώστα Καζάκο, τον Κωστή Mοσκώφ, την Αννα Παϊδούση και άλλους, ενώ σε πιο κατάλληλους χώρους είχε φιλοξενήσει τον Γιώργο Νταλάρα, την Χάρις Αλεξίου, τον Χρήστο Λεοντή, την Ελευθερία Κοτζιά και την Ελένη Αρβελέρ. Στα χρόνια τού Φεστιβάλ που κάλυψα εγώ έγινε μια ανανέωσή του που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και δικαιωματικά θεωρείται το κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός τής παροικίας μας για να μην πω και τής ομογένειας στην Αυστραλία.
Ομως δεν ήταν όλα ρόδινα, επειδή καλά κρατούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα που απασχόλησε τον παροικιακό Τύπο πενήντα και πλέον χρόνια, το λεγόμενο “εκκλησιαστικό” μετά την απόφαση των ανεξαρτήτων Κοινοτήτων Αυστραλίας να αποσκιρτήσουν από την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας στη δεκαετία τού ’50. Οι λεπτομέρειες λίγο-πολύ είναι γνωστές με τις κόντρες, τις δικαστικές διαμάχες, τα επεισόδια έξω από την Αγία Σοφία κλπ. Στις αρχές τής δεκαετίας τού ’90 η κατάσταση είχε βελτιωθεί και υπήρχαν αχνές ενδείξεις ότι η λύση ίσως να ήταν κοντά.
Για παράδειγμα, σε δύο από τις εκκλησίες τής Κοινότητας -Παναγία και Αγία Σοφία- λειτουργούσαν ιερείς τής Αρχιεπισκοπής, ενώ για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια έγινε κοινός εορτασμός τής 25ης Μαρτίου το 1993, λίγους μήνες μετά τη Συμφωνία τής Αθήνας, στο Οπερα Χάουζ στον οποίο μίλησαν ο Αρχιεπίσκοπος κ. Στυλιανός και ο πρόεδρος τής Κοινότητας, Χάρης Δανάλης, ενώ ο πρόεδρος τής Διακοινοτικής Επιτροπής τής Ιεράς Αρχιεπισκοπής, ο αξέχαστος Γιώργος Παπαναστασίου ήταν προσκεκλημένος στο άνοιγμα τού Ελληνικού Φεστιβάλ. Ολα αυτά έφερναν την παροικία μας πιο κοντά στη συμφιλίωση.
Μια άλλη ένδειξη και ίσως χαμένη ευκαιρία για συμφιλίωση ήταν η επίσκεψη για πρώτη και μοναδική φορά τού Στυλιανού στην Κοινοτική Λέσχη για ν’ ακούσει την ομιλία τού φίλου του ποιητή, Κωστή Μοσκώφ, πολιτιστικού επιτετραμένου τής Ελλάδας στην πρεσβεία τού Καϊρου, στα πλαίσια τού Φεστιβάλ. Τα μέλη τής Κοινότητας τού επεφύλαξαν ψυχρή, αλλά ευγενική υποδοχή, ενώ ο ίδιος ζήτησε και μίλησε εγκωμιαστικά μετά το τέλος τής ομιλίας. Δική μου άποψη είναι πως αν η υποδοχή τού Αρχιεπισκόπου ήταν πιο θερμή και αν αντί να φύγει βιαστικά, ο Στυλιανός καθόταν σε μια μικρή κοινωνική εκδήλωση στην Κοινοτική Λέσχη για να γνωρίσει και να συζητήσει με τους κοινοτικούς, ίσως να είχε σπάσει ο πάγος.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο Στυλιανός πήγε στην Κοινότητα μόνο για την ομιλία τού Μοσκώφ, που θα μπορούσε ν’ ακούσει μαγνητοφωνημένη, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος. Πάντως, τη σχετική γαλήνη ανάμεσα στις σχέσεις Αρχιεπισκοπής και Κοινότητας ήρθε να διαταράξει η πρόταση τής Ομοσπονδίας Κοινοτήτων Αυστραλίας το 1991 να ενταχθούν οι ανεξάρτητες Κοινότητες στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, που έστειλε αντιπροσώπους του να διαπραγματευθούν την ένταξη. Ηταν μια πραγματικά ανησυχητική εξέλιξη επειδή για πρώτη φορά θα είχαμε στην Αυστραλία δύο αδελφές Εκκλησίες σε αντίπαλα στρατόπεδα ανταγωνιζόμενες για τους πιστούς. Η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας θεώρησε την ενέργεια τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων “εισπήδηση” και άρχισε τις εκκλησιαστικές διαδικασίες για να σταματήσει τους Ιεροσολυμίτες με τη βοήθεια τού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Την ένταξη των Κοινοτήτων στα Ιεροσόλυμα υποστήριζε φανατικά η Κοινότητα Αντελάιντ, ενώ η Κοινότητα Σίδνει είχε αμφιβολίες για τις πραγματικές προθέσεις τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Σε έναν χορό των Κώων, που πρόεδρός τους τότε ήταν ο αξέχαστος Βαγγέλης Ανέστης, καθόμουν δίπλα στον πρόεδρο τής Κοινότητας, Χάρη Δανάλη και, φυσικά, τον ρώτησα αν υποστήριζε την ένταξη τού φορέα του στα Ιεροσόλυμα. “Εμείς προτιμούμε να ενταχθούμε στην Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, αλλά αφού δεν μάς θέλει ο κ. Στυλιανός τί να κάνουμε;”, ήταν η απάντησή του.
Στην πραγματικότητα, το μίσος κάποιων Κοινοτικών για τον Στυλιανό ήταν τέτοιο που δεν μπορούσαν να δουν την παγίδα των Ιεροσολύμων και τα “ήξεις αφίξεις” τού Επισκόπου Ησύχιου, που αρνιόταν να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις σε ζωτικά ερωτήματα, ενώ ζητούσε προσχώρηση των Κοινοτήτων στα Ιεροσόλυμα με αναλλοίωτο άρθρο τού Καταστατικού, δηλαδή να μην μπορούν οι Κοινότητες ν’ αποχωρήσουν στον αιώνα τον άπαντα. Αυτό τον κάθετο διχασμό τής παροικίας σε δύο νόμιμες Εκκλησίες με τις οδυνηρές συνέπειες που συνεπάγονταν αφού και οικογένειες ακόμη θα διχάζονταν, υποστήριξε ένα μέρος των παροικιακών ΜΜΕ με επικεφαλής τον “Κήρυκα” που το έβλεπε σαν ευκαιρία να πλήξει τον κ. Στυλιανό, ενώ ο “Κόσμος” τάχθηκε αναφανδόν εναντίον τέτοιων κακών λύσεων. Οπως φαίνεται, τις ανησυχίες τής εφημερίδας μας για την ομόνοια τού Ελληνισμού στην Αυστραλία από την παρέμβαση τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων συμμεριζόταν η ελληνική κυβέρνηση και η αρμόδια υφυπουργός Εξωτερικών, Βιργινία Τσουδερού, κάλεσε σύσκεψη στην Αθήνα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και τής Ομοσπονδίας Κοινοτήτων για να βρεθεί λύση στο “εκκλησιαστικό”. Αλλωστε, η παρέμβαση τής ελληνικής κυβέρνησης για τη λύση τού προβλήματος ήταν αίτημα των Κοινοτήτων για πολλά χρόνια. Αντίθετοι στις προσπάθειες τής κας Τσουδερού ήταν ο Στυλιανός και οι σκληροί αντίπαλοί του, οι οποίοι συμμάχησαν μαζί του μέχρι που έθαψαν την φημισμένη Συμφωνία τής Αθήνας και την μοναδική χρυσή ευκαιρία μέχρι τότε για τη συμφιλίωση τής ομογένειας.
Με πρόσκληση τής ελληνικής κυβέρνησης τον Οκτώβριο 1992 βρέθηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στην Αθήνα, Μητροπολίτες τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και αντιπροσωπεία τής Ομοσπονδίας Κοινοτήτων, όπου αμέσως ο γραμματέας της κ. Βαγγέλης Μπόγιας αυθαίρετα άρχισε πολεμικό εναντίον τού Στυλιανού, αλλά τον διέκοψε αμέσως ο πρόεδρος τής Ομοσπονδίας κ. Νίκος Νιάρχος για να μην τορπιλλιστεί η σύσκεψη πριν καν αρχίσει.
Χαρακτηριστικά, όμως, ένας Μητροπολίτης είπε τότε ότι έκλαψε όταν διάβασε το ιστορικό τού εκκλησιαστικού διχασμού στην Αυστραλία. Στη Σύσκεψη, παρά τις αντικειμενικές παρεμβάσεις τής κας Τσουδερού στο ρόλο τής πυροσβέστριας δόθηκαν μάχες ανάμεσα στους Μητροπολίτες και τούς Κοινοτικούς για την προστασία των συμφερόντων τους και το τελικό αποτέλεσμα τής Σύσκεψης πρέπει να πούμε ότι ήταν ευνοϊκότατο για τις Κοινότητες. Γιατί; Επειδή ο Στυλιανός σχεδόν αμέσως απέρριψε τις προτάσεις για συμφιλίωση, έστω αν υπαναχώρησε γιατί το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορούσε να αγνοήσει την υπογραφή του στην Συμφωνία. Αν αυτή η συμφωνία ήταν ευνοϊκή για την Αρχιεπισκοπή, θα την απέρριπτε ο Στυλιανός; Οχι βέβαια και για πρώτη φορά βρήκε σύμμαχο τον “Κήρυκα” με τους άλλους άσπονδους εχθρούς του.
Γεγονός είναι ότι με τις εισηγήσεις τής κας Τσουδερού, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχτηκε τα 18 από τα 20 αιτήματα τής Ομοσπονδίας Κοινοτήτων και απέρριψε μόνο δύο: την απομάκρυνση τού Στυλιανού και την διάλυση των Ενοριών Κοινοτήτων(!)
Οσον αφορά στο θέμα των Ενοριών Κοινοτήτων και τη διάλυσή τους, για να είμαστε αντικειμενικοί, θ’ ανοίξω παρένθεση για να αποκαλύψω συνομιλία τού αξέχαστου γνωστού συμπάροικου, Σταύρου Βλάχου, με τον Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό λίγο μετά την άφιξή του στην Αυστραλία. Ο Στυλιανός είχε πει στον Σταύρο ότι στόχος του ερχόμενος στην Αυστραλία για να λύσει το “εκκλησιαστικό” πρόβλημα ήταν να εφαρμόσει το σύστημα “μία Αρχιεπισκοπή και μία Κοινότητα”, αλλά άλλαξε γρήγορα γνώμη όταν δέχτηκε σκληρές και αδικαιολόγητες επιθέσεις από τους Κοινοτικούς πριν ακόμη τον γνωρίσουν και εξακριβώσουν τις προθέσεις του. Εξάλλου, το έχουμε γράψει στο παρελθόν ότι και ο Αρχιεπίσκοπος Ιεζεκιήλ επεδίωξε χωρίς επιτυχία συμφωνία με τις Κοινότητες με δικούς τους όρους.
Επανερχόμενοι στη Συμφωνία τής Αθήνας, η Κοινοτική αντιπροσωπεία είχε εξασφαλίσει την διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία των Κοινοτήτων από την Αρχιεπισκοπή και την αναγνώριση των μυστηρίων, ενώ δεν θα άλλαζαν τα καταστατικά τους και ούτε θα συμμετείχαν στις Κληρικοκαλαϊκές, αλλά θα σέβονταν τον ρόλο τής Εκκλησίας στην Παροικία. Το διοικητικό συμβούλιο Δανάλη – Παπανικήτα στην Κοινότητα υποστήριξε την Συμφωνία επειδή πίστευε ότι η εξομάλυνση των σχέσεων με τη Αρχιεπισκοπή θα αφαιρούσε ένα τεράστιο εμπόδιο στην εντυπωσιακή ανάπτυξη τής Κοινότητας επειδή υπήρχαν πολλά άτομα και οργανώσεις στην παροικία που θα ήθελαν να την βοηθήσουν αν ανήκε στο κλίμα τής Αρχιεπισκοπής. Την άποψη αυτή συμμεριζόταν η συντριπτική πλειοψηφία τής παροικίας και ο “Κόσμος”, που τότε έδωσε μάχες για τη Συμφωνία τής Αθήνας, αλλά και για την αξιοπρέπεια τού Δανάλη και Παπανικήτα που προσπαθούσαν να καταρρακώσουν με συκοφαντίες οι αντίπαλοί τους.
Χαρακτηριστικά, θυμάμαι ένα βράδι είμασταν καλεσμένοι στο σπίτι γνωστών συμπαροίκων ο Νίκος και Μαρία Παπανικήτα, εγώ και μια συμπάροικος που είχε ακούσει ότι ο Νίκος είχε δωροδοκηθεί με μια Μερσεντές από την Αρχιεπισκοπή (που όπως είπαμε ήταν εναντίον τής Συμφωνίας!). Οταν φεύγαμε, η οικοδέσποινα παρακάλεσε τον Νίκο να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του στο σπίτι της την κυρία και με την ευκαιρία ο Νίκος τής είπε “τώρα θα δεις την Μερσεντές που μου έδωσε η Αρχιεπισκοπή”, ενώ περπατούσαν προς το “σαραβαλάκι” του…